Πώς να δαγκώσετε την λαμαρίνα 🧡
- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

- Oct 23
- 5 min read

17η μέρα στην Κωνσταντινούπολη. Πρωί. Ομάρ με λένε. Ανήκω στους πληθυσμούς των Ελλήνων μωαμεθανών. Η οικογένειά μου, τα τελευταία έξι χρόνια, μετακόμισε στην περιοχή Πέρα, στην Κωνσταντινούπολη. Η αδερφή μου, η Σελίν, είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει στη ζωή μου. Μετά τη μάνα μου, αυτή είναι που μ’ έφερε στη ζωή. Ο Προφήτης το έλεγε ότι είναι μεγάλη ευτυχία για μια οικογένεια να έχει πρωτότοκο αγόρι, αλλά γενικά να έχει αγόρι. Όμως, χωρίς να νιώθω μειονεκτικά, εγώ θεωρώ ότι η Σελίν είναι απίστευτα πιο δυνατή, έξυπνη και όμορφη απ’ ότι ένα οποιοδήποτε αγόρι. Γι’ αυτό και την είχα πάντα πρότυπο. Ότι κι αν σκεφτόμουν, ότι κι αν έκανα, πάντα σκεφτόμουν τι θα έκανε στη θέση μου η αδερφή μου.
Τώρα ήταν στα τριάντα δύο και εγώ στα είκοσι εφτά. Όλοι μου ’λεγαν: «Μα καλά, δεν έχεις δική σου άποψη; Ζωή; Όλο για τη Σελίν μιλάς».
Μα ότι και να συνέβαινε η Σελίν ήταν πάντα η οδηγός μου σε όλες τις αποφάσεις μου. Και επειδή την είχα πρότυπο, δε μπορούσα να βρω «αντάξιά» της. Γι’ αυτό και στα είκοσι εφτά μου, ακόμα ήμουν παρθένος, και για σχέση και στο σώμα μου.
Τις μέρες αυτές στην Πόλη, βγήκα πολλές φορές. Κάποιες βραδιές, έφτασα πολύ κοντά στο να πλανηθώ σε καταστάσεις ανθρώπινης υποχονδρίασης, μόνο και μόνο επειδή σε ερωτήσεις του τύπου «αν έχω κορίτσι» απαντούσα απλά «ποτέ!». Και μετά μαντεύετε την επόμενη ερώτηση: «δηλαδή δεν έχεις κάνει ποτέ έρωτα, τουλάχιστον σεξ, είσαι παρθένος;», κι εγώ απαντούσα το ίδιο απλά: «ναι, είμαι παρθένος». Με αυτόν τον τρόπο κύλησαν οι δεκάξι από τις είκοσι πέντε μέρες που θα έμενα στην Πόλη.
17η μέρα στην Κωνσταντινούπολη. Απόγευμα.
Η μητέρα μου, Φατιμά, πάει στη θεία μου, τη Μεριάμ, κατά τις 6. Μου ζητάει να τη συνοδέψω.
-Τι να κάνω εγώ εκεί; τη ρωτάω.
-Έλα, γιατί έχω να κουβαλήσω από κει κάποια πράγματα. Μετά φεύγεις, απαντά.
-Καλά.
Πήραμε ταξί για την περιοχή Ταξίμ, στο κέντρο. Περίπου τριάντα λεπτά έχουν περάσει, αλλά η μητέρα μου δεν έχει πει λέξη. Άρχισα να ανησυχώ.
-Μήπως συμβαίνει κάτι; ρωτάω.
-Όχι, όχι, τίποτα. Δε χρειάζεται να μιλάμε συνέχεια, με καθησύχασε.
Εγώ εξακολουθώ να μένω απορημένος. Πρώτη φορά δεν έχει πει τίποτα για τόση ώρα. Ειδικά από τότε που πέθανε ο πατέρας μου, πριν έξι μήνες, ήμασταν πάντα οι τρεις μας ενωμένοι για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα. Ήταν η Τρίτη φορά που πήγα Κωνσταντινούπολη από την Κομοτηνή. Η μητέρα μου δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι που ζούσαν με τον πατέρα μου. Είχε να θυμάται πολλά. Αλλά τώρα, τους έξι μήνες, ήταν εκεί μαζί της και η Σελίν. Ενώ εγώ, την τελευταία φορά, σταμάτησα τη δουλειά μου για να βρεθώ κοντά τους. Όμως, έπρεπε να γυρίσω πίσω, για να συντηρώ και το σπίτι στην Κομοτηνή.
-Φτάσαμε! είπε ο ταξιτζής.
