top of page

Μια μέρα θα φύγω



  Το σπίτι ψηλά καρφωμένο θαρρείς στον ουρανό να ακουμπάει τα αστέρια  και από κάτω γκρεμός, που σου έκοβε την ανάσα. Κατάφατσα μπροστά σου η θάλασσα, απέραντη και παιχνιδιάρα, ένα όνειρο σε γαλάζιο χρώμα. Άνοιγα το παραθύρι και  ξεχνούσα το μάτι πάνω της. Ταξίδευα στα νερά της  και άραζα σαν τον ναυαγό στις αμμουδερές ακρογιαλιές της. Την κοίταζα και ονειρευόμουν ταξίδια, με μία τάση φυγής. Ήθελα να γίνω γλαροπούλι και να πετάξω... να φύγω μακριά.

—Μία μέρα θα φύγω, έλεγα, μαύρη πέτρα θα ρίξω πίσω μου, θα πάω στην πόλη να σπουδάσω και δεν θα  ματαγυρίσω, θα φύγω...

  Τούτος ο τόπος στενός, σκληρός και κακοτράχαλος, δεν με χωρούσε, τούτος ο βράχος καρφωμένος πάνω από τη θάλασσα, σαν κοφτερό  δόντι με στοίχειωνε... Γυμνός και σκληρός και ούτε μια σταλιά χώμα, για μία γλάστρα βασιλικό, και πάνω του ριζωμένα δώδεκα σπίτια όλα κι όλα, στριμωγμένα. Το ένα πάνω στο άλλο και σφιχταγγαλιασμένα να μην τα αρπάξει ο βοριάς πού λυσσομανούσε...

  Εκεί  ανάμεσά τους και το δικό μας ...Μία κάμαρη όλη κι όλη με ένα μικρό κουζινάκι και στην αυλή το αποχωρητήριο.

  Έντεκα νοματαίοι σε κείνη την κάμαρη, πατείς με πατώ σε... γέμιζε ανάσες, φωνές και ζωές και μας σφάλιζε μέσα της, να μην παγώνουμε τις κρύες νύχτες.

  Ο πατέρας έλειπε ολημερίς στο ψάρεμα και τα βράδια γυρνούσε κατάκοπος με τα μάτια του να στάζουν αγωνία και τα γένια του αρμύρα. 

  Η μάνα τριγυρνούσε παντού με το πρόσωπο στιφό και αγέλαστο και μία ρυτίδα έγνοιας ανάμεσα στα φρύδια της. Το γέλιο της δεν το ακούσαμε ποτέ σε εκείνο το σπίτι, μόνο εντολές, φωνές και απειλές... ποτέ δεν είχε  χρόνο ούτε διάθεση για μια αγκαλιά ή ένα χάδι.

  Οκτώ παιδιά ζουζούνιζαν σε εκείνη την κάμαρη και όλο γκρίνιαζαν και όργωναν το πάτωμα με τις γυμνές πατούσες τους και χαλούσαν τον κόσμο με τα ξεφωνητά τους. Τα πιο μικρά  έκλαιγαν γοερά  με το παραμικρό και δεινοπαθούσα να τα  ημερέψω. Σκούπιζαν τότε με την ανάστροφη του χεριού τα δάκρυα και έτριβαν τα μάτια τους, μέχρι να αποκάμουν και  μετά αποκοιμιότανε ήσυχα και όλη νύχτα στενάζαν.

  Το πρωί το σπίτι ξημέρωνε βομβαρδισμένο. Δεν πρόφταινα να μαζεύω  σκουτιά και τσόλια… Μάζευα, μάζευα και τελειωμό δεν είχαν... Παντού σκόρπια παπούτσια, πιάτα, κανάτια, αποφάγια, όλα ανάκατα σε εκείνη την κάμαρη και στις δικές μου πλάτες. Καθώς ήμουν η μεγαλύτερη από τα θηλυκά, η μάνα  άφηνε στα χέρια μου το σπίτι,  μια  ασήκωτη έγνοια για τις μικρές μου πλάτες.

  Ευτυχώς βοηθούσε και η θεία Πανωραία, η αδελφή της μάνας μου, συγύριζε μαζί μου και σιγοτραγουδούσε... Μισοπάλαβη την αποκαλούσε η μάνα μου  και κείνη γελούσε...

  Σε τούτο τον κόσμο το σκληρό και αγέλαστο, μόνο οι τρελοί γελάνε, οι γνωστικοί.. κρεμάνε στη μούρη τους όλα τα βάσανα, σιχτιρίζουν και αγκομαχάνε. Μου καταπλάκωνε την ψυχή εκείνος ο αγέλαστος τόπος και εκείνος ο στερημένος κόσμος. 

—Θα φύγω και θα πάω να σπουδάσω στην πόλη, δήλωνα φουρκισμένη στη μάνα μου, δεν αντέχω άλλο.

Δεν είχα πατήσει καν τα δώδεκα και το μόνο που λαχταρούσα ήταν να πετάξω μακριά και να φύγω. Με άκουγε εκείνη και το μάτι της αγρίευε.

—Και πού θα πας, κορίτσι πράμα; Και τα παιδαρέλια δεν τα σκέφτεσαι; Τι θα απογίνουν;

Όσο πεισμάτωνα τόσο ενίσχυε το οπλοστάσιο, και σκλήρυνε.

—Πήραν τα μυαλά σου αέρα θυγατέρα, στην πόλη μόνο παστρικές καταντάνε οι κοπέλες. Μήτε σπουδές, μήτε σπουδές τίποτε, όλες σπιτωμένες.

  Για αγράμματη,  που έζησε όλη της τη ζωή ριζωμένη στο βράχο, είχε πολλές πληροφορίες για τα κορίτσια της πόλης αλλά οι προκαταλήψεις πάντα στεριώνουν σε στείρο έδαφος και εκεί ριζώνουν για πάντα.

  Εγώ όμως δεν της συγχώρεσα ποτέ εκείνες τις κουβέντες, που άνοιξαν ανάμεσά μας μία χαράδρα κενό και δεν είχα πια  μάνα  να ακουμπήσω...

 

(απόσπασμα  από αδημοσίευτο έργο)

 Λιάνα Πουρνάρα

 

留言


bottom of page