Στη δική μου αλησμόνητη γιαγιά, και σε όλα εκείνα που έκρινε το πεπρωμένο σμίγοντας τις ζωές μας...
Άσβεστη η εικόνα της θα μένει στην μνήμη της καρδιάς...
"Η μπουρού του σφύριξε βραχνιασμένα τρεις φορές.
Απέσυρε τη σιδερένια σκάλα του κι έλυσε τον κάβο.
Το 'Μοσχάνθη' διέσχιζε σε λίγο την έξοδο του λιμανιού και ξανοίχτηκε στα γαλήνια, ευτυχώς, νερά του Αιγαίου, δρομολόγιο Σύρος-Πειραιάς.
Ήτανε αρχές Σεπτέμβρη του 1953. Η κουπαστή ήτανε βρεγμένη και κολλούσε απ' την αλμύρα της θάλασσας που την έκανε πιο έντονη ο υγρός νοτιάς.
Τον ένιωθες να νοτίζει το δέρμα και να περονιάζει μέχρι μέσα τα κόκαλα. Η γιαγιά Θεανώ ταξίδευε με την εγγονή της για Πειραιά.
Όλα είχανε τακτοποιηθεί.
Καιρός ήτανε να μείνει η Ανώ με τη μαμά της.
Σχεδόν έξι χρόνια την μεγάλωνε με ζεστασιά κι αγάπη.
Τη γαλούχησε σαν να τανε δικό της παιδί, την έντυσε, την πόδισε με περίσσια φροντίδα, σαν να τη μεγάλωνε η μάνα της.
Δεν λένε, "του παιδιού σου το παιδί, δυο φορές παιδί σου";
Ε, έτσι την ένιωθε, δικιά της, είναι της!
" Ψυχή μου..." μονολόγησε και γύρισε και το κοίταξε.
Ήτανε κουλουριασμένο πάνω στην κουβέρτα και είχε στήσει αυτιά και μάτια στα όσα άκουγε κι έβλεπε τριγύρω του.
Άραγε είχε συνειδητοποιήσει, ότι έφευγε για πάντα απ' το νησί, από κοντά της;
Αναστέναξε βαθιά.
Θαρρείς και ξερίζωνε την καρδιά της με τον αποχωρισμό...
Τα φώτα, τώρα ήταν χαμηλωμένα κι όσο ανέβαινε η νύχτα, ένιωθες την υγρασία πιο έντονη στο πετσί σου. Κατεβάσανε τις τραγιάσκες τους, κουμπωθήκανε ως πάνω και ανασηκώσανε τους γιακάδες τους, για να εμποδίσουνε την υγρασία να τρυπώσει μέσα τους.
Σιγά-σιγά ήλθε ο ύπνος να σφαλίσει τα κουρασμένα τους μάτια, πέφτοντας βαριά τα βλέφαρα.
Μαζί τους αποκοιμήθηκε για τα καλά και η Ανώ στο παρθενικό της ταξίδι. Από αύριο θα άρχιζε μια νέα ζωή ...
Η Θεανώ, όμως, δεν κοιμότανε.
Η ψυχή της μέσα έκλαιγε, παράδερνε και ακόμα τώρα ταλαντευότανε...
Έκανε πολύ κουράγιο μέχρι να πάρει την απόφαση.
Όλο το καλοκαίρι της πήρε, μα δεν είχε το δικαίωμα να την κρατά, να της την υστερεί.
Μάνα είναι, έχει κάθε δικαίωμα να θέλει να μεγαλώσει το παιδί της.
Και πόσες φορές δεν την αναζητούσε η μικρή στο παρελθόν...
Θυμάται τα δακρυσμένα της ματάκια πάνω στα δύο σκαλοπάτια, αν και τελευταία δεν την αναζητούσε όπως πριν.
Αλήθεια, μήπως η μακρόχρονη απουσία της είχε λειτουργήσει αρνητικά, μήπως αποξενώθηκε πια, έπειτα από τόσον καιρό;
Λες; Λες να έκανε λάθος με την απόφαση αυτή;
Κι ένιωσε ένα δυνατό σφίξιμο στην καρδιά...."
Απόσπασμα από την "Ανώ"
Λιλή Βασιλάκη
留言