ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΩΝ ΧΕΙΛΙΩΝ🪻🌹🌺
- logotimis2024
- Feb 13
- 6 min read

«Και τι είναι, αλήθεια, η αγάπη; Θέλω να μου πείτε όλοι σας!
Γιατί δε μπορώ να την αγκαλιάσω παρά μόνο τη γεύομαι αυτές τις λίγες στιγμές; Τι κάνω λάθος;
Είμαι ανίκανη να νιώσω, τελικά;».
Πάνε χρόνια που αναρωτιόμουνα καθημερινά τέτοιες ερωτήσεις κι είχα αμφιβολίες για την ύπαρξή μου. Από την εφηβεία μου ακόμη.
Ποτέ δε μου άρεσαν ιδιαίτερα οι φωναχτές αγάπες.
Σε κάθε είδους σχέση.
Αυτές που είναι περιτυλιγμένες από λαμπερή εικόνα μα στο σκοτάδι δεν έχουν ίχνος φλόγας.
Σβήνουν και γίνονται στάχτη στο λεπτό.
«Είκοσι εννέα χρονών άμυαλη, ψάχνεις τα απίθανα!», η πρόσφατη εξήγηση της μάνας μου για τη μοναχική μου πορεία ως νέα κοπέλα.
Ναι, μόνη κι άμυαλη!
Έτσι με χαρακτήριζα σαρκαστικά.
Το ομολογώ πως το μυαλό μου εξουσιάζει η περιπέτεια κι η ανάγκη να εξερευνήσω τον κόσμο και τους ανθρώπους.
Δεν είμαι η κλασσική γυναίκα του νοικοκυριού και του σπιτιού. Ίσως γιατί πάντα τα είχα όλα έτοιμα από μικρή κι έγινα ένα κακομαθημένο κοριτσάκι.
Τουλάχιστον, ξέρω ποια είμαι.
Δεν υποκρίνομαι, ούτε προσπαθώ να δείξω κάτι διαφορετικό.
Έχει δίκιο ο αδερφός μου ο Μανώλης που με αποκαλεί για πλάκα «Δεσποινίς ασφυξία»; Τον πνίγω τον άνθρωπό μου με την απέραντη τάση που έχω να αγαπηθώ;
Δύο σχέσεις που έκανα στο παρελθόν, έληξαν άδοξα μετά από λίγες εβδομάδες γνωριμίας.
Πριν από δύο χρόνια, Αύγουστο μήνα, γνώρισα τον Στέλιο σε μια εξόρμηση για μπάνιο με φίλες μου.
Αφέθηκα στην εξέλιξη της γνωριμίας μας, κι οι δύο δείξαμε ενδιαφέρον που δεν κρυβότανε.
Δύο μέρες αργότερα, μετά από μια βόλτα στην παραλία, με φίλησε στην άκρη των χειλιών μου όταν αποχαιρετιστήκαμε για βράδυ.
Ένα φιλί γρήγορο αλλά όχι βιαστικό. Γλυκό σαν μέλι και μεθυστικό, όλο προσμονή.
Μα εκείνη τη στιγμή, μόλις απομακρύνθηκε η ανάσα του, μου φάνηκε τόσο απογοητευτικό. Ένας άντρας που μου άρεσε, δε με φίλησε στα χείλη στο πρώτο μας φιλί!
Τόσο αλλοπρόσαλλη είμαι πια;
Παραξενεύτηκα πολύ μα δεν τον ρώτησα ποτέ γιατί το έκανε. Βέβαια, η ανυπόμονη φύση μου έκανε έκρηξη μέσα μου αλλά συγκρατήθηκα.
Η σχέση μας κύλησε όμορφα για αρκετούς μήνες.
Είχε δικό του σπίτι κι είχα το ελεύθερο να πηγαίνω όποτε ήθελα. Στην αρχή ντρεπόμουν να μένω μαζί του τα βράδια μα μετά γίναμε αχώριστοι.
