Ο ΠΕΥΚΟΣ
- ΛΙΛΗ ΔΑΦΕΡΕΡΑ-ΒΑΣΙΛΑΚΗ
- Feb 18
- 5 min read

Κουράστηκα" είπεν η ψυχή..."Θέλω να ξαποστάσω...
λιγάκι κάπου να σταθώ, γαλήνη να χορτάσω."
Και πήρε κάμπους και βουνά αγάπη ν' αγοράσει...
και μιαν ανθρώπινη καρδιά για συντροφιά της νάχει...
Περπάτησε σ' όμορφα χωριά, βαθύσκιωτες πλατείες,
ταξίδεψε σε θάλασσες κι έφτασε σ' άξενες πολιτείες...
Διέσχισε πολύβοους κι ερημωμένους δρόμους,
μα, δεν ήταν κείνο πούθελε, εκείνο που ζητούσε...
Πάντα κάτι έλειπε, από εκείνο που ποθούσε...
Ήθελε νάβρει μια καρδιά μ' αγάπη να κεντήσει,
γιατί με τόση απανθρωπιά, δεν μπόραγε να ζήσει...
Σε λίγο θα βράδιαζ' η ζωή κι αυτή βραδυπορούσε...
Έφτασε σ' ένα σύδενδρο και η ψυχή λιγούσε...
Απελπισμένη κάθισε σε κάποιου πεύκου την αγκάλη
κι έτσι όπως έγειρε, έγινε η σκέψη προσκεφάλι.
Και είδε ένα όνειρο, πως ήτανε παιδούλα,
σαν τότε που σκαρφάλωσε στου πεύκου την ραχούλα...
Ήτανε πεύκος νιόγεννος, πρωτόβγαλτος στη φύση...
Πόσο ωραία μύριζε... της έρχοταν μεθύσι...
Θυμάται πως αγκάλιασε τον τρυφερό κορμό του
κι ήθελε νάναι η κυρά, ν' αγγίξει το μυχό του..
Και άρχισε σιγά-σιγά να φτάσει στην κορφή του,
μα, ω, τι μαύρη απελπισιά, έσπασε το κλαδί του!
Πρέπει να πόνεσε πολύ και θύμωσε επίσης
κι όσο κλαδί του έμεινε, το 'μπηξε ατο κορμί της!
Και κείνη, πόνεσε πολύ και βούλιαξε στο κλάμα,
γατί από το μηρό της έρεε του πόνου ένα γράμμα.
Μα απ' την ένωση αυτή ξεφύτρωσεν το θάμα!
Μαζί θα πορευόμαστε, ξεφώνισαν αντάμα !
Του κόσμου θα 'μαστε αδέλφια και φίλοι καρδιακοί.
Κι από τότε έσμιξαν... Ήταν, θυμάται, ημέρα Κυριακή.
Πέρασαν μέρες κι έκλεισε του καθενός το τραύμα.
Μείναν σημάδια να θυμίζουνε πως έγινε το θάμα.
Κάθε που τέλειωνε η μέρα κι ερχόταν δειλινό,
αυτός κι αυτή εβλέπανε τον ίδιο μαβί ουρανό...
Ανέβαινε και κάθονταν στα πόδια του σιμά
και όλο ψιθυρίζανε και λέγανε πολλά...
Για κάθε λύπη που 'νιωσαν, για τη χαρά που ήλθε
και για του κόσμου τ' άδικο που τις ζωές τρυγούσε.
Ό, τι ο καθένας έβλεπε με τα δικά του μάτια,
ό, τι η ψυχή τους άγγιζε και γίνονταν κομμάτια.
Πολλά παράπονα, μα και χαρές, πολλές , επίσης.
Για όλα τα ανάποδα μα και τα στρωτά της φύσης...
Όταν τα σύννεφα δακρύζανε και κλαίγαν με καημό,
Αυτοί 'θελαν να ξεπλύνουνε τον κάθε μισεμό...
Πως όμορφα παιχνίδιζε στις φυλλωσιές η αχτίνα.
πόσο γλυκά εμύριζαν μες τις πλαγιές τα σχίνα...
Πως έμπαινε η αλεπού κρυφά μες το κοτέτσι
και πως λαλούσε ο πετεινός πρωί- πρωί πριν φέξει..