Κατεβήκαμε. Το σπίτι της θείας βλέπει στην κεντρική πλατεία Ταξίμ. Είναι ένα παλιό, τούρκικο αρχοντικό, δίπατο, με χαγιάτι και πολύ καλοδιατηρημένο. Η θεία Μεριάμ περίμενε στην πόρτα. Μάλλον ήθελε να δει εμένα, γιατί είχαν περάσει περίπου τρία χρόνια απ’ την τελευταία μας συνάντηση. Στο θάνατο του πατέρα μου ήταν άρρωστη για πολλές μέρες και δε βρεθήκαμε.
-Γεια σου Ομάρ.
-Γεια σου θεία Μεριάμ.
-Πώς πάει η ζωή εδώ; Περνάς καλά;
-Εε, καλά. Βγαίνω και έξω, κάθομαι και ώρες με τη μητέρα…
-Αλλά, τόσες μέρες, δεν ήρθες μόνος σου.
-Δε φεύγω απ’ τη γειτονιά‧ είναι όμορφα.
-Μπας και βρήκες καμιά μικρή;
Η μάνα μου δαγκώθηκε.
-Πού να βρει; Όλη την ώρα μαζί μου είναι, απάντησε. Μα και να βρει, θα ρωτήσει τη Σελίν, συνέχισε, έχει θέμα… αν του πει οκ η Σελίν, θα είναι όλα καλά, αλλιώς…
-Τι μου λες τώρα! απόρησε η θεία. Είναι δυνατόν, το αγόρι της οικογένειας και μόνος άντρας πια, να σκέφτεται έτσι; Τι θα πουν τριγύρω; Αν είναι δυνατόν! Κι εσύ, τι κάνεις γι’ αυτό; ξαναρώτησε η θεία.
-Εγώ… εμένα δε μ’ ακούει. Ότι θέλει κάνει. Δηλαδή τίποτα. Και η αδερφή του δε θέλει να του μιλάει γιατί την ακούει στο εκατό τοις εκατό.
-Λες και δεν είναι ο άντρας του σπιτιού.
-Τι λες θεια; πετάχτηκα. Βεβαίως και είμαι. Γι’ αυτό και ήρθα από την Κομοτηνή. Να βοηθήσω Και μη μου ξαναπείς τέτοια κουβέντα. Δε θέλω να μείνω άλλο! Ποια είναι τα πράγματα, μητέρα; ρώτησα. Δώστα μου και θα φύγω εγώ. Εσείς καθήστε όσο θέλετε, είπα και σηκώθηκα απότομα.
-Μη βιάζεσαι, περίμενε λίγα λεπτά‧ θα φέρουν τώρα τα πράγματα. Μετά φεύγεις, είπε η θεία. Πέρασαν δυο-τρία λεπτά, που μοιάζαν αιώνας! Δεν ένιωθα καθόλου φιλικά εκεί μέσα.
-Ήρθαμε! ακούστηκε μια αντρική φωνή.
-Ελάτε πάνω. Ελάτε. Έχω επισκέπτες. Άνοιξε η πόρτα του σοφά και μπήκε ένας νεαρός γύρω στα τριάντα πέντε και μία… τι μία! Μια οπτασία, γύρω στα είκοσι πέντε. Θα ήταν 1.70, όμορφα, μαύρα, κοντά μαλλιά και πράσινα μάτια. Έμεινα να τη χαζεύω.
-Περάστε, καθήστε λίγο, είπε η θεία.
-Από δω, η αδερφή μου, η Φατιμά και ο γιος της, ο Ομάρ. Και από δω, ο υπάλληλος του μαγαζιού (με ρούχα), ο Ελντέν και η αδερφή του, η Πινάρ. Σπουδάζει δασκάλα και βοηθάει πού και πού στο μαγαζί, τώρα που είναι εδώ.
-Καθήστε παιδιά, είπε η Φατιμά. Ο Αλλάχ είναι μεγάλος, συμπλήρωσε, καθώς διάβασε το ερευνητικό και σαστισμένο βλέμμα μου.
Η θεία στράφηκε σε μένα:
-Πότε γυρνάς, Ομάρ, πίσω; Μπορείς να συνοδέψεις την Πινάρ μέχρι την Ξάνθη; Σε πέντε-έξι μέρες φεύγεις;
-Ε, ναι, απάντησα. Αλλά έλεγα να φτάσω μέχρι Θεσσαλονίκη για δύο μέρες.
-Αααα, ωραία! πετάχτηκε η Πινάρ. Έχεις να μείνεις;
-Όχι ακόμα, θα βρω! Έχω κάποιους γνωστούς.
