top of page

Ο μαθητής του Λυκείου

Οι γραπτές εξετάσεις είχαν ολοκληρωθεί, ο ήλιος έκαιγε καλοκαιρινός, και βρισκόμασταν η γνωστή παρέα μέσα στην αίθουσα που είχαμε τελειώσει την Πρώτη Λυκείου, όταν τη συζήτησή μας, που εξελισσόταν σε λογομαχία, διέκοψε ένας ξαφνικός θόρυβος και μια βοή σαν να ζουζούνιζαν μελίσσια.

Μεμιάς καταλάβαμε όλοι ότι τα αποτελέσματα είχαν βγει.

Γονείς, παιδιά, γνωστά μου πρόσωπα αλλά και άγνωστα, χυμήξαμε μπροστά στην τζαμαρία του Γραφείου των Καθηγητών.

Τακτοποιήθηκε η πρώτη κόλλα στον πίνακα ανακοινώσεων, η δεύτερη, η τρίτη, δίχως το όνομα το δικό μου.

¨<<Μα είναι δυνατόν να έμεινα μετεξεταστέος για Σεπτέμβρη σε κάποιο μάθημα ; >>, αναρωτήθηκα. Μετά, βλέπω τον Λυκειάρχη προσωπικά με τα χέρια του να κολλάει άλλο ένα χαρτί κάτω από τα άλλα.

Ήταν το τελευταίο χαρτί το οποίο είχε γραμμένο στην κορυφή μόνο το όνομά μου!

Φυσικά και είχα περάσει την Πρώτη Λυκείου με υψηλή βαθμολογία.

Τι είχε γίνει; Με άλλα λόγια, είχε χρησιμοποιηθεί μία ολόκληρη κόλλα χαρτί αναφοράς  μόνο και μόνο για να συμπεριληφθεί στη στήλη των επιτυχόντων το όνομά μου!

 Αποχαιρετίστηκα με συμμαθητές και συμμαθήτριες, και πήρα τον δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι μου. Καθώς ανέβαινα την περίφημη οδό των Πεύκων του Νέου Ηρακλείου Αττικής αισθανόμενος  ευεξία και ευτυχία, βλέπω την μητέρα μου να έρχεται σπίτι, μεταφέροντας στη αγκαλιά της μια γλάστρα με φυτεμένη μια ωραιότατη, ολάνθιστη Ορτανσία.

Τα άνθη της είχαν χρώμα ροζ με πλατιά, καταπράσινα φύλλα.

Είχε χαρεί τόσο πολύ όταν της ανακοίνωσα την βαθμολογία μου, συνεχίσαμε μαζί κάποια ψώνια στη γειτονιά μας και επιστρέψαμε στην πολυκατοικία της οδού Βορείου Ηπείρου στον τρίτο όροφο όπου είχαμε ενοικιάσει ένα μεγάλο διαμέρισμα. 

Να 'μαι λοιπόν ελεύθερο πουλί! Για επτά ημέρες περίπου ξεκουραζόμουν, βυθιζόμενος στη απόλυτη απραξία και μακαριότητα που επέρχεται ύστερα από μία περίοδο κούρασης, έντασης και εκνευρισμού.

Πήγαινα στον φίλο μου τον Βασίλη, καταστρώναμε τα σχέδιά μας για το μέλλον και ονειροπολούσαμε. Διαβάζαμε ανελλιπώς το περιοδικό <<Πτήση>> όπου είχε φωτογραφίες και άρθρα γύρω από πολιτικά και πολεμικά αεροσκάφη.

Τεχνικά χαρακτηριστικά, κατασκευή, δυνατότητες και τα λοιπά.

Ενίοτε υπήρχαν και ελάχιστα βέβαια για τα πολεμικά σκάφη. Μέχρις εκείνο τον καιρό, σκεφτόμουν σοβαρά την Αεροναυπηγική, το πιλοτάρισμα πολιτικών αεροσκαφών και ακόμη περισσότερο το επάγγελμα του Καπετάνιου και τα ταξίδια με  μεγάλα πλοία των Ωκεανών. Η θάλασσα υπερίσχυε στις σκέψεις μου πάντοτε.

Όμως από εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι πήρα άλλες στροφές. Μετά  από μέρες ήλθε ο καιρός να πάρω και το καρτελάκι της βαθμολογίας μου της Α΄ Λυκείου. Μου το έδωσε ο θεολόγος μας.

"Για πες μου, Νικόλαε, ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσεις,  πού θα πας; Κλασσική ή Πρακτική Κατεύθυνση; Γιατί βλέπω ότι οι βαθμοί σου είναι ισοδύναμοι..."

