top of page
Writer's pictureΜΑΡΙΛΕΝΑ ΞΥΨΙΤΗ

"Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΜΕΤΡΗΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ" ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΞΥΨΙΤΗ

Updated: Dec 5, 2024



[Της Μαριλένας Ξυψιτή]


Ο Ειρηναίος, ένας νέος συγγραφέας που είχε αναζητήσει έμπνευση σε κάθε γωνιά του κόσμου, βρέθηκε μια νύχτα μπροστά στην παλιά βιβλιοθήκη, που φαινόταν σαν να είχε παραμείνει αόρατη για όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους. Κλειδωμένη για αιώνες, η πόρτα άνοιξε μπροστά του με έναν υπόκωφο ήχο, σαν κάποιος ή κάτι να τον καλούσε μέσα.

Η βιβλιοθήκη ήταν γεμάτη από βιβλία και αρχαία χειρόγραφα που σκέπαζαν τα ράφια, με το φως από τα σπασμένα τζάμια των γοτθικών παραθύρων να ρίχνει παράξενα μοτίβα στο σκονισμένο αέρα.


Ο χώρος είχε μια επιβλητική, σχεδόν μαγευτική αίσθηση, όμως υπήρχε και κάτι ανησυχητικό στην ατμόσφαιρα. Η ησυχία που επικρατούσε έμοιαζε σαν να είχε πάψει ο χρόνος να κυλάει.

Αναζητώντας το κατάλληλο υλικό για τη νέα του ιστορία, ο Ειρηναίος πέρασε ώρες μεταξύ των ραφιών, αγγίζοντας τις σκόνες των βιβλίων, αναζητώντας εκείνα που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε μια αξιόλογη πλοκή.

Όμως, παρά τις προσπάθειές του, όλα του φαίνονταν ακατάλληλα, υπερβολικά παλιά ή άγνωστα.


Ακριβώς όταν ένιωσε ότι η αναζήτησή του ήταν μάταιη, το βλέμμα του έπεσε πάνω σε κάτι ιδιαίτερο: μια παλιά, σκουριασμένη γραφομηχανή τοποθετημένη πάνω σε μια πέτρινη επιφάνεια, δίπλα σε ένα σωρό από βιβλία γεμάτα σκόνη. Η γραφομηχανή ήταν διαφορετική από αυτές που είχε δει ποτέ του.

Τα πλήκτρα της ήταν φθαρμένα, σαν να είχαν πατηθεί εκατοντάδες φορές, αλλά η μηχανή έμοιαζε ακαταμάχητα γοητευτική.


Ξεκίνησε να γράφει.

Αρχικά με δισταγμό, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι οι λέξεις που πληκτρολογούσε σχημάτιζαν προτάσεις και φράσεις που δεν είχε ποτέ σκεφτεί.

Κάθε λέξη του φαινόταν να αναβιώνει μια ιστορία που υπήρχε ήδη, σαν οι ίδιοι οι τοίχοι της βιβλιοθήκης να μιλούσαν μέσω αυτού.

Οι λέξεις κυλούσαν αβίαστα, πιο γρήγορα από ό,τι μπορούσε να τις παρακολουθήσει.


Ξαφνικά, η ατμόσφαιρα άλλαξε.

Το φως από τα κεριά τρεμόπαιξε και οι σκιές γύρω του άρχισαν να μεγαλώνουν, να αποκτούν μορφή και κίνηση.

Ο Ειρηναίος δεν μπορούσε να καταλάβει αν το είχε φανταστεί ή αν συνέβαινε πραγματικά, αλλά σίγουρα οι σκιές απέκτησαν ζωή.

Μια φιγούρα φάνηκε να στέκεται στο βάθος του δωματίου, και ενώ στην αρχή ήταν ασαφής, σύντομα άρχισε να ξεχωρίζει. Ήταν ένα πρόσωπο χωρίς χαρακτηριστικά, μόνο μια αχνή μορφή που τον παρακολουθούσε σιωπηλά.


Η αίσθηση του Ειρηναίου ήταν ότι αυτή η φιγούρα δεν ήταν απλώς παρούσα.

Ήταν η παρουσία του φύλακα, αυτού που είχε ζήσει για αιώνες μέσα στη βιβλιοθήκη, διαφυλάσσοντας τις αμέτρητες ιστορίες που είχαν γραφτεί από τους παλιούς συγγραφείς, κρυμμένες στα ράφια. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι ο ίδιος καλούνταν να δώσει τη δική του ιστορία, την ιστορία του που δεν θα μπορούσε να τελειώσει ποτέ.


Η γραφομηχανή άρχισε να γράφει μόνη της.

Ο ήχος των πλήκτρων αντηχούσε στο θολό φως, και το χαρτί γέμιζε με λέξεις, παράξενες και ανεξήγητες.

Κάθε λέξη που εμφανιζόταν φαινόταν να αναπαριστά κάτι που δεν είχε ξαναδεί, κάτι αρχαίο και σκοτεινό. Οι λέξεις σχημάτιζαν προειδοποιήσεις: «Μην κοιτάξεις πίσω σου...»


Παραβλέποντας την προειδοποίηση, γύρισε το κεφάλι του.

Αυτό που είδε ήταν κάτι που δεν είχε φανταστεί ποτέ.

Ένα πρόσωπο, χωρίς χαρακτηριστικά, εμφανίστηκε στον καθρέφτη στον τοίχο.

Ήταν σαν να το αναγνώριζε, σαν να το είχε δει κάπου πριν.

Ένα στόμα άνοιξε, και από μέσα του βγήκε ένας ψίθυρος που γέμισε το μυαλό του Ειρηναίου με εικόνες φρίκης: δάση που καίγονταν, πόλεις που κατέρρεαν, ψυχές που φώναζαν...

Ήταν η φωνή του Φύλακα, του παλιού συγγραφέα που είχε παραδώσει την ψυχή του στη βιβλιοθήκη για πάντα.


Η γραφομηχανή σταμάτησε.

Ο Ειρηναίος αισθάνθηκε ότι είχε χαθεί μέσα στο κείμενο που δημιουργούσε, ότι δεν ήταν πια ο συγγραφέας.

Όταν κοίταξε ξανά την οθόνη, η τελευταία φράση του είχε γίνει μια παραδοχή: «Ο επόμενος συγγραφέας της κατάρας γεννήθηκε απόψε...»


Ο χρόνος φαινόταν να στέκεται ακίνητος.

Το φως από τα κεριά έσβησε εντελώς, και ο χώρος βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μόνο το αχνό φως της γραφομηχανής παρέμεινε. Οι λέξεις συνεχίζονταν και ο Ειρηναίος ένιωθε αβοήθητος καθώς το χέρι του, αδύναμο να αντισταθεί, συνέχιζε να πληκτρολογεί.

Η φωνή του Φύλακα πλησίασε και οι σκιές τον τύλιξαν σε έναν ιστό.


Όταν η γραφομηχανή σταμάτησε και το τελευταίο γράμμα αποτυπώθηκε στο χαρτί, ο Ειρηναίος συνειδητοποίησε ότι ήταν πλέον κομμάτι του κόσμου που είχε μόλις δημιουργηθεί.

Ο Φύλακας, εκείνος ο παλιός συγγραφέας, τον κατέλαβε.

Η βιβλιοθήκη ήταν το σπίτι του για πάντα.



Δεν υπήρχε πια έξοδος.

Το μόνο που απέμενε ήταν το μακρύ, αιώνιο σκοτάδι, γεμάτο ιστορίες που δεν είχαν τελειώσει ποτέ.


Comments


bottom of page