Πήρα την όχθη του γιαλού ψάχνοντας για κοχύλια.
Το κύμα με νάζι φίλαγε της αμμουδιάς τα χείλια.
Η φύση έγερνε μουντή, σερνάμενη με μια μελαγχολία,
σαν μία ζωγραφιά σε πίνακα με γκρίζα κιμωλία...
Λες και...
Μα... για κοίτα... Χιλιάδες διάσπαρτα, παντού, μα αδειανά κοχύλια..
μ' αποίκους άφαντους και κάποιους νεκρωμένους...
Και τότε, μια αστραπή μου έσκισε το νου
και κόπηκε η ρίμα! ...
Την πήρε, θαρρείς ο αχός της θάλασσας
και της θανής το κρίμα...
Έσκυψα κι αφουγκράστηκα, τη σιωπηλή,
του κάθε κοχυλιού ανάσα,
ωσάν εκείνη τη στιγμή, εμπρός μου ξεψυχούσε
κι αμέσως εμετάλαβα τη γνώση του θανάτου ...
Τι έγιναν, τάχα, οι ψυχές που μέσα κατοικούσαν
και ο βυθός κουφάρια
αδειανά μες στην στεριά σαν περιττά ξερνούσε;
Απάντηση να πάρω δεν μπορούσα, γιατί
η θάλασσα στα γαλανά ντυμένη,
με ξέμπλεκους βοστρύχους σαν κύματα ριγμένους
κι απ' τον αγέρα έβλεπα πως ήτανε λιγάκι ζαλισμένη,
μ' αθώα μάτια με κοιτούσε...
Σαν να μην ήταν συνεργός σε τούτο του θανάτου,
της λήθης το ταξίδι,
απόσταση σιωπής κρατούσε
και το τραγούδι που μάθε, το ίδιο πάντα, αιώνες πια,
της μάγισσας πλανεύτρας, σειρήνας τραγουδούσε...
Και άρχισα σιγά σιγά, με σκέψεις σαν κόκκους άμμου
μες το νου, κοχύλια να μαζεύω
και σκέφθηκα μ' αυτά, μικρή καδένα στο λαιμό να φτιάξω.
Να μου θυμίζουν πως κι εγώ ένα ταξίδι όμοιο μ' αυτά,
κάποια στιγμή θα έχω του θανάτου, αφού ψυχούλα διαβατάρικη
μες τη ζωή διάγω... και όλα μάταια είναι στη γη, ό, τι αναζητάω...
Μα τι πεσσιμισμός, μου σφήνωσε βαθιά απ' τ' αδειανά κοχύλια...
Κι αμέσως εστοχάσθηκα...
Τί ωφελούν πλούτη και δόξες, όσες περγαμηνές στη γη κι αν αποκτήσεις,
και μίση στην ψυχή σου να κρατήσεις, αφού με χέρια αδειανά,
γυμνός ήλθες στη γη, έτσι γυμνός τον κόσμο τούτο θα αφήσεις;;; ..
Γι αυτό, αφόπλισε το εγώ που την ψυχή μικραίνει
και κάνε την μεγάλη, τ' αμπάρια της μ' Αγάπη γιόμισέ τα
και πρόστρεξε απλόχερα γύρω να την δωρίσεις,
αν θες αυτό το λίγο, που θα ζεις, σαν Άνθρωπος με καλοσύνη να τον ζήσεις...
Comments