 Πραγματικά, μπορεί να με γοήτευε η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και όλα τα συναφή μαθήματα, μα μου άρεσε πάρα πολύ η Γεωγραφία, η Γεωλογία, η Κοσμογραφία, τα Μαθηματικά, η Βιολογία και η Φυσική.

Χημεία όχι και τόσο, εκεί  υστερούσα. Λάτρευα ιδίως την Ευκλείδειο Γεωμετρία, την Τριγωνομετρία, το κεφάλαιο των Συναρτήσεων και των Εξισώσεων. Και τότε πήρα την απόφαση (φαίνεται πως ήταν κρυμμένο μέσα μου καλά) που είχε πάρει άλλοτε και ο Χρήστος Γιανναράς στην τότε Έκτη Γυμνασίου , να συνεχίσει δηλαδή σπουδές Κλασσικές  και όχι Πρακτικές αν και είχε ιδιαίτερη κλήση στις δεύτερες.

"Θα ακολουθήσω Κλασσική Κατεύθυνση κύριε Καθηγητά", απάντησα και ο φίλος μου ο Βασιλάκης γούρλωσε δίπλα μου τα μάτια του. 

"Αυτό πίστευα μέσα μου ότι τελικά θα έκανες. Θα διακριθείς και στις Κλασσικές σπουδές. Καλές επιτυχίες!"

Από εκείνο το καλοκαίρι, άφηνα πίσω μου για πάντα και το περιοδικό <<Πτήση>>, και το περιοδικό <<4 Τροχοί>>, και την θεωρητική Φυσική και τα Ασκησιολόγια των Μαθηματικών, και όλα γύρω γέμισαν από Άπαντα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, από Λατινικά, από Λογοτεχνία, Φιλοσοφία, Λατινικά, Ιστορία, Ψυχολογία και Θεολογία. Πάνε και τα μεγάλα λιμάνια που θα γνώριζα, πάνε και τα σκαμπανεβάσματα πάνω στα κύματα των Ωκεανών ή το πιλοτάρισμα πολιτικών αεροσκαφών!  Αφού χαιρετήσαμε τον καθηγητή μας, πήραμε τα ενδεικτικά μας και κατευθυνθήκαμε στο σπίτι του Βασίλη. Ξαφνιασμένος μου είχε πει :

"Καλά χάζεψες; Τι είπες του Θεολόγου; Μα δεν είχαμε αποφασίσει από κοινού, όταν προβιβαστούμε για την Δευτέρα Λυκείου,  να φοιτήσουμε και οι δύο στον Πρακτικό Κύκλο; "

"Δεν ξέρω ρε Βασίλη... Αυτή τη χρονιά της Πρώτης Λυκείου άρχισα να τα σκέφτομαι αλλιώς τα πράγματα. Θα βλέπω εσάς, την παρέα, όταν θα κάνουμε τα μαθήματα Κορμού και θα χωρίζουμε όταν θα έχουμε τα Επιλογής".

"Δεν ξέρω παιδάκι μου τι μύγα σε τσίμπησε....Βέβαια , υπάρχει και ένα καλό στην Κλασσική Κατεύθυνση. Θα ζεις και θα κινείσαι ανάμεσα σε γυναίκες... Στην Πρακτική Κατεύθυνση θα φοιτήσουν ελάχιστες. Όλες στην Κλασσική θα πάνε ".

"Να λοιπόν και ένα πλεονέκτημα της Κλασσικής Κατεύθυνσης και των μαθημάτων Επιλογής από την Δευτέρα Λυκείου", του απάντησα χαμογελώντας.

 Θυμάμαι λοιπόν από εκείνη την ημέρα, έχοντας και οι δύο αυτά στο νου μας, και έξω καθισμένοι στα σκαλοπάτια του σπιτιού του Βασίλη, είχαμε ανοίξει μια τρικούβερτη συζήτηση με θέμα : <<Ποιές έχουν την μεγαλύτερη σημασία και σπουδαιότητα, οι κλασσικές ή οι πρακτικές σπουδές; Ποιές από τους δυο κύκλους των κατευθύνσεων διαμορφώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου ποιοτικότερα και ποιος του προσφέρει περισσότερα;>>. Οι ρητορείες και τα επιχειρήματα έδιναν και έπαιρναν έως ότου επιστρατεύσαμε και ονόματα και γνώμες επιστημόνων. Φαίνεται πως το θέμα απέβη γενικότερου ενδιαφέροντος, αν κρίνω από το γεγονός ότι πολλοί περαστικοί και γνωστοί της γειτονιάς του Βασίλη στέκονταν να μας ακούν. Αφού τελείωσε όλη αυτή η <<σκηνή>> και είχα κρούσει από τότε το καμπανάκι του κινδύνου από τις επιπτώσεις της Τεχνολογίας στις ανθρώπινες σχέσεις πρώτιστα αλλά και στο Περιβάλλον, ανανεώσαμε το ραντεβού μας μέχρι εκείνη την πολυπόθητη ημέρα του Σεπτεμβρίου, όπου ο κολλητός μου θα ήταν <<Πρακτικός>> και εγώ <<Κλασσικός>>. 

