top of page
Writer's pictureΜΑΡΙΑΝΝΑ ΛΑΝΤΟΥ

ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ

Η Μαριέττα μπήκε στο σπίτι και άνοιξε όλα τα παράθυρα.

Ήθελε να μπει φρέσκος αέρας στο σπίτι.

Θα έδινε τέλος στον θρήνο του χωρισμού της.

Έκλαψε, θρήνησε αλλά ως εκεί. Αύριο θα έφευγε για Ιταλία, έπρεπε να ετοιμάσει βαλίτσες.

Η φίλη της Ελένη ήταν ήδη έτοιμη και αυτή δεν ετοίμασε τίποτε ακόμα.

Ξημερώματα ξεκίνησαν για αεροδρόμιο, δεν θα άφηνε τίποτε να της χαλάσει την καλή διάθεση. Έφτασαν στην Ρώμη, τακτοποιήθηκαν στο ξενοδοχείο και πήραν τα σοκάκια.

Η Ρώμη πανέμορφη αυτή την ανοιξιάτικη μέρα.

Ήπιαν καφέ με θέα την Φοντάνα Ντι Τρέβι έφαγαν cornetto (ιταλικό κρουασάν) και συνέχισαν το περπάτημα τους.

Σε μια γωνιά του δρόμου ένα πανέμορφο μικρό εστιατόριο τους τράβηξε την προσοχή.

Κράτησαν το όνομα του, Il mio Paradiso και υποσχέθηκαν να το επισκεφτούν το βράδυ.

Έπρεπε να ξεκουραστούν για να αντέξουν.

Αργά το απόγευμα κάλεσαν ταξί και πήγαν στο εστιατόριο που τους τράβηξε την προσοχή. Ήταν πραγματικά υπέροχο από μέσα "γεμάτο" Ιταλία.

Ο Μασσιμο ένας μοναχικός εργένης διατηρούσε το εστιατόριο του εδώ και δέκα χρόνια. Κανείς ποτέ δεν τον είδε με γυναίκα.

Τα προϊόντα που χρησιμοποιούσε ήταν παραγωγής της οικογένειάς του.

Η οικογένεια του ζούσε σε ένα μικρό χωριό και καλλιεργούσε ντομάτες, σιτάρι, σταφύλια και πολλά άλλα.

Η νόννα του όπως αποκαλούσε την γιαγιά του, ετοίμαζε την σάλτσα ντομάτας με βασιλικό που χρησιμοποιούσε στις πολλές συνταγές του.

Μόλις είδε τις δύο κοπέλες να μπαίνουν στον "Παράδεισο" του, όπως ονομαζόταν άλλωστε το εστιατόριο του, ξεκίνησε να ετοιμάζει τα νοστιμότερα πιάτα.

Η ψηλή καστανή κοπέλα με τα γαλάζια μάτια του έκλεψε την καρδιά από την στιγμή που την είδε.

Τα κορίτσια παράγγειλαν κρασί και χωρίς να προλάβουν να παραγγείλουν φαγητό ξαφνιάστηκαν μόλις κατέφθασαν τα πρώτα πιάτα στο τραπέζι τους.

Πανέμορφα γευστικότατα πιάτα που "μύριζαν" Ιταλία.

Ο Μάσσιμο έκλεισε το μάτι στην Μαριέττα μόλις την είδε να τον ψάχνει με το βλέμμα στην κουζίνα.

Αφού έφαγαν πήγαν να ευχαριστήσουν το αφεντικό για το δείπνο και ζήτησαν τον λογαριασμό. Ο Μάσιμο βγήκε έξω από την κουζίνα του και είπε στα κορίτσια πως το δείπνο ήταν από εκείνον.

Η Μαριέττα τον ευχαρίστησε και του είπε ότι του χρωστά ένα δείπνο και η ίδια. Αφού της έδωσε την κάρτα του τις ξεπροβόδισε και τους κάλεσε ταξί.

Τις επόμενες μέρες η Μαριέττα στριφογύριζε στο κεφάλι του, η πρώτη σκέψη του το πρωί η τελευταία σκέψη του το βράδυ. Τις ώρες που δεν δούλευε χάζευε έξω από το εστιατόριο μήπως την δει να περνά.

Τρεις μέρες μετά η τύχη του χαμογέλασε.

Την είδε να έρχεται προς το εστιατόριο και η καρδιά του κόντεψε να βγει έξω από το στήθος του.

Την χαιρέτησε με μια τεράστια αγκαλιά και η Μαριέττα ένιωθε να χάνεται στα γυμνασμένα του μπράτσα.

Σε περίμενα, της είπε.

Κι εγώ ανυπομονούσα να σε δω αλλά ντρεπόμουν, του είπε κι έσκυψε.

