Ο Γέρος
Είδα ένα γέρο εχθές αργά
σκυφτό, χαμένο να περπατά.
Θαρρείς και ήταν η Κατοχή,
κι ' αυτός φοβόταν μην προδωθεί.
Κινούσε, πήγαινε σκυφτός πολύ,
κι ' ο κόσμος γύρω του αδιαφορεί.
Κι ' αυτός σκεφτότανε λακωνικά :
--Γιατί πολέμησα ; Για όλα αυτά ;
Γιατί περπάτησα μέσα στα χιόνια ;
Γιατί δεν άκουσα κι ' εγώ τα αϊδόνια
Γιατί ' δα αίμα γύρω πηχτό ;
Γιατί κυλίστηκα με τον εχθρό ;
Είδα τον χάρο μπροστά στην τάπια,
άκουσα βόγγους, έκλεισα μάτια.
Έπεσα, χτύπησα σαν λαβωμένο
πουλί αιχμάλωτο και τσακισμένο.
Πέρασα πείνες, ένιωσα πόνο,
σκληρά αγωνίστηκα, έχασα χρόνο.
Διαβήκανε Άνοιξες και Καλοκαίρια,
ράγισαν, έσπασαν τα δυο μου χέρια.
Γιατί υπέμεινα τόσες θυσίες ;
Γιατί εβάσταξα στις κακουχίες ;
Για να πληθαίνουν τώρα ξανά,
ο πλούτος, η φτώχια κι' η απονιά ;
Για να σκληραίνουν ξανά οι
ανθρώποι,
και για να χάνονται όλοι οι κόποι ;
Για να πεθαίνουν παιδιά απ' την πείνα,
και να ηχεί απαίσια του τρόμου η σειρήνα ;
Comments