Ο Ιούλιος έμπαινε πυρακτωμένος όταν αποφάσισα να εργαστώ σε μία Παρκετοβιοτεχνία. Το <<παρκέ>> στα διαμερίσματα των νεόκτιστων πολυκατοικιών ήταν πολύ της μόδας τότε στην Αθήνα. Δουλεύαμε μαζί με ένα συμμαθητή μου από το Δημοτικό Σχολείο που είχα χρόνια να τον δω, τον Παναγιώτη, ο οποίος όμως θα έφευγε από την δουλειά μετά από 7-8 ημέρες λόγω τεμπελιάς. Μαζί μας δούλευε και ένας γερο-γκρινιάρης μεγάλης ηλικίας που είχε ήδη συνταξιοδοτηθεί και που τα καλοκαίρια συμπλήρωνε τα εισοδήματά του από την Παρκετοβιοτεχνία. Η δουλειά ήταν δύσκολη, ιδίως όταν <<τάιζα>> την Υψικάμινο με ροκανίδια και φούντωναν οι φλόγες. Η θερμότητα διοχετευόταν σε τεράστιες αποθήκες όπου φυλάσσονταν η ξυλεία για να στεγνώσει από την υγρασία το ξύλο αλλά  και για να πεθάνουν οι μικροοργανισμοί. Στις 12 το μεσημέρι κάναμε διάλειμμα για φαγητό. Η μητέρα μου ετοίμαζε ένα μικρό γεύμα σε ταπεράκι όπου το έπαιρνα μαζί μου νωρίς το πρωί και το έτρωγα μαζί με τους άλλους λιγοστούς και προχωρημένης ηλικίας εργάτες σε ένα χώρο που βρισκόταν πίσω από το εργοστάσιο, κάτω από δύο πανύψηλα πεύκα που ένωναν τα κλαδιά τους και χάριζαν στον τόπο ίσκιο. Ωστόσο,  ξημέρωσε η ημέρα που θα κουραζόμασταν υπερβολικά. Κατά τις 11:50  και ενώ ετοιμαζόμασταν σιγά σιγά να κάνουμε το διάλειμμα για ανάπαυση και φαγητό, αφίχθη μία πελώρια νταλίκα την οποία έπρεπε να γεμίσουμε με παρκέτα κάθε μεγέθους, κορμούς δέντρων και ξυλείας. Πρώτα πρώτα, λοιπόν, όλο αυτό το τεράστιο υλικό μεταφέρθηκε πλησίον του φορτηγού και στη συνέχεια αρχίσαμε να φορτώνουμε την ξυλεία. Το βάρος τους άρχιζε από 5 κιλά, ενώ υπήρχαν κομμάτια που ζύγιζαν μέχρι 60 κιλά. Η εργασία συνεχιζόταν ασταμάτητα μέχρι εξαντλήσεως και θυμάμαι ζωηρά ιδίως τους ηλικιωμένους να μην μπορούν να πάρουν τα πόδια τους στην κυριολεξία.

 Αρχές Αυγούστου θα έφευγα για τις καλοκαιρινές διακοπές μου στην Πάτρα. Όταν όμως άρχισα να ξεκουράζομαι από την δουλειά, ένας δυνατός πόνος έκανε αισθητή την εμφάνισή του ιδιαίτερα όταν έκανα απότομες κινήσεις, και μία συνεχής ενόχληση στη μέση. Θα πρέπει να ήταν από εκείνη την ημέρα που είχα σηκώσει τα μεγάλα βάρη στην Παρκετοβιοτεχνία  φορτώνοντας την νταλίκα. Σαν κολυμπούσα στη θάλασσα ο πόνος ελάττωνε αισθητά, ευτυχώς όμως μετά από κάμποσες ημέρες περαιτέρω ανάπαυσης, ο πόνος στη μέση είχε φύγει οριστικά.