Υπάλληλοι κι οι δύο σε εμπορικά μαγαζιά, τα ωράριά μας ταίριαζαν. Σμίξαμε την άνοιξη και ήμουν τόσο χαρούμενη με αυτή την εξέλιξη που άρχισα να τραγουδάω στο πατρικό μου.
Η μητέρα μου κι ο αδερφός μου, όλοι μαζί μέναμε, χαμογελούσαν με νόημα πίσω από την πλάτη μου.
«Άντε να ξεστραβωθείς κι εσύ, ώρα να σοβαρευτείς και να κάνεις οικογένεια!», η δήλωση της μάνας μου δε με παραξένεψε.
Πρωταρχικός της στόχος μετά την επαγγελματική μου αποκατάσταση, ξεπρόβαλλε καθημερινά η δημιουργία μίας ουσιαστικής σχέσης. Μα τι βιασύνη πια;
Δε θα προλάβω να χορτάσω τον άνθρωπό μου; Μια ζωή θα τον έχω στο κεφάλι μου μετά. Η ελευθερία είναι η ύψιστη χαρά!
«Θα κάνω όταν θέλω εγώ! Προξενήτρα μου θα γίνεις; Τι όνειρο είδες πάλι;», της είπα προχθές.
Κατανοούσα την ανάγκη της να με δει σε μια επίσημη σχέση.
Ο πατέρας μου σκοτώθηκε όταν ήμουν πέντε χρονών. Χρόνια ολόκληρα πάλεψε σκληρά να μας μεγαλώσει.
Μα εγώ δεν ήθελα δεσμεύσεις. Για αυτό έδιωχνα άντρες μετά από ένα δίμηνο, έπληττα μαζί τους.
Ζήλευα τη ζωή μου όπως την είχα οριοθετήσει εγώ, με τους δικούς μου κανόνες. Μα στον έρωτα, ποιος βάζει όρια, κανόνες και στερεότυπα; Κανείς! Μόνο κάποιος που δεν τον καταλαβαίνει μάλλον.
Ο Στέλιος κατόρθωσε να με συγκινήσει από την πρώτη στιγμή. Ναι, το ομολογώ.
Λαχταρούσα το φιλί που δεν εισέπραξα εκείνο το βράδυ, στον γρήγορο αποχαιρετισμό μας.
Το βλέμμα του διείσδυσε στα μύχια της ψυχής μου, το κορμί μου άναψε και το φιλί δεν ήρθε.
Μα, εκείνο το άγγιγμα στην άκρη των χειλιών, πόσο με συγκλόνισε!
Έξι μήνες πέρασα την πιο όμορφη περίοδο της ζωής μου.
Ερωτεύτηκα σφοδρά αυτό το μελαχρινό αγόρι με το αινιγματικό χαμόγελο.
Πρόσχαρος κι ευγενικός πάντα, αν και στην αρχή δε μου γέμισε το μάτι.
Εγώ με τις αναποδιές μου και τις ιδέες μου, φυσικά.
Δεν τρόμαζε ότι κι αν του ξεφούρνιζα.
Καθώς κυλούσε ο χρόνος, ούτε στιγμή δεν μπορούσα μακριά του. Είχε τον τρόπο του να με κάνει να γελάω ενώ αυτός έδειχνε σοβαρός. Με αποκαλούσε «αχτίδα» κι εγώ χαμογελούσα κάθε φορά που το άκουγα. Κι άρχισα να κάνω όνειρα μαζί του. Ταξίδευα σε στεριές και θάλασσες με αγάπη και τρυφερότητα κι αυτόν καραβοκύρη της καρδιάς μου.
Πάντα θυμάμαι εκείνο το απόγευμα που ο ήλιος έδυε πίσω από τον ορίζοντα, βάφοντας τον ουρανό με πορτοκαλί και χρυσές αποχρώσεις. Καθόμασταν στην αγαπημένη μας παραλία, εκεί που όλα είχαν ξεκινήσει. Ο Στέλιος με κοίταξε με εκείνο το τρυφερό βλέμμα που πάντα με έκανε να λιώνω.
