(Λιλή):
«Αράπη! Αράπη! Μα που ‘ναι το ζωντανό να φάει… Αράπηη! Έχει γούστο να κυνηγάει πάλι τις κότες στο χωράφι… Αλίμονό του! Τρέξε, Αννούλα μου, στο χωράφι να τον φωνάξεις, γιατί θα του το φάνε οι γάτες… Αχόρταγες κι αυτές!»
«Αράπη! Μη τις κότες! Αράπη, θα σε μαλώσει η γιαγιά! Έλα να φας!»
Ο Αράπης χοροπηδώντας και κουνώντας την ουρά του την ακλούθησε κι όρμησε με λαχτάρα στο πιάτο του. Πόσο του άρεσαν τα φαγητά της γιαγιάς, όταν του έβαζε τα περισσεύματα της κατσαρόλας…
«Αχ, το καράβι! Το καράβι!» ψιθύρισαν με λαχτάρα τα τρυφερά χειλάκια της Αννούλας. Το ένστικτό της την προειδοποίησε. Ήξερε πια καλά, ότι την ώρα που έτρωγε ο Αράπης ερχόταν και το καράβι, αυτό που θα ‘φερνε τη μαμά της…
Και με μιαν άκρατη παρόρμηση χύθηκε απ’ το πορτάκι της αυλής, πέρασε αστραπή το διάδρομο της αλτάνας, ανέβηκε τα δυο σκαλοπάτια της μεγάλης βοτσαλωτής αυλής και τροχάδην σαν ζαρκαδάκι βρέθηκε πάνω στα σκαλοπάτια της, στην άλλη άκρη της. Κι εκεί στάθηκε στητή κι αποφασισμένη να περιμένει τον πολυπόθητο ερχομό της… Με μιαν αγωνία ανάγλυφη στο ολόγλυκο τετράχρονο προσωπάκι της… Το πλοίο, στην ώρα του, με το φαγοπότι του Αράπη, έμπαινε στο λιμάνι σχίζοντας καμαρωτό τη γαλήνια θάλασσα.
«Αχ, μαμά μου» ψιθύρισε με μιαν ανομολόγητη λαχτάρα. «Αχ, μαμά μου!» επανέλαβε κι ένα δάκρυ γλυκιάς προσμονής κύλισε στο ροδαλό μαγουλάκι της. Τι εγκαρτέρηση στην παιδική ψυχούλα της!
Στο χωράφι μπροστά της, θέριευαν οι μαργαρίτες ίσαμε το μπόι της και οι κατακόκκινες παπαρούνες. Πόσο τις λάτρευε… Όσο και τη μαμά της! Πόσο της έλειπε! Το πλοίο χάθηκε απ’ τα μάτια της κι έμεινε μόνο ο καπνός του ν’ ανεβαίνει ψηλά απ’ το φουγάρο του. Τι αγωνία στη μικρή καρδούλα της! Σαν δυνατές στάλες βροχής οι χτύποι της στο τζάμι…
Η πόλη στο βάθος απλωνόταν ήσυχη, χωρίς να ακούει τους χτύπους της, χωρίς να γνωρίζει τον αγιάτρευτο καημό της. Η ώρα περνούσε… Σε λίγο το πλοίο βγήκε απ’ το λιμάνι και έφευγε πάλι παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής… Το μυαλουδάκι της προσπαθούσε να συλλάβει του χρόνου την απόσταση. Η μαμά της δεν ερχόταν… Αχ, γιατί; Μπορεί… Μπορεί, όμως, να μην βρίσκει αυτοκίνητο για να ‘ρθει… Μπορεί να ‘ρχεται με τα πόδια… Ο παππούς λέει, ότι είναι μακριά η πόλη. Τι αδημονία… Η ώρα περνούσε. Ω, άδικα και σήμερα η προσμονή της επάνω στα σκαλοπάτια. Όχι... Όχι πάλι… Ούτε και σήμερα της έφερε το πλοίο τη μαμά της…
Δάκρυα καυτά, ολόπικρα, αυλακώνουν τα σωθικά της. Ακούει βήματα. Σκουπίζει με βιάση τα ματάκια της, μα η γιαγιά έχει προλάβει. Έχει καταλάβει, γιατί εκείνη ξέρει… Αμίλητη, με υγρά μάτια, ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά της και εκεί χώνεται η Αννούλα, σαν σπουργιτάκι του χιονιά και κλαίει απαρηγόρητα. Δε μιλάει καμιά. Κλαίει και η γιαγιά, γιατί εκείνη μπορεί και μετράει την απόσταση του χρόνου και γνωρίζει το κόστος του… Δυο μαρτυρικά χρόνια είναι πολλά κι αβάσταχτα για την παιδική καρδούλα… Να γεννιέται τη νύχτα η ελπίδα της προσμονής και τη μέρα να πεθαίνει πάνω στα σκαλοπάτια. Πώς να την παρηγορήσει; Φτάνει μόνο η αγάπη της;
*****
(Εύα):
Κι αν φτάνει η αγάπη, γιατί η Αννούλα δε σταματά να προσμένει; Μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και φτάνει η ώρα που γίνεται κοτζάμ κοπέλα. Μα στο λιμάνι περιμένει μια φιγούρα που ‘χει φανταστεί. Κρατά τα μάτια ανοιχτά μέχρι και τον τελευταίο επιβάτη. Είναι βέβαιη πως θα ‘ρθει η στιγμή να την κρατήσει απ’ το χέρι μια μητρική φιγούρα. Οι δικαιολογίες τόσο του παππού όσο και της ίδιας της γιαγιάς δε φαίνεται να ‘χουν τελειωμό. Ο Αράπης, λες και ξέρει τα πάντα, δίνει τη δική του παράσταση να σιγοντάρει τα ψέματα της γιαγιάς Μαρίας. Παλεύει με τις πικρές αλήθειες της ζωής. Αχ και να ‘ξεραν τι θησαυρό είχαν... Να ‘ξεραν! Ούρλιαζε η ψυχή της γιαγιάς με πίκρα και απογοήτευση.
«Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στη ζωή των ανθρώπων…» εξομολογείται στον παπα-Γιάννη η γιαγιά Μαρία, «απ’ την αχαριστία, απ’ τον εγωισμό. Δεν υπάρχει, παπά μου. Να γίνω ακόμα πιο δυνατή, μου λες…»
Με απορίες συνέχιζε η γιαγιά την κάθε μέρα, με τον παπα-Γιάννη να της δίνει δύναμη με λόγια παρηγοριάς, τον παππού να υποφέρει απ’ τα αρθριτικά του και την Αννούλα της να φτάνει στο Γυμνάσιο, σιωπηλή, ώριμη, ευγενική. Μα το νήμα των συναισθημάτων μέσα της είχε κοπεί. Η προκυμαία δεν την περίμενε πια. Ήταν μεγάλη ώστε να τρέφεται μ’ αυταπάτες. Ξεθώριασε στα μάτια της η εικόνα της εγκατάλειψης. Δεν την ένοιαζε καν. Βαθιά μέσα της γνώριζε την αλήθεια. Όμως ήταν ήρεμη και συνετή. Θαμμένος μες στην κρυψώνα της ψυχή της ο πόνος. Έραψε τα τραύματά της, αφήνοντάς τα να κοιμούνται για όλη της τη ζωή. Στιγμές μελανές που κάλυπτε ο Αράπης… Συζητήσεις ωσάν ο καλύτερος της φίλος.
Ο δύσμοιρος παππούς, πριν αφήσει αχνές αναμνήσεις, της έδωσε την ευχή του να έχει γεια κι όχι αντάρες. Στην αγκαλιά τού μεγαλοδύναμου ήταν. Ψάχνοντας τα σύννεφα τ’ ουρανού, τον έβλεπε να της χαμογελά. Η γιαγιά Μαρία, περήφανη για την Άννα της ψυχής της, καμάρωνε την εγγόνα της... Μα η συνείδηση της ήταν καθαρή. Ξανάνιωσε για τόσα χρόνια, μέσα απ’ τη φροντίδα που πρόσφερε στ’ άδολο τούτο πλάσμα. Η ευλογία να την έχει πλάι της ως τα βαθιά γεράματα δεν άφηνε αμφιβολίες για τον τρόπο που μεγάλωσε τούτο το κορίτσι. Μια μελωδία στη φτωχή ζωή της ήταν η Αννούλα της. Αλφαβήτα καλοσύνης έπαιρνε για τη δασκάλα εγγονή της. Ναι, η δική της Άννα έγινε η ψυχή του νησιού. "Παράξενος άνθρωπος", έλεγε και παινευόταν η γιαγιά της.
Ο ουρανός απέκτησε ακόμη μια ηρωίδα, τη γλυκιά κυρα-Μαρία. Δίχως αναφιλητά η Αννούλα πια. Ακόμα και τον Αράπη, που σαν άφησε την τελευταία του πνοή, τον έθαψε χαμογελώντας του… Άναψε το καντηλάκι και χάιδεψε τη φωτογραφία του. Την κοιτούσε στα μάτια χαρούμενος. Είχε πληρώσει η γιαγιά είκοσι δραχμές στο φωτογράφο, τότε, για δώρο στα γενέθλιά της. Είχε ζητήσει, να ‘χει μία στην αγκαλιά του.
«Σ’ ευχαριστώ για την αγάπη σου, Αράπη μου. Υπήρξες στη ζωή μου ο καλύτερος φίλος…»
Η αυλή μοσχοβολούσε γεράνια, τζατζαμίνια της γιαγιάς. Η Αννούλα, διαβάζοντας σιγανά το βιβλίο της, θυμήθηκε τα τετράδια των μαθητών της που ‘πρεπε να διορθώσει.
Έκθεση "Στο χωριό με την γιαγιά"
Ξάφνου, κοίταξε τον ουρανό.
«Σ’ αγαπώ, γιαγιά μου! Χάρη σ’ εσένα έμαθα ν’ αγαπώ, να συγχωρώ, να ξεχνώ, να σέβομαι, να ‘μαι άνθρωπος!» φώναξε δυνατά, αγκαλιάζοντας τον άνεμο.
«Σ' αγαπώ, εγγονή μου! Κόρη της ψυχής μου».
Οι σταγόνες της βροχής στάλαξαν στη ζακέτα της δασκάλας. Δάκρυζε ο ουρανός…
Λιλή Βασιλάκη–Ευαγγελία Αλιβιζάτου
Το παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.
Comments