Κοντεύουν να τελειώσουνε και τούτες οι γιορτές.
Κυλήσαν με ακρίβεια... στο χρόνο τους σωστές!
Θ' αρχίσει το ξεστόλισμα των δένδρων απ' τα παιχνίδια...
Κάθε χρονιά τα ίδια, και φέτος όλα ίδια!...
Γιρλάντες, φώτα, αστέρια, ο Ιωσήφ, οι αγγέλοι,
κεριά αναμμένα στη σειρά και ο βοσκός που ψάλλει.
Θα μπουν ξανά με προσοχή σε ράφια και σε κούτες,
χωρίς μηλιά, παράπονο κι οι όμορφες οι κούκλες ...
Αχόρταγοι και άπληστοι φρακάρανε οι πάγκοι...
Τάχα, τί δώρα φέρανε και οι τρανοί μας μάγοι;
Ήταν χαρμόσυνες γιορτές;
τί μήνυμα αφήκαν;
ή έτσι άδοξα ίσαμε το Χριστό διαβήκαν;
Στάλαξε δάκρυ ανθρώπινο μες στην ψυχή βαθιά,
γέμισε αγάπη, έλεος τ' ανθρώπου ή καρδιά;
Ναιιιι!!
Είχε κι ο άστεγος δένδρο στο κέντρο στην πλατεία !!
Πως φάνταζε τα βράδια, ήτανε πανδαισία!
Φώτα, χαρά, φωνές πολλές γύρω στα θεωρεία...
Πως ξέχασαν οι άνθρωποι την κάθε αδικία!
Όχι, παράπονο ουδέν κι αυτός μέσα στο χιόνι !
Πουλούσε την πραμάτεια του, τη γύμνια σε κασόνι...!
Είχε δικό του "μαγαζί", όλο δικό του στέκι!
Και ζεστασιά; στ' απέναντι παράθυρο να φέγγει,
ειρωνική κι αγέρωχη με άνεση του γνέφει...
Αυτός δεν έχει ανάγκη πια, πουλά η εμφάνιση του,
ολημερίς στο πόστο του, πιστός στη δούλεψή του.
Περνά ο κόσμος ελεεί , μιλά για ευλογία ,
τον οβολό του δίνοντας στον άθλιο στη γωνία...
Οχι,
"παράπονο ουδέν ", μονολογεί :"αχ δε βαριέσαι...
μη χολοσκάς και μέσα σου ανηλεώς χτυπιέσαι...
καλή κι η φτώχεια μου, τί θέλω εγώ τα πλούτη;
γιατί η μοίρα το ήθελε κι όχι η ζωή ετούτη;"
Σκύβει μες τα κουρέλια του, το άλλοθι να βρει.
Μέρα χαράς δεν μπόρεσε για κείνονε να 'ρθει...
Κι αναλογίζεται...
" Δεν έχω ΕΝΦΙΑ, νερό, χαράτσια και μπελάδες...
μου φτάνουνε τα βάσανα που κουβαλώ αράδες.
Τί να τα κάνω όλα αυτά;
Περίσσιες οι ανέσεις!
Όλες ζητούν αντάλλαγμα, βαριές οι υποχρεώσεις!
Σκέψου, παιδιά, σχολειά, ενοίκια, δώρα, φως!"
Μες το μυαλό σαστίζει, γεννιέται ένας χαμός!
Αλλά, τον παίρνει το παράπονο κι αλλάζει το σκοπό ..
"Πως θα 'θελα να' χα φίλο, εν' αδελφό κι εγώ πιστό ...
Όμως, δε είναι άδικο τριγύρω τόσος κόσμος,
κι εγώ να νιώθω μοναξιά, να νιώθω τόσο μόνος...
Δεν ήθελα πολλά, να, λιγάκι να μιλάω
κι ένα βιολί την ομορφιά μ' αγάπη να σκορπάω...
Λίγο κρασί, ένα φίλο, μία καλή παρέα...
θα μου 'ταν τούτα αρκετά για να περνώ ωραία...
Μα έλα που η ζωή μου φέρθηκε μοιραία
και μου 'δωσε την απονιά ενέχυρο παρέα..."
Κοιτά ψηλά στο ουρανό που του μιλά μ' απαντοχή:
Φίλος μοναδικός μες στην πολύβουη σιωπή...
-Αντε, κοιμήσου τώρα και μέτρησε τ' αστέρια,
Ίσως σου απλωθούν ως το πρωί δύο αγάπης χέρια...
Μπορεί να γίνει στ' όνειρο η φτώχεια λησμονιά.
Ντύσου μ' ελπίδα, πίστεψε, πιστά να καρτεράς
το νιο παιδί που έρχεται το λένε ανθρωπιά
και σα μικρό παιδί αγάπης δώρα κουβαλά...!
"Τώρα παιδί αγνό, μετά θε να το λένε Απονιά!"
Του λέει με λυγμό, τριγμός μες στην ψυχή περίσσια,
Κι ο ερχομός του, του κεντά νέα ρωγμή στα στήθεια... !
Коментарі