Την τράβηξε στο εστιατόριο και την έβαλε να καθίσει στο τραπέζι δίπλα από την κουζίνα. Ξεκίνησε να την σερβίρει με κάθε λογής φαγητά. Όταν την έβλεπε να σταματά να τρώει έπαιρνε το πιρούνι και την τάιζε ο ίδιος. Ήταν πολύ χαρούμενος και ήθελε να την περιποιηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα.

Μετά την συνάντησή τους η Μαριέττα τον προσκάλεσε στο διαμέρισμα που έκαναν τις διακοπές τους. Μίλησαν για πολλά μέχρι που τους πήρε ο ύπνος. Ήταν απίστευτο πόσο ζεστοί άνθρωποι είναι οι Ιταλοί.

Η καθημερινότητα του Μάσσιμο άλλαξε. Πλησίαζε ο καιρός που η Μαριέττα έπρεπε να επιστρέψει στην δουλειά της και είχαν συμφωνήσει πως σε δύο μήνες θα επέστρεφε αφού δεν μπορούσε να κρατηθεί περισσότερο μακριά της.

Με την επιστροφή της στην Ελλάδα η Μαριέττα δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της.

Ο Μάσσιμο ήταν τίμιος και το ήξερε, το ένιωσε από την πρώτη στιγμή που τον είδε και ήταν σίγουρη για την επιλογή της.

Μίλησε στους δικούς της για την σχέση τους και παρόλο που ήταν επιφυλακτικοί, βλέποντας την Μαριέττα τόσο ευτυχισμένη τελικά το αποδέχτηκαν.

Έξι μήνες μετά ο Μάσσιμο ταξίδεψε στην Ελλάδα αφού στο ενδιάμεσο η Μαριέττα ταξίδεψε αρκετές φορές στην Ρώμη για να τον δει.

Της έκανε έκπληξη κι ένα βράδυ με πανσέληνο την ζήτησε σε γάμο.

Δεν ήταν ένας συνηθισμένος γάμος, ήταν ένας γάμος ονειρικός στο μαγικό Αμάλφι με θέα την θάλασσα από το βουνό. Η διακόσμηση από λεμόνια εκτός από καταπληκτική πλημμύρισε με μυρωδιές τις μαγικές τους στιγμές.

Το ξεκίνημα για την καινούρια τους ζωή ήταν θεαματικό.

Η Μαριέττα μετακόμισε στην Ρώμη αλλά δεν βρήκε δουλειά.

Ήταν δίπλα του στο εστιατόριο το οποίο έφερε επάξια πλέον τον τίτλο του όπως έλεγε ο Μάσσιμο αφού βρήκε τον Παράδεισό του.

Τα χρόνια περνούσαν.. Απέκτησαν τρία υπέροχα παιδιά και ένα σπίτι στο χωριό του Μάσσιμο όπου παραθέριζαν τα καλοκαίρια.

Μονάχα που ο Μάσσιμο το τελευταίο διάστημα ξεκίνησε να ξεχνά και να χάνει διάφορα.

Προβληματίστηκε η Μαριέττα, του ζήτησε να κάνουν κάποιες εξετάσεις. Δεν ήταν σίγουρη αλλά ήξερε ότι το ένστικτό της δεν έχανε. Τα πρώτα σημάδια της άνοιας είχαν ήδη χτυπήσει την πόρτα τους προτού καν έρθει η διάγνωση.

Το κατάλαβε την μέρα που ξέχασε να βάλει στην μακαρονάδα του βασιλικό. Ο Μάσσιμο ήταν τόσο υπέροχος σεφ που ποτέ δεν θα ξεχνούσε πως φτιάχνει την υπέροχή του μακαρονάδα.

Η Μαριέττα αναγκάστηκε να του γράφει τις συνταγές, πάνω σε όλα τους τα ντουλάπια υπήρχαν οδηγίες για να ακολουθεί και να μπορεί να ανταπεξέλθει τις στιγμές που δεν ήταν κοντά του. Ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι μαζί και θα το τελείωναν μαζί.

Κάθε πρωί η Μαριέττα συστήνεται.

Καλημέρα αγάπη μου, είμαι η Μαριέττα η γυναίκα σου, με αγαπάς πολύ.

Ο Μάσσιμο της χαμογελά και την αγκαλιάζει. Δεν μπορεί να την θυμηθεί, δεν θυμάται τίποτα πια. Κράτησε όμως την καλοσύνη του σε αυτά τα τεράστια μαύρα μάτια. Ακόμα και με το βλέμμα του το πανέμορφο που την κοιτάζει ηρεμεί. Κλαίει τα βράδια πολύ, θέλει πίσω τον άντρα που παντρεύτηκε αλλά ξέρει πως δεν ευθύνεται αυτός. Χάρη στην αγάπη τους στέκεται βράχος, κι εύχεται να τον έχει για πολλά χρόνια ακόμα και ας του χαρίζει αμέτρητες στιγμές φροντίδας.



Μ.Λάντου


Comments


bottom of page