Ο πύργος˙ απ’ τα μάτια των χελιδονιών
- ΡΟΥΛΑ ΣΥΓΓΟΥΝΑ
- Sep 12, 2024
- 2 min read

To ταξίδι από την Αφρική φάνταζε ατελείωτο. Είχαν ήδη περάσει τη μεγάλη έρημο της Σαχάρας, διέσχισαν τη Μεσόγειο και το Αιγαίο. Σε λίγο θα έφταναν στο παλιό τους σπίτι. Τα χελιδόνια πάντα επιστρέφουν εκεί που έχτισαν την τελευταία τους φωλιά. Τα μικρά γυρίζουν εκεί που γεννήθηκαν. Κάποια δεν τα κατάφεραν, δεν είχαν τη δύναμη. Ως τότε δεν είχαν βρει κανένα σημείο ξεκούρασης και η έλλειψη τροφής ανάγκασε τις δυνάμεις τους να τα εγκαταλείψουν. Το σμήνος δεν είχε χρόνο για θρήνους, ούτε δυνατότητα να κουβαλήσει τα σώματα των αδικοχαμένων στη γενέτειρά τους˙ ούτε καν να τα αναζητήσουν μεσοπέλαγα. Η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, όπως και η μετάβαση στην Αφρική. Δύο φορές τον χρόνο τα ασπρόμαυρα σμήνη ταξίδευαν, κινδύνευαν… για να μείνουν ασφαλή...
Τρία χελιδόνια προπορεύονταν του σμήνους. Ιχνηλατούσαν, χαρτογραφούσαν τις καιρικές συνθήκες κι επέστρεφαν για να παρέχουν κατεύθυνση και πληροφορίες. Όπλιζαν με θάρρος και υπομονή τους υπόλοιπους ταξιδιώτες. Καθώς διέσχιζαν τ’ ασυννέφιαστα ουράνια, μετά από πολλές ώρες πτήσης, ξεχώρισαν μια φούντα πρασινάδας ανάμεσα σε μια βραχώδη αφιλόξενη οροσειρά. Ένα καλό σημείο ανάπαυσης. Τα δέντρα σήμαιναν τροφή, ίσως και λίγο νερό. Τα βουνά είχαν στρώσει ζωηρόχρωμα πρασινοκαφέ χαλιά στην απόκρημνη βουνοπλαγιά τους, που έστεκε επιβλητική, κρύβοντας πίσω τους τη θαλπωρή του ήλιου.
«Πρέπει να ενημερώσουμε τους άλλους» τερέτισαν τα χελιδόνια, «να κρατήσουν τις δυνάμεις τους, ώστε να φτάσουν ως εδώ».
Το ταξίδι επιτέλους τελείωνε. Καθώς γύριζαν με μια επιδέξια ιπτάμενη φιγούρα, για να ειδοποιήσουν, τα νεαρά χελιδόνια είδαν έναν πύργο, καρφωμένο αβέβαια στην απόκρημνη πλευρά ενός λόφου. Μια κατολίσθηση θα τον γκρέμιζε σαν να είχε φτιαχτεί από τραπουλόχαρτα. Τα χαλάσματα δεν θα θύμιζαν διόλου πώς κάποτε αυτό ήταν ένα μεγαλόπρεπο κάστρο που στο εσωτερικό του ζούσαν κάποτε ιππότες και βασιλιάδες. Οι κόκκινες σκεπές του, ξεθωριασμένες απ’ τα χρόνια και με τα σημάδια των καιρικών συνθηκών έκδηλα επάνω τους, ήταν στερεωμένες πάνω σε γκρίζους παχιούς πλίνθους. Καθώς πλησίαζαν, έβλεπαν τις ρωγμές στις πέτρες εντονότερες, τα κενά ανάμεσά τους χωρούσαν κι ολόκληρη φωλιά αν επέλεγαν να ζήσουν εκεί. Πλησίασαν περισσότερο. Το ένα από αυτά φτερούγισε ως το παραθύρι. Η περιέργεια να δει το εσωτερικό του πύργου το κέρδισε. Λίγο πριν προσγειωθεί, εντελώς ξαφνικά, ένα κορίτσι πετάχτηκε έξω. Ένα γαλαζοπράσινο φόρεμα που ταίριαζε με το μαύρο χρώμα των μαλλιών της και τα ανοιχτόχρωμα μάτια της, χόρευε γύρω από τους αστραγάλους της σε κάθε βήμα. Το πουλί απομακρύνθηκε τρομαγμένο απ’ την μικρή αυλή. Έφτασε κοντά στους φίλους του, που είχαν κρατήσει μια απόσταση. Το αεράκι έπαιζε με τις τούφες των μαλλιών της. Θαρρείς πως αν φυσούσε λίγο πιο δυνατά θα την παρέσυρε στον γκρεμό σαν φυλλαράκι φθινοπωρινό.
«Όμορφος άνθρωπος» σκέφτηκε το μικρό χελιδόνι.
Το κορίτσι άπλωσε το χέρι του απότομα για να το φτάσει. Ακροβατούσε στην άκρη της αυλής. Σχοινοβατούσε πλάι στο κενό. Το χελιδόνι θυμήθηκε, όταν άνοιξε τα φτερά του για πρώτη φορά. Όταν δοκίμαζε και το ίδιο τις δυνάμεις του. Όταν αναγκάστηκε να σταθεί σ’ αυτό, που οι άλλοι περίμεναν από εκείνο, κι ας μην ένιωθε έτοιμο ν’ αφήσει τη φωλιά του ακόμα. Πόσο φοβόταν, αλήθεια…!
«Μήπως ήταν η δική της σειρά να πρωτοπετάξει;» αναρωτήθηκε.
Τέλος
Comentarios