«Καρδιά μου! Καρδιά μου εσύ, πως μου το έκανες αυτό!».
Στο άκουσμα της φρικτής είδησης, η μάνα μας ακούστηκε σε όλο το χωριό. Λες και της ξερίζωσαν τα σωθικά, η κραυγή της έσκισε τον αέρα. Ακούγοντας τις φωνές της από το διπλανό δωμάτιο, σταμάτησα το διάβασμα μου και πετάχτηκα τρομαγμένη. Κοίταξα το ρολόι, ήταν περασμένες δύο το μεσημέρι. Τέτοια ώρα ετοίμαζα το οικογενειακό μας τραπέζι.
Πέντε νοματαίοι ζούσαμε στο σπιτικό μας. Οι γονείς μου, ο μεγάλος αδερφός μου ο Στρατής, η γιαγιά μας κι εγώ. Η χαϊδεμένη της οικογένειας. Ο Στρατής μόλις έκλεισε τα δεκαεπτά, εγώ ακόμη δεκαπέντε χρονών μα βιαζόμουν να μεγαλώσω. Με φώναζαν χαιδευτικά «Ρηνούλα», από το Ειρήνη που ήταν και το όνομα της γιαγιάς μου. Μα είχα και παρατσούκλι! Ο Στρατής κυρίως με πείραζε και με αποκαλούσε «δεσποινίς μελέτη» γιατί αγαπούσα πολύ το διάβασμα κι ήθελα να σπουδάσω φιλοσοφία. Είχα χώσει το μυαλό μου στον μαγικό κόσμο των βιβλίων. Στόχος μου απώτερος, να δείξω στην οικογένεια μου πώς είμαι κάποια που αξίζει.
Εκείνη την μέρα, αφού τελείωσα τις δουλειές μου, άνοιξα ένα βιβλίο του Ξενόπουλου. Μα δεν πρόλαβα να διαβάσω ούτε πέντε γραμμές. Ταράχτηκα τόσο από τις φωνές της μάνας, που το μυαλό μου πήγε σε κάτι πολύ κακό. Αρχές δεκαετίας του 1990, λίγοι είχαν το προνόμιο να έχουν τηλέφωνο στο σπίτι τους. Ένας από αυτούς, ήταν ο θείος μου ο Αρίστος. Αυτός ενημερώθηκε τηλεφωνικά κι έτρεξε να πει στη μάνα μου τα δυσάρεστα νέα. Ακόμη δεν ξέραμε τι είχε συμβεί.
«Ο Στρατής χτύπησε! Ο γιός σου είναι στο νοσοκομείο! Τρέξε να πάμε να τον βρούμε!».
Κεραυνός χτύπησε τη μάνα μας. Πέταξε τη ποδιά της κουζίνας και μπήκε στο αυτοκίνητο. Ίσα που την πρόλαβα, στο κεφαλόσκαλο της εισόδου του σπιτιού μας.
«Ρηνούλα, το φαγητό μας εσύ! Άντε κορίτσι μου!», η φράση της προσταγή για εμένα.
Ποτέ δεν της αντιμιλούσα. Ενέπνεε μέσα μου τον σεβασμό. Ακόμη κι αν διαφωνούσα με την άποψη της, δυσκολευόμουνα να της απαντήσω χωρίς να θεωρηθεί αγένεια εκ μέρους μου.
«Εντάξει μάνα! Μα ανησυχώ πολύ», απάντησα με δισταγμό.
«Θα γυρίσουμε γρήγορα, μη φοβάσαι. Στρώσε το τραπέζι, θα έρθει ο πατέρας σου από τα χωράφια κατάκοπος».
Ήξερα τι σήμαινε η κάθε λέξη της. Καθαρό τραπεζομάντηλο, σερβίτσια για όλους, κανάτα με δροσερό νερό και σαλάτα. Ανάλογα με το φαγητό μας, ήταν οι βασικές ετοιμασίες που έκανα κάθε μέρα πριν το γεύμα μας. Αύγουστο μήνα, τρώγαμε έξω στο μπαλκόνι μας και νοιώθαμε πως κάνουμε διακοπές στο ίδιο το νησί μας, την Ζάκυνθο. Κι ας μας έβρισκε η νύχτα αποκαμωμένους από την κούραση. Ο πατέρας κι ο Στρατής στα χωράφια, οι γυναίκες στο νοικοκυριό όλη μέρα και τα απογεύματα βοηθούσαμε στο καφενείο του θείου Αρίστου.
Δεν μπορούσα να κρατήσω ούτε ένα πιάτο στο χέρι μου από την ταραχή μου. Έτρεμα από την αγωνία μου. Έσπασα ένα ποτήρι και μάζεψα αμέσως τα γυαλιά. Ετοίμασα το τραπέζι και βάλθηκα να περιμένω μόνη μου στο άδειο σπίτι. Το καλοψημένο κοτόπουλο με τις πατάτες μοσχομύριζε. Μα εμένα ο νους μου πέταγε στον αδερφό μου.
«Τρόμαξε η ψυχή μου σαν τον είδα μέσα στα αίματα, Ρηνούλα μου. Τι συμφορά μας βρήκε», μου είπε η μητέρα μου ψύχραιμα σαν γύρισε αργά το βράδυ της ίδιας μέρας για να πάρει ρούχα κι άλλα απαραίτητα για να μείνει μαζί με τον αδερφό μου.
