Κάποτε με ρώτησαν ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου.
Θυμάμαι πως απάντησα η μοναξιά. Ένιωθα τόσο μόνη τότε.
Άργησα να καταλάβω πως ουσιαστικά δεν ήμουν ποτέ μόνη. Μπορεί να μην είχα τη συντροφιά κάποιου όταν ερωτήθηκα, αλλά είχα συντροφιά μου τα νιάτα μου, την ομορφιά μου, τους φίλους μου, την οικογένειά μου.
Αλλά αυτά τα θεωρούσα δεδομένα τότε.
Ώσπου τα χρόνια πέρασαν.
Τα νιάτα έγιναν φωτογραφίες φυλαγμένες στο άλμπουμ του νου.
Η ομορφιά απέκτησε λεπτές χαρακιές στο πρόσωπο και βαθιές στην ψυχή.
Οι φίλοι χάθηκαν ο ένας μετά τον άλλον, κάθε που ανέβαινα κι ένα σκαλοπάτι στην σκάλα του ονείρου. Και η οικογένεια άρχισε να μετρά απώλειες αγαπημένων που μου λείπουν.
Μου λείπουν κάθε που βραδιάζει. Κάθε που ξημερώνει και καθ’ όλη τη διάρκεια της αναμέτρησής μου με το χρόνο.
Κι αυτή η απουσία επισκιάζει κάθε έλλειψη.
Έλα, ρώτα με πάλι ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου.
Κι εγώ, έχοντας πληρώσει το τίμημα της επιπολαιότητας, θα σου απαντήσω το αναπόφευκτο.
Φοβάμαι αυτό που δεν μπορώ να ξέρω.
Φοβάμαι αυτό που μπορεί να μού κλέψει αναπόφευκτα τους ανθρώπους μου.
Αυτούς που είναι κομμάτια της ύπαρξής μου.
Αυτούς που μου δίνουν καρδιά και οξυγόνο.
Comments