Πως χόρευαν μες στους ανθούς, άστατες πεταλούδες
και πως οι μέλισσες κυρές είναι συνάμα δούλες!
Πόσο εφάνταζε η πόλη τη νύχτα φωτισμένη,
μα, όταν είχε συννεφιά, ήτανε δακρυσμένη!
Εκείνη πάλι του 'λεγε, πως στο σχολειό περνούσε,
τα γράμματα που μάθαινε με χάρη ιστορούσε...
Για την Αθήνα και το χρυσό, του Περικλή αιώνα
και το τυρί πως φτιάχνανε, κρασί απ' αμπελώνα..
Κι έλεγε κι ιστόραγε και του μιλούσε ώρες,
για τη μικρή πατρίδα της και για τις ξένες χώρες.
Πως φάγαν όλα τα σπαρτά, στην Αίγυπτο οι ακρίδες
και τα παιχνίδια που 'παιζε με φίλους και με φίλες...
Του 'λεγε πόσο πολύ της άρεσαν όλα της τα παιχνίδια,
και πόσο πολύ αγάπαγε αρνάκια μα και γίδια.
Έτσι περνούσε ο καιρός.. Μεγάλωναν κι οι οκ δύο,
μ' αγάπη περίσσια στην καρδιά, κρίση και μεγαλείο..
Εκείνος έγινε ψηλός κι ωραίο παλληκάρι
κι αυτή κοπέλα εύμορφη, της γειτονιάς καμάρι..
Μα ήλθε πρωινό, που μόνη έπρεπε να ζήσει,
να βρει σαν όλους μια δουλειά, αν ήταν να καρπίσει..
Πόσο λυπήθηκαν κι οι δυο που έπρεπε να χωρίσουν
κι ό, τι ζήσανε μαζί, στο παρελθόν ν' αφήσουν.
Μα, δώσαν όρκο ιερό και πόνο στην καρδιά
δεν θα ξεχνούσαν ό, τι γράφτηκε με αίμα και φωτιά.
Τα χρόνια κύλισαν γοργά, αυγάτεψε η ζωή της..
Ειν' άσπρα, τώρα , τα μαλλιά και άλλαξε η μορφή της...
Εκείνος έμεινε πιστός στο πόστο να προσμένει.
Η σκέψη πίσω, συχνά πετά, ακόμα περιμένει...
Εγέρασεν κι αυτός, καμπούριασεν η ράχη!
Πως νοσταλγεί, για λίγο, τη συντροφιά της να' χει...
Κι αρχίζει να προσεύχεται, ζητά το γυρισμό της,
γιατί ποτέ δεν έπαψε να ζει με τον καημό της.
Και η ψυχή αναδεύτηκε, ξυπνά απ' το λήθαργό της.
Πόσο πολύ της άρεσε εκείνο τ όνειρό της...
Μοιάζει μ' εκείνα τα όνειρα που έκανε παιδί,
όταν στο πόδι μπήχτηκε του πεύκου το κλαδί...
Μα, τί 'ναι εκείνο που γλυκά χτυπά μες στην καρδιά της;
Νιώθει στάλες χονδρές να πέφτουν στα μαλλιά της...
Μα , όχι... είναι δάκρυα, λευκά... μυρίζουνε ρετσίνι!
Αχ, Θεέ καλέ, πώς έφτασε, στ' ονείρου της την κλίνη;
Σε κλάματα ξεσπά, φιλά το γέρικο κορμό του.
"Ο πόθος, η λαχτάρα μου με έφεραν κοντά σου!
Δεν ήξερα, πόσο η ψυχή εσένανε ποθούσε...
Όλον τον κόσμο γύριζε κι εσέ αναζητούσε!"
Κι αυτός απ' την συγκίνηση σιωπά , μένει βουβός.
Σε δάκρυα μετατρέπονται των χρόνων ο καημός.
Κι αφού ξεσπά, αρχίζει για όλα να μιλά.
Πως κύλισε ο καιρός και τι στους ώμους κουβαλά,
πως άντεξε σε μπόρες, ο κόσμος σχίστηκε στα δυο
σαν έφυγα στα ξένα κι έμεινε δένδρο ορφανό.
