top of page

Νοέμβρης 🍁


ree

Σε έναν δρόμο υγρό από βροχή,

κάτω από έναν φως πορτοκαλί,

εκείνος την περίμενε.

Ο Νοέμβρης είχε παγώσει τον χρόνο στις ανάσες τους.


Εκείνη εμφανίστηκε αθόρυβα

με ένα χαμόγελο που έπαιζε κρυφτό στα χείλη.

Τα φύλλα άνοιξαν διάδρομο

σαν να ήξεραν καλά την ιστορία τους.


Μίλησαν λίγο, με τα βλέμματα

και μετά είπαν όλα των τελευταίων μηνών.


Τα δάχτυλά τους συναντήθηκαν ντροπαλά, σαν δύο άστρα που περιφέρονταν καιρό

πριν καταλάβουν πως ανήκουν μαζί.


Κι όταν η νύχτα άπλωσε τις σκιές της, εκείνος της φόρεσε το παλτό του κι εκείνη του είπε “μη φύγεις ξανά”.

Ο Νοέμβρης χαμογέλασε

και τους φύσηξε μια ευχή στο αυτί:


«Ό,τι αργεί…

αξίζει διπλά όταν φτάνει».


Και κάπως έτσι, στο κρύο του μήνα, γεννήθηκε μια ζεστασιά

που έμελλε να ζήσει

πολύ μετά τον χειμώνα.


Μα ο Νοέμβρης δεν χαρίζει εύκολα κι εκεί που τα χέρια τους έδεσαν,

ο άνεμος φύσηξε δυνατά

θυμίζοντας πως τίποτα δεν είναι σίγουρο.


Κάποιος φόβος στάθηκε ανάμεσά τους, σαν σκιά που δεν θέλει να φύγει.

Εκείνος φοβόταν το αύριο,

εκείνη φοβόταν να μείνει χωρίς αυτόν.

Κι έτσι τα χείλη τους

πάλευαν ανάμεσα στο “ναι” και στο “αν”.


Το φιλί τους δόθηκε απότομα,

σαν εξομολόγηση που ξέφυγε απ’ την καρδιά.

Δεν ήταν τρυφερό,

ήταν ανάγκη, ήταν φλόγα,

ήταν «τρέξε μαζί μου τώρα,

πριν χαθούμε για πάντα».


Και για μια στιγμή

ούτε βροχή, ούτε νύχτα,

ούτε χρόνος υπήρξαν.

Χόρεψαν με την αγωνία

να μην τελειώσει αυτό που μόλις άρχισε.


Ο Νοέμβρης τους κοίταξε αυστηρά, μα και περήφανα.

Κι όρμησε να κρύψει τα δάκρυά του μέσα σε πιο δυνατή καταιγίδα


γιατί ήξερε καλά ότι οι μεγάλες αγάπες φέρουν πάντα μεγάλη θύελλα.


Βάσια Μητράκου 🍁

Comments


bottom of page