
Κάθε φορά έφτανε μπροστά στο τσιμεντένιο τέμπλο∙ όμως ξυπνούσε λίγο πριν περάσει την μισάνοιχτη πόρτα. «Στα όνειρα ξυπνάς λίγο πριν πεθάνεις». Η ψυχή σχοινοβατεί μακριά απ’ το σώμα σε κόσμους αχαρτογράφητους, άγνωστους, απόκοσμους. Κρατιέται από μια λεπτή κλωστή. Αν αυτή κοπεί, τότε δεν μπορεί να επιστρέψει, χάνεται. Ίσως γι’ αυτό η Άρια δεν τόλμησε ποτέ το επόμενο βήμα. Στεκόταν μαρμαρωμένη, σχεδόν υπνωτισμένη, κρυφοκοιτούσε… Θαύμαζε από μακριά τις καταπράσινες φορεσιές των δέντρων που λικνίζονταν ανέμελα στον απαλό αέρα. Τα χάλκινα μαλλιά της ανέμιζαν στον ίδιο ρυθμό. Το γλυφό νερό και η δροσιά της λίμνης δρόσιζαν τα χείλη της. Τα διαμαντένια βότσαλα στραφτάλιζαν στα κρυστάλλινα νερά όμως δεν τολμούσε να περάσει την πύλη. Να βρέξει τους αστραγάλους και να καθρεπτίσει το είδωλο της με φόντο τα ολόλευκα σύννεφα του βαθυγάλανου ουρανού. Μέχρι χθες…
Εχθές η παρόρμηση νίκησε το ασυνείδητο. Ξυπόλητη βάδισε στο πετρόχτιστο μονοπάτι. Σε κάθε της βήμα όλο και περισσότερα σύννεφα συνωστίζονταν στον ουρανό λες κι είχαν περιέργεια να μάθουν ποια ήταν η παρείσακτη. Η παραμυθένια ομορφιά σιγά σιγά σκοτείνιαζε, χανόταν όπως ο ήλιος. Οι λέυκες μεταμορφωθήκαν σ’ αερικά, ελισσόταν γύρω της, την περιεργάζονταν, την παρατηρούσαν καχύποπτα κι η άλλοτε γαλήνια λίμνη, ορθώθηκε σαν στόμα τέρατος που οι κοφτεροί του σταλακτίτες απειλούσαν να την καταπιούν. Ο άνεμος αλυχτούσε, ούρλιαζε, τραβούσε με λύσσα τα μαλλιά της, σαν δήμιος που οδηγεί το θύμα του στην αγχόνη. Η πόρτα βρόντηξε πίσω της και μαντάλωσε με μια εκκωφαντική μεταλλική κλαγγή. Η Άρια πάγωσε απ’ τον αμείλικτο ήχο. Στράφηκε προς τα πίσω…
Σαν συριγμός φιδιού έφτασε ένας ψίθυρος στα αυτιά της. Τα σημεία έπρεπε να την θυσιάσουν. Για να ζήσουν εκείνα ειρηνικά. Ρίζες και κλαδιά απλώθηκαν. Τυλίχτηκαν στα χέρια, τα πόδια και το σώμα της. Μάταια πάλευε. Αντιστεκόταν, έσπαζε τα νύχια της, όμως όσο κι αν τραβιόταν να ξεφύγει, το πεπρωμένο είχε πλέξει επιδέξια μια θηλιά για εκείνη.
Ένιωθε την κλωστή της ζωής της να τεντώνεται κι εκείνη πάλευε να κρατηθεί, να μην την ρουφήξει η άβυσσος πίσω της. Προσπαθούσε απελπισμένη να σωθεί, ένιωθε την αναπνοή της να στερεύει. Λίγο πριν αφήσει την πνοή της να γίνει αερικό, ένας ήχος ακούστηκε κι οι αλυσίδες της πόρτας έσπασαν. Η Άρια ξύπνησε λαχανιασμένη, σταγόνες ιδρώτα αργοκυλούσαν στο μέτωπό της.
Η καρδία της χτυπούσε ακανόνιστα και μια κόκκινη κλωστή ήταν μπλεγμένη στα δάκτυλά της.
Ρούλα Συγγούνα
Comments