-Έλα να μείνεις στο σπίτι μας! Στη Θεσσαλονίκη ζούνε οι δικοί μου, ξαναπετάχτηκε η Πινάρ.
«Σελίν, πού είσαι;», άρχισα να επαναλαμβάνω μέσα μου, «πού είσαι Σελίν; Εσύ τι θα ’κανες; Και μου αρέσει πολύ, η Πινάρ», συνέχισα.
-Τι λες; Θα έρθεις; ξαναρώτησε.
-Ναι, θα έρθω, απάντησα… ίσως πρώτη φορά με δική μου απόφαση.
-Αααα, τι καλά, επιτέλους, να σε δουν οι δικοί μου!
-Τι εννοείς; απόρησα. Τι εννοείς «επιτέλους»;
-Οι δικοί μου έχουν ακούσει για σένα. Όμως, δεν ήθελαν να με δώσουν σε οποιονδήποτε. Έπρεπε πρώτα να σε δω εγώ από κοντά και να εκτιμήσω τη φωτογραφία που μου έδειξε η Σελίν πριν δύο εβδομάδες. Ήμουν σίγουρη για τη θετική σου γνώμη. Ήξερα ότι θα σου άρεσα‧ εμένα μου αρέσεις πολύ. Και το ότι είσαι ακόμα…
Ντράπηκα στην ιδέα, και μόνο του ακούσματος της λέξης…
-… ελεύθερος, συμπλήρωσε, και μου έκλεισε το μάτι.
«Ωχ!», σκέφτηκα, «κι άλλη Σελίν στην οικογένεια!»
-Εντάξει; ρώτησε η Πινάρ. Μα, πριν προλάβω να απαντήσω, μπήκε η Σελίν και, χαμογελώντας, είπε:
-Το ήξερα πως και για σένα υπάρχει ο κατάλληλος άνθρωπος!
-Ώστε, εσύ κρύβεσαι πίσω από όλα αυτά; είπα εκνευρισμένος. Μήπως είναι ψέματα; Μην είναι απλά μια δοκιμασία, για να διαπιστώσετε αν είμαι αληθινό αγόρι; είπα και βγήκα, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω μου.
Ομάρ! Ομάρ! φώναξε η Πινάρ… περίμενε!
Εγώ δεν περίμενα. Άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά. Πριν φτάσω στην εξώπορτα, η Πινάρ, με πρόφτασε τρέχοντας.
-Ομάρ! Ομάρ! Σ’ αγαπάω απ’ τη στιγμή που σε είδα. Κι επειδή ξέρω καιρό τη Σελίν, ήταν αδύνατον να είσαι κακός ή ανάποδος χαρακτήρας.
Και, λέγοντας αυτά, με τράβηξε κοντά της μ’ ένα φιλί. Δεν αντιστάθηκα. Το ήθελα απ’ τη στιγμή που την είδα.
-Πινάρ, ψέλλισα.
-Ομάρ, αγαπημένε, είπε. Πότε φεύγουμε;
-Μπορούμε αύριο κιόλας; ρώτησα.
-Αν είναι όλα έτοιμα, ναι, απάντησε.
-Ποια να είναι;
-Τα απαραίτητα για να γνωρίσεις τους δικούς μου.
-Δηλαδή;
-Τα ρούχα σου, τα ρούχα μου, το χαρτί με την προσευχή του αρραβώνα μας.
-Αλήθεια; θ’ αρραβωνιαστούμε; Πού;
-Εδώ και τώρα! Πατέρα και μητέρα, ελάτε! Έχω εδώ τον εκλεκτό. Ο Προφήτης μου έδειξε χθες ποιος είναι.
-Μα, τι; Στημένο μου το είχατε; Μια φορά πήρα εγώ απόφαση, νόμιζα.
-Θέλεις ή όχι; ξαναρώτησε η Πινάρ.
-Και βέβαια θέλω. Αφού μου αρέσεις πολύ, είπα. Και είσαι κι έξυπνη και με όμορφα, πράσινα μάτια. Πινάρ, σ’ αγαπώ.
-Κι εγώ, Ομάρ.
Κι έτσι, έγιναν όλα όπως τα περιέγραψα. Φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη την επόμενη μέρα. Αλλά δε μείναμε δύο μέρες. Μένουμε ακόμα, με τα δυο όμορφα παιδιά μας, τον Οντούλ και τη Ζεράχι, τα τελευταία δώδεκα χρόνια και τις τελευταίαες 17 ημέρες…
Κωνσταντίνος Καραμπερόπουλος 🍁




Comments