
Σε όλους εκείνους, που σώμα και ψυχή παγώνουν στον τραχύ χειμώνα της ζωής...
Πριν το λυκόφως
Μόλις τα μάτια της η μέρα χαμηλώσει
και πριν η δρομέας την σκυτάλη, εν λευκώ,
στην ζοφερή την νύχτα, τα πάντα, παραδώσει,
μία σκιά σερνάμενη την παίρνει καταπόδι,
το βιαστικό λυκόφως μην τύχει την προλάβει...
Ασθμαίνουσα αράζει στου πάρκου το παγκάκι
κι αλαφιασμένη πετά επάνω το δισάκι...
Όχι, δεν είναι το βάρος αυτό που την κουράζει,
αλλά, το βάρος της ψυχής που μέσα της φωλιάζει...
Λάθη που άθελα σηκώνει στους κουρασμένους ώμους.
Λάθη δικά της, ή μοναχά του φταίχτη κόσμου;
Γκρίζα ζωή, βαριά, μονότονη, συννεφιασμένη.
Κόποι και άγχη στην πλάτη κατά κόρον φορτωμένη...
Μ' απόγνωση αναλογίζεται...
Αυτούς που την οριοθέτησαν εκεί, τους βρίζει..
Την μοίρα που έχει το δικαίωμα αυτήν να την ορίζει...
Θρηνεί γιατί της στέρησαν το σπίτι, τη στοργή.
Ποτέ δεν ζήτησε πιο πάνω απ' τα απλά να έχει ...
Λίγη αγάπη, μια γωνιά, νάναι καλά ν' αντέχει !
Κουράστηκεν επαίτισσα το χέρι της να τείνει...
Την αξιοπρέπεια να πατά, την περηφάνια της να γδύνει...
Κλαίει και τώρα, πια, μονολογεί: τί ωφελεί;
και προσπαθεί να βρει στις τάβλες την βολή...
Κοιτά τ' αστέρια... πόσο απέχουν... μίλια!
Ξεχνιέται...
Η μόνη μου παρηγοριά, εσείς! Ψελλίζουνε τα χείλια...
Τα μελετά κι ακολουθεί των διαδρομών τα ίχνη.
Σε λίγο θα φανεί πανώρια κι απόψε η Σελήνη.
Πάντα την παίρνει αγκαλιά, στην ασημιά της κλίνη.
Τις μαύρες σκέψεις της η μάγισσα μαζεύει.
Λόγια ψυχής τ' αυτιά μ' απαντοχή νοθεύει...
Σαν θάρθει η αυγή, μην πτοηθείς, της λέει με συμπόνια.
Μην σε λυγίσει του κόσμου η καταφρόνια...
Μην σκύψεις το κεφάλι, μην κυρτώσεις!
Θα δεις... την ανθρωπιά και πάλι θ' ανταμώσεις!
Ψυχή μου γοργοφτέρουγη, πώς θέλεις να πετάξεις...
Απ' τα σαθρά εγκόσμια, σ' ουράνιο λίκνο να κουρνιάσεις..
Γύρω θροΐζουνε τα πεύκα... μυρίζει το ρετσίνι
κι αυτό της βγάζει εισιτήριο γραμμή για την Σελήνη.
Χείμαρρο παρηγοριάς μες στην ψυχή της χύνει...
Αναθυμιέται...
Γυρνά στα παιδικά, τ' ανέμελά , τα ανθηρά της χρόνια...
Ήτανε γέννα πεύκου, τότε, το εύρωστο κλαδί,
σαν άγγιζε με κούνια του ουρανού μπαλκόνια...
Ήταν ανέσπερο τότε της νιότης το δαδί...
Γλυκό το πισωγύρισμα, γλυκιά η διαδρομή,
το πέταγμα εκείνο στην πιο 'μορφη στιγμή...
Έτσι, σιγά-σιγά στης νιότης χωμένη τα οράματα,
γίνονται μέσα στη ψυχή, ελπίδας φως, ιάματα...
Κι έτσι γλυκά αποκοιμιέται....
Λιλή Δαφερέρα Βασιλάκη
Comments