top of page

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ


Λιάνα Πουρνάρα 🌹
Λιάνα Πουρνάρα 🌹

Αύγουστο μήνα κατακαλόκαιρο, στην πεζούλα της αυλής, τρεις γυναίκες στη σειρά, αναζητάνε δροσιά και χαζεύουν τα αστέρια.

Το βράδυ, που σκοτεινιάζει ο ουρανός ανάβει τα φαναράκια του και σκορπίζει τους φόβους μας, ενώ στη σκοτεινιά αποσκεπάζει τις ελπίδες και τα ένοχα μυστικά μας.

Η γιαγιά στυλώνει το βλέμμα στον ουρανό και ψάχνει επίμονα ανάμεσα στα αστέρια το σύντροφο και αφέντη της, δύο παιδιά που της θέρισε πρόωρα ο χάρος, γειτόνους που αποχαιρέτησε νωρίς, και χαρές, που έθαψε για πάντα.

Παραμεγάλωσα μονολογεί,δεν με κρατάν τα πόδια μου καιρός να πάρω δρόμο .

Η μάνα αναστενάζει βαθιά και νιώθει μία ασήκωτη μυλόπετρα να της βαραίνει το στήθος.

Μπροστά είναι όλα τα δύσκολα σκέφτεται, έχω παιδιά να σπουδάσω, παιδιά να παντρέψω, παιδιά να νοιαστώ, δε μου φτάνει η μέρα να τρέχω.

Η κόρη λυγερόκορμη, με μάτια ονειροπόλα και χείλη υγρά, ονειρεύεται την αγάπη. Να είναι όμορφος, να είναι καλός, να έχει ζεστή καρδιά και μεγάλη αγκαλιά, να χωρέσει τη λαχτάρα μου για ζωή έρωτα και αγάπη.

Δύσκολα χρόνια δίσεκτα μονολογεί η γιαγιά, τρέχαμε όλημερίς πίσω από τη φτώχεια και δεν προλαβαίναμε τις ανάγκες και σπρώχναμε τη ζωή σαν βαρυφορτωμένο κάρο.

Δύσκολα χρόνια δίσεκτα, μας ορίζανε οι καιροί, μας σακάτεψε το αγκομαχητό της επιβίωσης, και η ανέχεια ρήμαξε τα νιάτα μας και λεηλάτησε τη ζωή μας.

Ευτυχώς, που ξεφύγαμε από τα χειρότερα, σκέφτεται η μάνα, που λακίσαμε από τις καπνόριζες,που γλιτώσαμε από τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη και ζήσαμε σαν άνθρωποι στις πόλεις.

Αλλά και εδώ στασό δεν έχουμε, το τσιμέντο μας κρύβει τον ουρανό και μας κόβει την ανάσα,χάσαμε τις αλάνες, τους κήπους και τα πουλιά ,τις γειτονιές με το γιασεμί και το αγιόκλημα και τα σωθικά μας μυρίζουν βενζίνη και καυσαέριο.

Χάσαμε και τους φίλους, στις πόλεις οι άνθρωποι τρέχουν ολημερίς, δεν μιλούνται, δεν χαιρετιούνται, βουλιάζουν στη μοναξιά μέσα στο πλήθος, και ανάμεσα στους πολλούς βαραίνει πάντα το μόνος.

Η μικρή ψαχουλεύει τον ουρανό, αφήνει ελεύθερο το όνειρο στα σοκάκια του, και αρμέγει φως και ζωή από τα αστέρια.

Μεταμεσονύχτιος απολογισμός από τρεις γενιές στην πεζούλα.

Μια βαλίτσα απογοήτευση κουβαλάνε και οι τρεις.

Διαπίστωση, οι συνθήκες μαςορίζουν και η ζωή δίνει μία και μοναδική ευκαιρία να τσακώσουμε την ευτυχία.

Αν ξαναζούσα από την αρχή σκέφτεται η γιαγιά, θα είχα σίγουρα φύγει με εκείνο τον νεαρό που έλιωνα στα φιλιά του και δεν θα υπολόγιζα τις απειλές των γονιών μου και το σκάνδαλο, τουλάχιστον θα είχα δώσει στη ζωή μου μία ευκαιρία.

