Η Μαρίνα κοίταζε το είδωλο της στο καθρέφτη.
Πέρασαν δέκα χρόνια από τη μέρα που γύρισε στο νησί. Προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της.
Γύρισε πίσω στον χρόνο, τότε που έφυγε απογοητευμένη και ντροπιασμένη από το νησί.
Έμενε Αθήνα, γνώρισε τον Αντρέα, παντρεύτηκαν και ένιωθε για πρώτη φορά ευτυχισμένη.
Μέχρι εκείνο το βράδυ που χτύπησε η πόρτα και τότε τα σωθικά της σκίστηκαν στα δύο.
Μάζεψε τα σπασμένα κομμάτια και γύρισε στο νησί που αγαπούσε από μικρή.
Η Αίγινα της φάνηκε ίδια δεν άλλαξε τίποτα, μόνο που τώρα η ίδια αισθανόταν δυνατή.
Μια παιδική φωνούλα ακούστηκε, ήταν ο μικρός Αντρέας που της μιλούσε, ήταν η ώρα του πρωινού.
Στον δρόμο για το μαγαζί θυμόταν που ήταν μικρή και τις άρεσε να κάνει βόλτες με το ποδήλατο.
Ο πατέρας της είχε ένα ζαχαροπλαστείο κοντά στο λιμάνι.
Ήρθε η ώρα να το αναλάβει εκείνη.
Από μικρό παιδί ένιωθε ότι δεν άξιζε την ευτυχία, λες και κάποιος τις άρπαζε το βάζο με το γλυκό.
Ξεκλείδωσε την πόρτα και άναψε τα φώτα, φόρεσε τον σκούφο και την ποδιά της.
Και καθώς τακτοποιούσε το μαγαζί, Στο πάνω ράφι βλέπει μια κούτα.
Έμεινε έκπληκτη. Ήταν ένα ξεχασμένο δώρο που το έφερε όταν επέστρεψε στην Αίγινα.
Το άνοιξε δειλά.
Έβγαλε μια κραυγή..
Ξετύλιξε το χαρτί και τότε...
Μια σκιά την διαπέρασε,
Μια σπασμένη τσαγιέρα...
Η σκιά έφυγε σαν άνεμος.
Comments