 Τα απογεύματα πήγαινα στο σπίτι της θείας μου της Μαρίας με τον πολύ ίσκιο και την δροσιά. Δύο πελώριες λεμονιές αρωμάτιζαν τον τόπο σκορπίζοντας την δροσιά τους ενώ παραδίπλα υψώνονταν αμυγδαλιές και πολλές παλαιές συκιές που τις πρόλαβα έτσι τεράστιες από τότε που ήμουν νήπιο. Τώρα, πρόσθεσε το άρωμα του δυόσμου και βασιλικού, το γάργαρο νερό να τρέχει και να ποτίζει όλη αυτή την έκταση, τα τζιτζίκια που λαλούσαν ασταμάτητα το απομεσήμερο ή τις πρώτες ώρες του απογεύματος, καθώς και το γλυκό κελάηδημα των πουλιών ή το παραπονεμένο κελάηδημα του Γκιώνη τις νύκτες, για να καταλάβεις κάτι από την ομορφιά του τοπίου, και την γαλήνη που έβρισκες σε αυτό. Πραγματικά, ήμουν τυχερός που το πατρικό μου σπίτι και ακόμη περισσότερο των θείων μου και της γιαγιάς μου δεν βρισκόταν στο κέντρο της πολύβουης πόλης αλλά ψηλά στον φουντωμένο τότε της περιοχής μικρό υψόμετρο που βρίσκεται πάνω από την περιοχή του στρατοπέδου των <<Συνόρων>>.

 Όταν πλησίαζε η νύκτα και ο ήλιος βύθιζε πρώτα τις ακτίνες στον Πατραϊκό Κόλπο, τότε στην Παγώνα και στην Αρόη τα ψηλότερα σημεία των Πατρών, έβγαινε το ολόγιομο φεγγαράκι και ένα αεράκι κατηφόριζε από τα δάση ευκαλύπτων και πεύκων της περιοχής του Γηροκομειού. Το φεγγάρι άνοιγε τη σκηνή απ’ όπου έβγαιναν ένα-ένα τα αστέρια μικρά αλλά ευδιάκριτα και λαμπερά σαν ρουμπίνια και σκορπισμένα στο στερέωμα λες και τα τίναξε κάποιο χέρι και είχαν πέσει έτσι ανάκατα. Τότε το φεγγάρι με τη λαμπρή κιτρινάδα του έβαφε γύρω όλο το τοπίο. Τότε από τη γριά καρυδιά και τις τρύπες που είχε αφήσει ο χρόνος πάνω της, έβγαιναν νυχτερίδες που ακούγονταν καθώς πετούσαν όλες μαζί κοπαδιαστά με ένα θρόισμα όμοιο με αυτό που γίνεται όταν μία ξαφνική πνοή του αέρα, κάνει τις κουρτίνες να ανεμίζουν. Τότε έβγαινε και ο Κούκος που με το μονότονο ξεφωνητό του διέκοπτε τη γαλήνη της βραδιάς, και ο Γκιώνης που έσερνε μαζί του ένα παραπονιάρικο κλαψούρισμα.

Το κελάηδημα του Γκιώνη έφερνε μία μικρή θλίψη στην καρδιά μου, όμως, παρά ταύτα, το αγαπούσα αυτό το πουλί. Μικρό παιδί σαν ήμουν ήθελα να τον δω μέσα στο σκοτάδι—πράγμα δύσκολο. Η γιαγιά μου η κυρά Βασιλική, έλεγε πως αν αντιληφθεί κάποιον ενοχλητικό, φεύγει με ένα ξεδίπλωμα των φτερών του, και εγώ στενοχωριόμουν που δεν το συναντούσα όπως ακριβώς θα στενοχωριόμουν για ένα φίλο μου που μένει πολύ μακριά από εμένα και δεν μπορώ να τον βλέπω τακτικά.

Ωστόσο, όταν έγινα μαθητής Λυκείου, κατάφερα να δω τον θλιμμένο φίλο μου να κελαηδάει με ρυθμό τον ίδιο πάντα μοναχικό σκοπό στις κορφές των δέντρων κάτω από το πλούσιο φως του φεγγαριού τις  προχωρημένες νύχτες με Πανσέληνο. Όταν το πουλί έλεγε το τραγούδι του και ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, γρήγορα με νανούριζε χωρίς σχεδόν να το καταλάβω. Όταν πάλι από νωρίς καθόμουν στα σκαλοπάτια της αυλής, με βύθιζε σε σκέψεις και ονειροπολήματα. Φανταζόμουν τότε λέει πως ο Γκιώνης ήταν κάποτε κι αυτός τα παλιά τα χρόνια άνθρωπος, μικρό πριγκιπόπουλο, καλόκαρδο και όμορφο, που από φθόνο και ζήλια μια κακιά μάγισσα του δάσους το είχε μεταμορφώσει σε πουλί, και από τότε αυτό βγαίνει τις νύχτες μοναχικό, έρημο, θυμάται την προηγούμενή του ζωή, το συνεπαίρνει η θλίψη, και αρχίζει το παραπονιάρικο, μονότονο κελάηδημά του…..

Opmerkingen


bottom of page