Κάθομαι στο ξύλινο παγκάκι, έξω από το σχολειό μου. Ο χειμωνιάτικος ήλιος ζεσταίνει το κορμί μου κάνοντας το κρύο του βουνού πιο απολαυστικό. Οι χιονισμένες βουνοκορφές του Μπέλλες, είναι ένα θαύμα της φύσης, που δεν χορταίνει το μάτι να κοιτά. Ρουφάω βαθιά την μυρωδιά του καφέ που αχνίζει από την κούπα που κρατώ. Ακούω την σιωπή της φύσης. Κλείνω τα μάτια και ανοίγοντάς τα μια θύμηση έρχεται στο νου.
Έναν παράξενο ηλικιωμένο άνθρωπο, που συνάντησα κάποια μέρα στο σταθμό των τρένων. Καθισμένος στο ξύλινο παγκάκι έμοιαζε σα να ήρθε από μια άλλη εποχή. Ντυμένος ευπρεπώς, με τους βραχίονες τεντωμένους εμπρός είχε τις δυο παλάμες στηριγμένες στην επίχρυση λαβή του ξύλινου μπαστουνιού του. Επικέντρωσε τους οφθαλμούς του πάνω μου. Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Μου έγνεψε χαμογελώντας. Τα μάτια του είχαν μια περίεργη λάμψη. Σαν να με μαγνήτισαν. Προχώρησα προς το μέρος του. Άρχισε να μου μιλά με σταθερή φωνή, που έκρυβε ωστόσο ένα βαθύ, αλλά αξιοπρεπές παράπονο.
«Θα σου πω τη σύντομη ιστορία μου. Είμαι ένας άνθρωπος μόνος ή μάλλον μοναχικός. Ξέρεις ότι η μοναχικότητά είναι επιλογή. Μην απορείς που σου μιλώ, εγώ ένας άγνωστος, αλλά ένα βλέμμα και μόνο φτάνει να αντιληφθείς με ποιον μπορείς και αξίζει να κουβεντιάσεις και να μοιραστείς τις σκέψεις και τις εμπειρίες σου. Ξέρεις τα μάτια είναι η έκφραση της ψυχής μας. Ήμουν ένας νέος πολλά υποσχόμενος, είχα όνειρα και στόχους, όπως κι εσύ. Κάνω λάθος;»
«Όχι, δεν κάνετε λάθος», απάντησα πλησιάζοντάς τον. Κάθισα δίπλα του και στρέφοντας το κεφάλι μου στα δεξιά τον παρατηρούσα καθώς έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του παλτό ένα ρολόι εποχής, κρεμασμένο σε μια επίχρυση καδένα. Άνοιξε το καπάκι, είδε την ώρα και γυρίζοντας την κεφαλή με όλο τον κορμό προς το μέρος μου άρχισε να αφηγείται:
«Υπήρξα ένας δραστήριος άνθρωπος, εργαζόμουν ασταμάτητα, ταξίδεψα σχεδόν σε όλο τον κόσμο, γνώρισα πολλούς ανθρώπους, άνδρες με ενδιαφέροντα και γυναίκες έξυπνες και πολύ όμορφες, όμως πάντα ένιωθα ένα κενό. Κάτι έλειπε ή μάλλον απουσίαζε. Αισθανόμουν ένα χέρι που αιωρούνταν, αλλά δε μ’ άγγιζε κάθε που έφτανα ψηλά. Μάτια, που με κοίταζαν, αλλά δε μου χαμογελούσαν κάθε που πληρωνόταν ένα όνειρό μου. Και τελικά μια θλίψη, που δεν μπόρεσα να φτάσω το φεγγάρι… Όχι δεν ήμουν αστροναύτης… λάτρης της ζωής ήμουν, της ζωής που έζησα με ένταση και δε το μετανιώνω. Νόμιζα πως ήμουν και θα έμενα ισχυρός και νέος. Πίστευα πως θ’ άλλαζα τον κόσμο κι έτσι ανέβαλλα τη συνάντηση με την αγάπη» είπε και με το βλέμμα του ακολούθησε την κίνηση του τρένου που αργά σταματούσε. Εκείνη τη στιγμή είδα τις ρυτίδες του προσώπου του να γίνονται πιο έντονες.
«Είχατε μια πλούσια κι ενδιαφέρουσα ζωή, δεν πρέπει να έχετε παράπονο»
«Με απορροφούσαν οι δραστηριότητές μου, η εργασία μου, το πάθος της επιτυχίας. Τα κατάφερα. Είμαι σημαντικό πρόσωπο, έχω χρήματα αλλά…»
Σηκώθηκε, στάθηκε, για μια στιγμή, ευθυτενής μπροστά μου, και, πριν αρχίσει να κατευθύνεται προς το τρένο, που σφύριζε, δηλώνοντας την αναχώρησή του, συνέχισε
«Η εργασία και η καριέρα είναι η μια μόνο πλευρά της ζωής. Η άλλη πλευρά είναι η αγάπη, ο έρωτας, το δόσιμο και το μοίρασμα. Η ζωή, αν δε μοιράζεται είναι μισή ζωή».
«Κυρία πού ταξιδεύετε; Τα μάτια σας με κοιτάζουν, αλλά δε με βλέπουν …
«Τα μάτια», ψιθύρισα στο αυτί του μαθητή μου «είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας»
«Ποιο θέμα θα συζητήσουμε σήμερα;»
Σήμερα, Νικόλα μου, θα μιλήσουμε για την αγάπη!
Μαρία Καραθανάση
....Όταν είδα τον τίτλο, σκέφτηκα ευκαιρία να αντιπαρατεθώ με την Μαρία για τη σημασία της ΑΓΑΠΗΣ, είτε σαν έννοια είτε σαν ατόφια λέξη....Αλλά διαβάζοντας το κείμενο με προσοχή, χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα μπροστά σε ένα καθρέφτη !!! Συγχαρητήρια !!! Μάντεψε ποιος ........