top of page

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΩ

Η χιονόπτωση σκέπαζε τα πάντα με τη λευκή της σιωπή.

Ο Φίλιππος και η Λίζα στέκονταν στην παλιά γέφυρα, εκεί όπου κάποτε οι ερωτευμένοι κρεμούσαν λουκέτα, ελπίζοντας σε αιώνια αγάπη.

Το κρύο τρυπούσε τα χέρια τους, αλλά δεν τους ένοιαζε.

Το μόνο που είχε σημασία ήταν το βλέμμα τους ένα βλέμμα γεμάτο λέξεις που δεν χρειάζονταν να ειπωθούν.


"Αν φύγεις τώρα, θα είναι σαν να σβήνει η στιγμή", είπε εκείνος, η φωνή του σπασμένη, σχεδόν σαν ψίθυρος που πάλευε με τον άνεμο.


Η Λίζα τον κοίταξε, τα μάτια της γεμάτα από όλα εκείνα που είχαν περάσει και όσα δεν είχαν προλάβει να ζήσουν. "Δεν θέλω να φύγω", παραδέχτηκε. "Αλλά πώς μπορώ να ρισκάρω;"


Ο Φίλιππος έκανε ένα βήμα πιο κοντά. "Αν δεν ρισκάρουμε, θα μείνουμε για πάντα δύο σκιές σε μια φωτογραφία. Πρέπει να τολμήσουμε να ζήσουμε μαζί"


Η Λίζα ένιωσε τον παλμό της να ανεβαίνει, σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο, για πρώτη φορά, οι φόβοι της φαίνονταν μικροί μπροστά σε αυτό που κρατούσε στα χέρια της.

Χωρίς άλλη σκέψη, τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον φίλησε.

Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, κρύο και απαλό, αλλά εκείνοι δεν το ένιωθαν.


"Δεν υπάρχει άλλη ζωή για μένα αν δεν είσαι μέσα σε αυτή", είπε, το πρόσωπο της φωτισμένο από μια σπάνια βεβαιότητα.


"Θα βρούμε τον δρόμο μας", απάντησε εκείνος, σφίγγοντας την πιο δυνατά.


Το χιόνι που έπεφτε εκείνη τη μέρα δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή.

Η φωτογραφία που κάποιος απαθανάτισε δεν ήταν μια ανάμνηση χαμένη στο χρόνο, αλλά μια υπενθύμιση ότι όταν δύο άνθρωποι απαφασίζουν να μείνουν μαζί, ακόμη και το πιο παγωμένο τοπίο μπορεί να ζεσταθεί.


Σούλα Μπινετοπούλου

Comments


bottom of page