top of page

ΞΕΡΑΜΕ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ


Λίγες μέρες άδεια.

Ετοίμασα τα πράγματά μου και πήρα το τρένο για τη γενέτειρά μου. Πάντοτε γύρευα τη θαλπωρή της οικογένειας μου.

Τελευταία είχα ένα λόγο περισσότερο.

Η παλιαρρώστια είχε επιστρέψει για τη γιαγιά μου.

Πρωτοανιχνεύτηκε στο μαστό.

Η μαστεκτομή κι οι θεραπείες κατάφεραν να το κοιμίσουν.

Όμως η χειμερία νάρκη του τελείωσε.

Δέκα χρόνια πόσο γρήγορα πέρασαν.

Το θεριό ξύπνησε, βγήκε απ’ το λήθαργό του, άγριο, μαινόμενο, αποφασισμένο να καταστρέψει ότι δεν κατάφερε όσο καιρό ήταν αλυσοδεμένο.

Το πατρικό μου ήταν στον πρώτο όροφο, εκείνη κι ο παππούς μου, όσο ζούσε, κατοικούσαν στο ισόγειο, σ’ ένα υπερυψωμένο δυαράκι με θέα το δρόμο.

Μόλις έφτασα, άφησα τη βαλίτσα μου στο πεζοδρόμιο.

Αυτή τη φορά το κλειδί δεν ήταν στην πόρτα.

Της φώναξα, με δυσκολία το έριξε κοντά στο τζάμι.

Άπλωσα το χέρι μου, το έφτασα, ξεκλείδωσα και μπήκα στη μικρή της κουζίνα.

Τη βρήκα ξαπλωμένη.

Κατάκοιτη πλέον.

Ο αδίστακτος πόνος της μονάχα θέριευε μέρα με τη μέρα.

Η επάρατη νόσος κατέτρωγε το σώμα της, τα κόκκαλά της, οτιδήποτε υγιές είχε απομείνει στο σώμα της.

Κάθισα δίπλα της.

«Πώς είσαι;» ρώτησα.

Ένα βλέμμα που ούρλιαζε «Δεν αντέχω άλλο» μέσα στη σιωπή του, μου απάντησε.

Έκλεισα το χέρι της στη χούφτα μου. Δεν σάλεψε, κουραζόταν και μόνο που ανέπνεε.

Ήταν χειρότερα απ’ ότι πίστευα.

Τα σενάρια για μια ανάλαφρη συζήτηση μαζί της έκαναν φτερά. Όταν την είδα οι λέξεις έχασαν τη σειρά, το νόημά τους, πνιγόταν κι αυτές στο κόμπο του λαιμού μου.

Τι λες σ’ έναν άνθρωπο που πεθαίνει; Που γνωρίζει ότι θα πεθάνει και απλά περιμένει το θάνατο σαν λύτρωση; Πώς δίνεις κουράγιο στο αναπόφευκτο;

«Υπομονή» ψιθύρισα.

Όσο της κρατούσα συντροφιά μου έλεγε πως ξυπνούσε το βράδυ, κατάλαβα πως φοβόταν να κοιμηθεί. Μου ονομάτιζε τους επισκέπτες της, κατάλαβα πως φοβόταν να μείνει μόνη.

Πόσους τόνους μοναξιά αντέχει μια τσακισμένη ψυχή;

Μετρημένες στα δάκτυλα, οι μέρες σώθηκαν.

Ετοίμασα πάλι τη βαλίτσα μου για την επιστροφή.

Την άφησα στο πεζοδρόμιο.

Της φώναξα.

Μου έριξε το κλειδί.

Μπήκα στην κουζίνα.

«Γιαγιά φεύγω τώρα. Θα τα ξαναπούμε» τη φίλησα στο μάγουλο λες κι ήταν κάτι εύθραυστο.

Με κοίταξε με τα ξεθωριασμένα μάτια της.

«Ναι» ένευσε και ξέραμε κι οι δυο πως έλεγα ψέματα.



Ρούλα Συγγούνα





Comments


bottom of page