
Η ζωή είναι ένα συνονθύλευμα συμβάντων, που συχνά δεν ερμηνεύονται αλλά προκύπτουν τυχαία, όπως και η γνωριμία τους.
Η συνάντηση τους υπήρξε μοιραία, σαν να ήταν γραφτό να συμβεί.
Σαν δυο παράλληλες γραμμές που, ξαφνικά, τέμνονται, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο σημάδι η μία στην άλλη.
Κι έτσι, μέσα από την τυχαιότητα, γεννιέται μια ιστορία γεμάτη φως, σκοτάδι, και όλα τα ενδιάμεσα χρώματα.
Ο Αλέξανδρος ήταν πολιτικός μηχανικός, ένας άνθρωπος με λαμπρό μυαλό και ιδιαίτερες δεξιότητες. Εργαζόταν για χρόνια ως διευθυντής παραγωγής σε μια μεγάλη εταιρεία, μα πάντα κουβαλούσε ένα ανήσυχο πνεύμα. Μετά το διαζύγιό του, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στον γιο του, τον Πάρη, ο οποίος τώρα σπούδαζε στο Πολυτεχνείο, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του.
Όμως, βαθιά μέσα του, ο Αλέξανδρος αναζητούσε μια αλλαγή, μια διαφυγή από τη ρουτίνα της ζωής του.
Η Νεφέλη, από την άλλη, ήταν καθηγήτρια φιλολογίας και ποιήτρια. Είχε μια ευαίσθητη ψυχή και έβρισκε παρηγοριά στη γραφή και στην κόρη της, τη Δανάη, μια φοιτήτρια της Φιλοσοφικής.
Η ζωή της, αν και γεμάτη νόημα μέσα από την τέχνη, είχε κι αυτή τις δικές της μοναξιές.
Είχε χωρίσει χρόνια πριν, αλλά παρέμενε αφοσιωμένη στις μικρές χαρές που μπορούσε να της προσφέρει η καθημερινότητα.
Η γνωριμία τους ήταν απρόσμενη.
Σε μια απογευματινή διάλεξη για την τέχνη και την επιστήμη, ο Αλέξανδρος εντυπωσιάστηκε από την παρουσία της Νεφέλης.
Την παρακολουθούσε να μιλάει, να ανταλλάσει απόψεις και να υποστηρίζει με πάθος τις απόψεις της. Την πλησίασε κι, αφού της συστήθηκε, σχολίασε πως η ποίηση είναι μια τέχνη υψηλή και θαυμάζει όσους ασχολούνται μ’ αυτή. Προσπάθησε να κρατήσει τη συζήτηση γι’ αρκετή ώρα. Απολάμβανε να ακούει τη φωνή της. Χωριστήκαν, αφού αντάλλαξαν τα νούμερα των κινητών τους τηλεφώνων και τα στοιχεία των μέσων κοινωνικής τους δικτύωσης. Λίγες μέρες αργότερα, παραμονές πρωτοχρονιάς, ένα μήνυμα στο μέσετζερ και μια πρόσκληση: «Θα σε περιμένω στις εννιά το βραδάκι μπροστά στο δικαστικό μέγαρο», την γέμισε χαρά κι ενθουσιασμό. Παραξενεύτηκε με τον εαυτό της. Είχε χρόνια να αισθανθεί έτσι.
Σαν ένα ερωτευμένο κοριτσόπουλο.
Η πρώτη τους συνάντηση ήταν γεμάτη μαγεία. Θαύμασε το παράστημά του.
Ήταν ψηλός και το μακρύ μαύρο παλτό, που φορούσε, τον έκανε ιδιαίτερα εντυπωσιακό.
Πήγαν για κρασί σε ένα πολύ ωραίο ρεστοράν της πόλης, όπου η ατμόσφαιρα έσταζε ζεστασιά και κομψότητα.
Οι συζητήσεις τους ήταν σαν ένας χείμαρρος, γεμάτες βάθος και κοινή αντίληψη για τον κόσμο.
Αν και οι δύο ήταν ονειροπόλοι, οι δρόμοι τους έμοιαζαν να κινούνται σε διαφορετικές διαστάσεις. Αργότερα, κατέληξαν σε ένα μικρό μπαράκι με ελληνική λαϊκή μουσική. Τα τραγούδια, τους συγκίνησαν και τους έφεραν πιο κοντά. Τραγουδούσαν μαζί, ανταλλάσσοντας βλέμματα γεμάτα νόημα.
Εκεί, ανάμεσα στις νότες, αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί.
Ο έρωτάς τους ήταν έντονος, σχεδόν καθηλωτικός.
Ο Αλέξανδρος θαύμαζε την ευαισθησία και την ευρυμάθεια της Νεφέλης, ενώ εκείνη γοητευόταν από τη δημιουργικότητα και το αστείρευτο πάθος του.