«Ξέρεις γιατί σε φωνάζω αχτίδα;» ρώτησε χαμογελώντας.
Έγνεψα αρνητικά με ψυχραιμία, παρόλο που καιγόμουν να μου πει.
Ήθελα να την ακούσω αυτή την απάντηση από τα χείλη του.
«Γιατί φωτίζεις τη ζωή μου ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές της…».
Έκλεισα τα μάτια και άφησα τα λόγια του να με τυλίξουν, σαν ένα χάδι ζεστό που έλειπε από τη ζωή μου τόσα χρόνια. Γιατί δίχως το αγκάλιασμα της αγάπης είσαι γυμνός. Άργησα να καταλάβω πόσο ξεροκέφαλη κι ανόητη ήμουν όλα αυτά τα χρόνια, μιας και στη ζωή χρειάζεται κάθε είδος αγάπης για να νιώσεις ολοκλήρωση και πληρότητα.
Κι όταν άνοιξα τα μάτια πλημμυρισμένη από χαρά, είχε χαθεί. Νέα δουλειά σε ξένη χώρα.
Ευκαιρία που δεν μπορούσε να την αφήσει ανεκμετάλλευτη.
Στην οικογένειά του, υπήρχαν άλλα τρία ανήλικα μικρότερα αδέρφια.
Οι μεροκαματιάρηδες γονείς του στηριζόντουσαν πάνω του.
«Για λίγο…», μου ψιθύρισε κάνοντας τη σιωπή που ακολούθησε συνένοχο στην μεγάλη πίκρα μου.
Οι μέρες έγιναν εβδομάδες και οι εβδομάδες μήνες, ώσπου κάθε σκέψη ελπίδας ξεθώριασε.
Η καρδιά μου πάγωσε, τα χέρια μου άδειασαν από ζεστασιά. Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά μου, αδιάφορη, σαν να μην είχε γίνει ποτέ τίποτα. Μόνο κύματα έβλεπα, που πίσω τους πέρα από τον ορίζοντα κρυβόταν ο καλός μου.
Μακριά μου, σε άλλη χώρα.
Μα εγώ ήξερα…
Λαχταρούσα να γυρίσει.
Ή τουλάχιστον ήλπιζα πως αυτήν τη φορά θα ήταν διαφορετικά. Πως η «Δεσποινίς ασφυξία» θα είχε ένα happy end, όπως στις ρομαντικές ταινίες. Αυτές, που μέχρι τώρα τις θεωρούσα σαχλές.
«Αχτίδα μου, θα σε περιμένω εκεί που το φως αγγίζει το νερό», αυτή η υπόσχεση ήταν η παρηγοριά μου.
Λίγες λέξεις έγιναν η δύναμή μου μέσα στην αφόρητη μοναξιά.
Η ασπίδα μου ενάντια στα πειράγματα του Μανώλη, που μου έλεγε για πολλοστή φορά πως τον έπνιξα κι αυτόν και έγινε καπνός.
Κι όταν έλαβα ξαφνικά ένα γράμμα του μ’ αυτά ακριβώς τα λόγια, χωρίς να σκεφτώ, πέταξα από τη χαρά μου.
Ανακουφίστηκα σαν να εξαρτιόταν η ζωή μου από αυτό. Ήξερα που ήθελε να βρεθούμε.
«Ραντεβού στις εννέα, στην άκρη των χειλιών», μου έγραψε.
Κι η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ακανόνιστα και παλαβά.
Ξέχασα κάθε χαζομάρα που έλεγα τόσα χρόνια. Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να αγαπούν, σας λέω! Για να ταιριάζουν και να χτίζουν οικοδομήματα. Κι ας παλέψουν με χίλιους σεισμούς και με δεκάδες καταιγίδες!
Έτρεξα.