Θαρρείς και δολοφόνησαν την ψυχή της έμοιαζε. Λες και νέκρωσε η ζωή της μετά τη βόμβα που έπεσε στο σπίτι μας. Έμαθα τι έγινε. Ένα τροχαίο δυστύχημα, ήταν η αιτία του κακού. Ο Στρατής χτύπησε άσχημα στο κεφάλι και στη μέση ενώ δεν έφταιγε. Κάθισε κοντά είκοσι μέρες στο νοσοκομείο μας Η μάνα μου ήταν απαρηγόρητη γιατί ο Στρατής θα έμενε παράλυτος σε όλη του την ζωή. Λιγοστές οι ελπίδες για να αλλάξει αυτή η διάγνωση. Κι όταν γύρισαν στο σπίτι μας, όλα ήταν διαφορετικά πλέον.
Η μάνα έχασε το χαμόγελο της. Ο πατέρας μου, φτωχός άνθρωπος του μόχθου, δεν ήξερε από ιατρικά. Μόνο ένα πράγμα τον έπνιγε. Κι από την άλλη μέρα, που αγόρασε ένα αμαξίδιο για να κάθεται ο γιός του, θαρρείς και τρελάθηκε. Άρχισε να μουρμουράει όλη την ώρα. Για τα χωράφια, για το μαγαζί μας, για τις ελιές, για τα όνειρα που είχε να αναλάβει ο αδερφός μου τις δουλειές του μόλις μεγάλωνε. Μα όλα αυτά είχαν γκρεμιστεί πλέον. Ο φανταχτερός κόσμος που είχε σκεφτεί για τον πρωτότοκου υιό του είχε εξαφανιστεί.
«Θα έχουμε έναν σακάτη στο σπίτι μας, αυτό μου λέτε; Δεν θα περπατήσει ποτέ;», η θλίψη του τον έπνιγε σαν μονολογούσε κρυφά από όλους.
Κάθε βράδυ έπινε κρασί ως αργά το βράδυ στο καφενείο του αδερφού του.
Η νέα μας ζωή ήταν ζυμωμένη με την λύπη πλέον. Άρχισε η απομόνωσή μας από τα κοινά, ο αδερφός μου ήθελε φροντίδα καθημερινά κι αδιάλειπτα.
Η μάνα μας αφοσιώθηκε στην έννοια του. Δεν είχε χρόνο πια για εμάς.
«Κοπέλα μεγάλη είσαι, φτιάξε την ζωή σου Ρηνούλα μου! Εγώ θα μείνω με τον Στρατή μας, τον ψυχοβγάλτη μου», έλεγε συχνά με την θλίψη ριζωμένη στο βλέμμα της.
Έτσι τον αποκαλούσε. Κι ήξερα τι εννοούσε. Για μένα, ακουγόταν η πιο τρυφερή λέξη του κόσμου. Την ψυχή της, ας την θανάτωνε κάθε μέρα με τον πόνο της για τον Στρατή, δεν την ένοιαζε. Αυτή θα στεκόταν βράχος δίπλα του. Ενάντια σε κάθε φθορά. Κι ας ξημερωνόταν δακρυσμένη. Τι τα θες! Συνήθεια κι ο πόνος, όλα για τον άνθρωπο.
Η ζωή μου δεν έγινε ποτέ πια ανέμελη όπως πριν. Αντικατέστησα ύστερα από όλα αυτά τα γεγονότα το ρόλο μου στην οικογένεια. Έγινα η μάνα του αδελφού μου όταν λύγιζε η μάνα. Πατέρας και προστάτης της οικογένειας όταν βυθιζόταν στη δυστυχία του ο πατέρας και απελπιζόταν.
«Η Ρηνούλα φόρεσε παντελόνια! Έγινε άντρας και γυναίκα μαζί!», έτσι έλεγαν όλοι στο χωριό.
Δεν έπαψα ποτέ να διαβάζω φιλοσοφία. Προστάτης στον αδελφό μου έγινα φίλη της σοφίας και της ίδιας της ζωής. Δίπλα του, δίπλα στο άνθρωπο που ζούσε μέσα σε ένα πεθαμένο σώμα, έλεγα πάντα μία φράση:
«Αντέχει αυτός, αντέχω κι εγώ», κι όλη η ύπαρξη μου συγκλονιζόταν.
Επτά μήνες είχανε περάσει σαν τσακίστηκε η ζωή μας.
«Όλα τα μελλούμενα μας δοκιμάζουν κόρη μου», μου είπε η μάνα μου απόψε σαν καθίσαμε οι δύο μας να περιμένουμε τον πατέρα από το καφενείο.
Μα, ούτε κι εκείνος γύρισε το βράδυ εκείνο. Τώρα φορέσαμε και μαύρα ρούχα, να ταιριάζουν με την μαυρισμένη μας ψυχή. Ανακοπή καρδιάς το είπανε οι γιατροί, τσεκουριά στην ψυχή, ψέλλισα εγώ. Και με κόκκινα μάτια, παρηγορούσα την μάνα μου που έχασε την γη κάτω από τα πόδια της ξανά. Κι ήταν ένα βράδυ που δεν ήθελα να κλάψω άλλο μα να σπάσω το αμαξίδιο του Στρατή με τα ίδια μου τα χέρια και να τον σηκώσω να χορέψουμε μαζί. Να χορεύουμε, να γελάμε και να τραγουδάμε.
Δεν χορέψαμε ποτέ. Μόνο παλλόταν η ψυχή μας από την λαχτάρα κάθε στιγμή.
Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας κι είναι αφιερωμένο στον ήρωα της ζωής, Ιωάννη Πλέσσα από τον Άγιο Δημήτριο Ζακύνθου καθώς και στην μητέρα του Μαρία Πλέσσα και την αδερφή του Δήμητρα Πλέσσα, που είχα την τιμή να τις συναντήσω στην ζωή μου τον Αύγουστο του 2022 στο νησί τους.
Comments