Στης πόλης τα σκοτεινά στενά,
Χανόμαστε σ’ ένα παράλληλο σύμπαν.
Εκεί που το αδιάκριτο βλέμμα του κόσμου,
πέφτει δικαστής, γλιτώνουμε πάντα, στη νεκρή γωνία.
Εκεί φουντώνει η φλόγα που κατοικεί εντός μας και εκτονώνεται.
Μας κατατρώει, όπως το σαράκι, αργά.
Κι είναι ένας έρωτας αμαρτωλά παράτολμος,
Που αψηφά τους νόμους των ανθρώπων.
Σαν ανυπάκουο παιδί στέκει μπροστά, με πανοπλία την αγάπη.
Στης άρνησης και της θέλησης την τραμπάλα βασανίζεται.
Ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος;
Κανείς μας δεν μπορεί να πει με ειλικρίνεια.
Κι ας κρίνει ο δήθεν αναμάρτητος με ευκολία,
τα σώματα θα επιμένουν να ντύνονται την αμαρτία.
Τα βλέμματα θα συνεχίζουν να κλέβουν φιλιά κρυφά.
Εγκλωβισμένα στου χρόνου την αμμουδερή κλεψύδρα.
Οι ψίθυροι σε όρκο μεταξωτό μεταμορφώνονται.
Σαν αστραπές που σκίζουν τη νύχτα γοργά.
Ποτέ δε θα σβήσει το τρελό όνειρό μας.
Γιατί η καρδιά που αγαπά ποτέ της δεν διστάζει.
Κι ας ξέρει πως ο δρόμος σκοτάδι χαράζει.
Κάθε άγγιγμα, κάθε φιλί, θα γεννιέται στην αυγή.
Ως μια αιώνια υπόσχεση που το ρίσκο τιμάει.
Παράνομος έρωτας, μα τόσο σύννομος ερωτικός.
Σαν άνεμος άγριος και σα θηρίο ανήμερο.
Να μας θυμίζει κάθε φορά πως,
ό,τι δεν πρέπει, η ψυχή θα ποθεί,
κι ό,τι μας πεθαίνει, θα μας ζωντανεύει…
تعليقات