Και όταν έφτασα στην άκρη της προβλήτας, τον είδα.
Ήθελα την αγκαλιά του, λάτρευα το σμίξιμό μας.
Μόνο αυτό μου αρκούσε για την ευτυχία μου, να είμαι η αχτίδα στο πρόσωπό του.
Ο Στέλιος στεκόταν εκεί, χαμογελώντας.
Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό κουτί. Το άνοιξε μπροστά μου αμέσως σιωπηλός, και μέσα του είδα να λάμπει ένα δαχτυλίδι.
«Δε λάμπει σαν εσένα αλλά για την περίσταση είναι αρκετό.
Θα συνεχίσεις να είσαι η αχτίδα μου για πάντα;» με ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Όχι από φόβο, όχι από λύπη αλλά από την απόλυτη, βέβαιη ευτυχία. Δε μπορούσα να μιλήσω από τη σαστιμάρα.
Βουβάθηκα από συγκίνηση.
«Ε, μη με αφήσεις για πολύ στο σκοτάδι!», μου είπε χαριτολογώντας.
«Ναι!» ψιθύρισα, κι όρμησα στην αγκαλιά του να χορτάσω τη μυρωδιά του, τα μάτια του, τα χέρια του, όλα αυτά που με έκαναν να κλαίω από χαρά.
Και αυτή τη φορά, ήξερα πως δε θα χάσω την παρτίδα.
Όλα ήταν αλλιώς, όλα κούμπωναν εφαρμοστά πάνω μας και μέσα μας. Η αγάπη μας είχε δοκιμαστεί στον χρόνο μα επιστρέφαμε ο ένας στον άλλον, σαν κύματα που σμίγουν στην ακτή. Λες και δεν πέρασε λεπτό. Και ήμασταν αποφασισμένοι για τις δικές μας τρικυμίες.
Ο Στέλιος πήρε τα χέρια μου μέσα στα δικά του, τα χείλη του χάραξαν ένα τρυφερό χαμόγελο.
Τα δάχτυλά μας πλέχτηκαν αμέσως λες και αποζητούσε το καθένα το ταίρι του.
«Δε θέλω άλλη απόσταση, άλλη αβεβαιότητα. Θέλω εμάς, μαζί, για πάντα. Θα τα καταφέρουμε, αχτίδα μου»
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, σα μελωδία που έφτανε στην κορύφωσή της.
«Και εγώ το θέλω, ήλιε μου» ψιθύρισα, αφήνοντας ένα δάκρυ χαράς να κυλήσει.
Τη στιγμή που τα χείλη του πλησίασαν τα δικά μου, τραβήχτηκα πίσω.
Μα την κατάλαβε την παιχνιδιάρικη αντίδρασή μου σαν τον κοίταξα. Με είχε μάθει πλέον. Κι αυτός με κοίταξε και ήξερε ήδη.
«Ξέρεις τι θέλω;», ψέλλισα.
«Τη γλύκα στην άκρη των χειλιών σου», μου απάντησε.
Και δίχως να χάσει στιγμή, συνέχισε το πρώτο μας φιλί, εκείνο που μου έμεινε αλησμόνητο κι έσπειρε την προσμονή και την επιθυμία. Και κράτησε όλη μας τη ζωή, η γλύκα στην άκρη των χειλιών μας!
Κι ο ήλιος έσβηνε ξανά και ξανά στον ορίζοντα κάθε δειλινό, αφήνοντας πίσω του το πιο όμορφο χρώμα — εκείνο της ανεξίτηλης αγάπης μας.
Κι απλώθηκε η πλανεύτρα σιωπή γοργά
Να τραγουδήσει για αγάπη μεγάλη
Τόσο ανυπόμονα τη λαχταρούσε απόψε
Που ψιθύρισε «σ' αγαπώ» στ' ακρογιάλι.
Ιωάννα Σταθοπούλου🌹
Μιλτιάδης Γκάγκος🌺
Comments