
Ζούσε σε ένα μικρό υπόγειο επί της οδού Κανακάρη.
Μπορεί να ήταν μικρό και παλιό, αλλά ήταν πάντα καθαρό και περιποιημένο.
Ξεχώριζε από τα υπόλοιπα διαμερίσματα της πενταόροφης πολυκατοικίας, μιας και ήταν πνιγμένο από φυτά και πάντα ανθισμένα λουλούδια. Τα λάτρευε. Σαν παιδιά του τα είχε.
Τα πότιζε, τα φρόντιζε και τους μιλούσε.
Τους τραγουδούσε κιόλας.
Τον άκουγα κάθε απόγευμα να σκορπάει χαρούμενες νότες ευφορίας.
Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος
ο κυρ Λάμπρος.
Άκακος και πάντα χαμογελαστός.
Με φώναζε κάθε πρωί να πιούμε καφέ και με κερνούσε λουκούμια ή παξιμάδια που τα έβγαζε μέσα από ένα μπλε κουτί μπισκότων.
Όμοιο με εκείνο της γιαγιάς μου
που έβαζε τα ραφτικά της.
Μου έλεγε για τη ζωή του και τις περιπέτειες του με το καΐκι του. Πόσο μόνος ένιωθε χωρίς αυτό, τώρα που ήταν ενενήντα. Δεν είχε οικογένεια βλέπεις. Εκείνο ήταν το σπίτι του.
Όχι αυτό το σκοτεινό υπόγειο με τα κλειστά παντζούρια και τις δεκάδες γλάστρες.
Ακόμα τις ποτίζω κάθε απόγευμα μέχρι να έρθει νέος ενοικιαστής.
Και τους μιλάω και τους τραγουδάω όπως συνήθιζε εκείνος.
Ακόμα τον ακούω να με φωνάζει να πιούμε καφέ και περιμένω να ακούσω τις ιστορίες του.
Παρόλο που έχουν περάσει έξι μήνες από το τελευταίο του ταξίδι, τον νιώθω δίπλα μου σα να είναι χθες. Άτιμο πράγμα η συνήθεια
Άτιμο πράγμα η ζωή…
Τον βρήκαν παγωμένο στο κρεβάτι του, με λαβωμένη καρδιά από το τίμημα του χρόνου.
Κοιτούσε το άπειρο και χαμογελούσε όπως πάντα.
Θυμήθηκα που τον είχα ρωτήσει κάποτε πως γίνεται να έχει κανείς χαμόγελο διαρκείας και μου είπε με μία απλότητα πως ήταν κάτι φυσικό και έμφυτο.
Όπως η πνοή της ζωής που φυσάει μέσα από τα στήθια μας, αρκεί να την εκπνεύσεις.
Opmerkingen