Αν ξαναζούσα από την αρχή, σκεφτόταν η μάνα, δεν θα ήμουν τόσο αγχωτική και τελειομανής, θα πήγαινα τα παιδιά στη θάλασσα τα Σαββατοκύριακα αντί να κάνω φασίνα και επαναλήψεις στα σχολικά μαθήματα, θα τρέχαμε ξυπόλητοι στην άμμο και μετά θα απολάμβανα μια παγωμένη μπύρα στην αγκαλιά του καλού μου.

Αν ξαναζούσα από την αρχή δεν θα δολοφονούσα τις κυριακές μου δεν θα φαρμάκωνα στην ένταση της σχέση μας και θα άφηνα ελεύθερα τα παιδιά να ανασάνουν και να ταξιδέψουν στο όνειρο της παιδικότητας.

Εγώ ,σκεφτόταν με έπαρση η μικρή, δεν πρόκειται να γεράσω πριν την ώρα μου ,να σέρνω τη ζωή μου σαν κάρο στον ανήφορο, δεν πρόκειται να καταντήσω σαν τη γιαγιά και κυρίως σαν τη μάνα μου, που στραγγάλισε όλες τις χαρές της, που σακάτεψε στο άγχος τη ζωής της και την έζησε σαν ξένο ρούχο.

Δεν θα καταντήσω σαν τη μάνα μου,που συμβιβάστηκε με τα καλούπια και απαρνήθηκε την καρδιά της, που μοιραία και άσκεφτα απαρνήθηκε όλα της τα όνειρα και καταρήμαξε τη ζωή της.

Εγώ θα ζήσω μία ζωή για μένα, θέλω να αγαπήσω και να αγαπηθώ,να χαρώ και να χορεύω ξυπόλητη, δεκάρα δε δίνω αν αρέσω.

Η γιαγιά κάρφωσε το βλέμμα πάνω στο αστέρι το πιο λαμπερό και νόμιζε πώς διέκρινε εκεί, να την καρτερά εκείνος ο έρωτας, που δεν τόλμησε να γευτεί ,εκείνος ο νεαρός, που λιγοθυμούσε στην αγκαλιά του..

Καιρός να φύγω και να πάω κοντά του, σκέφτηκε, εδώ δεν αντέχω πια, έχουν τελειώσει τα ψωμιά μου.

Η μάνα μετρούσε και ξαναμετρούσε αφηρημένη τα αστέρια και υπολόγιζε τη ζωή, που άφησε να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια της, σημείωνε τις καταπιεσμένες επιθυμίες της και υπογράμμιζε τις ατρύγητες χαρές της.

Ψιλοχάλια όλα, σκέφτηκε, τη γά@@@α τη ζωή μου.

Μακάρι η κόρη μου να ξεφύγει από τη μέγγενη και να ζήσει το πεθαμένο όνειρο της μάνας και της γιαγιάς της.

Αν είχαμε μία δεύτερη ευκαιρία, θα επέλεγα άλλη ζωή, δεν θα σερνόμουν στο συρμό και δεν θα ποδοπατούσα την ψυχή μου, και συνειρμικά, της ήρθε στο νου η Σατραπεία,

Τι συμφορά ενώ είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα...

Και τι φρικτή η μερα,που ενδίδεις,

η μέρα,που αφέθηκεςκι ενδίδεις.. και πιαίνεις στον μονάρχη Αρταξέρξη και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια και εσύ τα δέχεσαι με απελπισία

άλλα ζητεί η ψυχή σου, για άλλα κλαίει..

Λέει ο ποιητής που σε είχε ήδη προειδοποιήσει.. αν...αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου, όπως την θέλεις, τούτο τουλάχιστον προσπάθησε όσο μπορείς......

Μεσάνυχτα πια στην αυλή εκεί στην πεζούλα και δρόσισε και οι τρεις γυναίκες τέλεψαν τα ταξίδια στον έναστρο ουρανό και προσγειώθηκαν στη σκοτεινή πραγματικότητα.

"Είναι αργά",είπε η μάνα, αντέστε να πέσουμε.

Είναι αργά και για όνειρα δυστυχώς, απευθύνθηκε στον εαυτό της,στη ζωή, αν χάσεις το τρένο δεν έχει άλλο σταθμό.


Λιάνα Πουρνάρα

Comentarios


bottom of page