Ένα βράδυ, πέρασαν ώρες μιλώντας για ποίηση και λογοτεχνία. Αναφέρθηκαν στον Καζαντζάκη και τον Παπαδιαμάντη, διαβάζοντας δυνατά αποσπάσματα που τους συγκινούσαν. Η κουβέντα τους κύλησε ως το ξημέρωμα, με μια κούπα καφέ στο χέρι και τα μάτια γεμάτα φλόγα.
Η πιο όμορφη και γεμάτη γοητεία νύχτα ήταν η νύχτα που χόρεψαν ένα ξεχωριστό, και για τους δύο, τραγούδι.
Το "Dance Me to the End of Love" έπαιζε απαλά, ενώ οι ίδιοι, γυμνοί από ρούχα και φόβους, παραδόθηκαν στη στιγμή.
Οι κινήσεις τους ήταν σαν στροβιλισμός, ένας χορός γεμάτος πάθος και ευαισθησία.
Ήταν μια από τις πιο ειλικρινείς στιγμές της σχέσης τους, όπου η αγάπη και η τρυφερότητα ξεπερνούσαν κάθε λέξη.
Αλλά όσο κι αν μοιράζονταν ένα βαθύ δέσιμο, η πραγματικότητα σύντομα τους διέψευσε.
Πίσω από την εργασιομανία και την επαγγελματική του επιτυχία, κρυβόταν ένας άνθρωπος που έβρισκε παρηγοριά στα τυχερά παιχνίδια. Δεν το παραδεχόταν ούτε στον εαυτό του, αλλά το πάθος του αυτό υπονόμευε την ισορροπία του, κάτι, που κάποια στιγμή, το παραδέχτηκε στη Νεφέλη.
Ο Αλέξανδρος όμως ήταν και περιπετειώδες άτομο.
Έτσι όταν δέχτηκε μια πρόταση, από μεγάλη εταιρεία, να εργαστεί στο εξωτερικό, στην Κόστα Ρίκα, για την κατασκευή ενός εργοστασίου.
Ήταν ευκαιρία και πρόκληση μαζί. Να ζήσει τη ζωή που επιθυμούσε και να απαλλαγεί από το πάθος του ίσως. Οι δρόμοι τους έτσι άλλαξαν κατεύθυνση.
Ο Αλέξανδρος δούλευε σκληρά, ταξίδευε στον κόσμο.
Πάντα της έστελνε όμορφες φωτογραφίες από τα μέρη που επισκεπτόταν.
Εκείνη έγραφε και συχνά εμπνεόταν από στιγμές του παρελθόντος κι από τις σπάνιες φωτογραφίες του. Κάποια στιγμή, ο δρόμος τους διασταυρώθηκε ξανά. Η συνάντησή τους έγινε σε μια μαγευτική τοποθεσία, με θέα που έκοβε την ανάσα. Κάθισαν σε ένα σημείο απ’ όπου φαίνονταν τα φώτα της πόλης να απλώνονται στον ορίζοντα σαν ένα πολύχρωμο χαλί. Μιλούσαν για όλα όσα είχαν χάσει, αλλά και για όλα όσα είχαν κερδίσει. Κατεβαίνοντας, τα φώτα της πόλης τους συνόδευαν, και η μαγεία της στιγμής τους έκανε να φιληθούν ξανά, σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από την πρώτη τους συνάντηση.
"Αν ζούσα εδώ, θα ήμασταν μαζί", της είπε ο Αλέξανδρος.
Η Νεφέλη χαμογέλασε.
Ήξεραν και οι δύο ότι αυτός ο κόσμος που, ίσως, είχαν φανταστεί μαζί ήταν ένα όνειρο, μακριά από την πραγματικότητα.
"Κάποτε θα έρθω να σε πάρω" της είπε. "Θα ταξιδέψουμε στον κόσμο και μ’ ένα ιστιοφόρο θα διασχίσουμε τις θάλασσες, μόνο εσύ κι εγώ". Ήταν ένας από εκείνους τους μεγάλους ονειροπόλους, που μπορούσαν να δώσουν φτερά στις λέξεις.
Αλλά και οι δύο ήξεραν ότι ο κόσμος τους ήταν πολύ διαφορετικός.
Οι δρόμοι τους χώρισαν και πάλι. Έμειναν μόνο με την ανάμνηση ενός έρωτα που, αν και δεν άντεξε τις απαιτήσεις της ζωής, τους άλλαξε για πάντα. Ήταν τόσο ίδιοι στο μυαλό, αλλά τόσο διαφορετικοί στον τρόπο ζωής.
Κι όμως, κάπου μέσα τους, είχαν ήδη ταξιδέψει μαζί σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του κόσμου, έστω και μέσα από τα όνειρά τους.
Μαρία Καραθανάση
Commentaires