Μα πως ξεραίνονται γρήγορα τα σέπαλα
και πως βελάζουν γοερά οι αμνοί, στο διάβα
του πόνου...

Ένας μοναχικός άνθρωπος
με το φάντασμα τής γυμνής
σκιάς του,
περιπλανιέται στ'απόκρημνα σοκάκια που διασχίζουν τις χαράδρες της ζωής του...
Εκεί τώρα, οι πυκνοί λόγγοι
ντύνουν την ορφανή αγάπη του
Και κάθεται πάνω στο ριζιμιό βράχο για να ξαποστάσει τον κάματό του.
Ένας ξηρός βοριάς, Βαρδάρης τ' όνομά του, γητεύει τα φύλλα της καρδιάς του
Κι εκείνος σαν φθαρμένος καρπός
της ζωής
δίπλα στις στείρες φωλιές
της απόδημης Άνοιξης.
Ξάφνου νιώθει ένα ρίγος απαλό
και δονείται η ψυχή του!
Είναι που κάθισε πάνω σ 'ένα επίγραμμα λατρείας...
"Ω μαραμένο Έαρ
του αγνού λειμώνα μου
κι αν έχασα το μπόλι τής ζωής
Ο κάλυκας τού σύμπαντος
δεν άδειασε ακόμη...
Τα λεία χείλη μου υγρά
αναζητούν τα χείλη σου
για ν' αναγεννηθεί η πλάση σου
με το αντίδοτο της αγάπης.."
Comments