Δάκρυα τ' ουρανού από τις πίκρες ξέπλεναν,
τις σκόνες του καιρού, που το κορμί του βάραιναν!
Είδε ανθρώπους δυστυχείς στα πόδια του να κλαίνε
κι όλα τους τα βάσανα για ώρες να του λένε...
Πόσο τον πόναγε η ψυχή και ήταν πικραμένος,
να βοηθήσει ήθελε, μα ήταν ριζωμένος!
Συνέχεια αμφέβαλλε, τον μάσαγε η απορία,
με τόσο πολύ πολιτισμό, πλούτη, τεχνολογία ,
γιατί μες στις ψυχές να κατοικεί μεγάλη απληστία ;
Πώς δεν διαβάζουνε, δεν τους μαθαίνει η ιστορία,
πως κάθε πόλεμος φέρνει στην πλάση δυστυχία;
Πως τα παιδιά πεθαίνουνε σε χώρες πληγωμένες
και στα αρχεία μένουνε στιγμές στιγματισμένες;
"Πονώ γιατί δεν μπόρεσα, νιώθω καταραμένος,
να θέλω να δώσω τη βοήθεια και να 'μαι ριζωμένος!
Τις νύχτες μένω ξάγρυπνος, απ' τις έγνοιες δεν κοιμάμαι..."
Όσο αλλάζει ο καιρός κι οι σκέψεις μας αλλάζουν!
Ο πεύκος μου έγινε σοφός , τα λογια του πλατειάζουν!
Μ' αρέσει που δεν άλλαξε κι ειν' η καρδιά του ίδια!
Δεν μου μιλά μόνο για ομορφιά, μα για τη ζωή την ίδια..
Του λεω:" Μην πικραίνεσαι, τη μοίρα μη βαραίνεις
και την ψυχή σου άδικα, τόσο πολύ χολαίνεις...
Είναι σπουδαίο να ακούς τα όνειρα του κόσμου,
τι ο καθένας κουβαλά μες στης ψυχής τους ώμους .
Το κάθε πράγμα στη ζωή, σωστή κατέχει θέση,
έχει το ρόλο του και ελεύθερή του σκέψη.
Κι εγώ , οπως κι εσύ, ίδιες πληγές με ταλανίζουν...
Μισώ του κόσμου τ' άδικα που την ψυχή φορτίζουν!
Να ξέρεις, όσο μπορώ κι εγώ, για το καλό πασχίζω.
Μες στης καρδιάς μου το στρατί, σαν όρο το ορίζω..
... Κι εγώ, επέρασα πολλά, μα μένω φανοστάτης.
Μες στη δική μου την ψυχή, φως να σκορπά ο πλάστης!
Ποτέ μου δεν συμπόρευσα στα άδικα του κόσμου,
την ανθρωπιά έχω σαν έμβλημα, σημαία το καλό μου!
Αχ και να ξημέρωνε μια μέρα, αλλιώτικη στη γη..
Να άλλαζε ο κόσμος, να γεννηθεί απ' την αρχή! "
Πόσο γλυκά εθρόιζε, τα φύλλα του ριγούσαν
και τα παλιά μας όνειρα, τα μύχια νοσταλγούσαν...
"Είναι υπέροχο, ξεστόμισε, μοιάζει με παραμύθι...
Όσα ονειρευτήκαμε μες στις ψυχές έχουν καρπίσει...
Εσύ κι εγώ δένδρα γερά κι οι δυο μες στην ζωή!
Οι δρόμοι κι ας χωρίσανε και σχίστηκαν τα πλάτη,
ιδια τα μονοπάτια μείνανε μες στης ψυχής το χάρτη...
Κι έτσι να συνεχίσουμε... αγάπη να σκορπάμε,
γιατί χωρίς αυτήν να ζούμε , δεν φελάμε..."
Δώσαμε όρκο, πάλι, ιερό, ποτέ μην ξεχαστούμε
κι ό, τι μας δώρισε η ζωή, μ' αυτό να πορευτούμε.
Ποτέ μας να μη χάσουμε ό, τι μας ανυψώνει.
Ό, τι μας πάει στους ουρανούς, ποτέ του δεν πεθαίνει!
Λιλή Βασιλάκη
Comments