Μια μέρα δικαιοσύνης
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
- Jun 16
- 3 min read
Updated: Jun 19

Η μανία των ανθρώπων να τρέχουν στα δικαστήρια για το παραμικρό.
Ποτέ δεν το κατάλαβα.
Και εγώ να στέκομαι σαν δερβέναγας πίσω από την έδρα.
Ειναι φορές που σκέφτομαι αν είμαι στο σωστό σημείο.
Ίσως γιατί δεν έχω ποτέ κατανοήσει τους λόγους που ως κοινωνία δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε.
Η αλαζονεία όλων να μη μπορούν να συνομιλήσουν για τα απλά, που διογκώνεται ο εγκέφαλος και τα κάνουν τεράστια και θανατηφόρα.
Σε σημείο που η παρουσία μας είναι η δική τους σωτηρία.
Όλοι όσοι δεν χρησιμοποιούν την ομιλία, ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα,τρέχουν σε εμάς, στην δικαιοσύνη.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, οι συγκρούσεις καταλήγουν στα δικαστήρια, μέσω ύβρεων ή ξυλοδαρμών.
Νιώθεις ότι κουβαλάς το βάρος όλου του κόσμου.
Έτσι, κάθε μέρα, φοράς το ακριβό ταγιέρ σου, κάθεσαι στην έδρα σου και αποφασίζεις για τη μοίρα του κοσμάκη,
αναλόγως και την διάθεση, ενίοτε αν θα έχουμε άγχος κλπ.
Το ζήτημα είναι ότι, η απόλαυση να πας με το τζιν και τα σπορτέξ αγγίζει την σφαίρα της φαντασίας. Μια τέτοια περίπτωση και εγώ.
Σκέψεις που δεν οδηγούν πουθενά.
Ο παππούς απέναντι, κατηγορούμενος για ένα κουλούρι, στέκεται τρομαγμένος.
Τον κοιτάζω με ψυχραιμία αλλά και συμπάθεια.
Ναι, μην γελάτε.
Ένα κουλούρι!
Αυτό που με θυμώνει είναι που πρέπει να τιμωρήσω κάποιον ηλικιωμένο σήμερα, για ένα κουλούρι και αύριο για ένα γάλα.
Για την ακρίβεια, το “σούφρωσε”.
Ετσι αποκαλεί ο μηνυτής τον κατηγορούμενο.
Οδηγούμαστε στην παραφροσύνη.
Ο καταγγέλλων έξω φρενών. «Τερατώδες !» εξηγεί αυτό που έκανε ο παππούς.
Τον κοιτώ με ενδιαφέρον.
Τα δάκρυα του παππού σταματημό δεν έχουν.
Σίγουρα όχι από καταρράκτη οφθαλμών.
Στο πλάι, οι συνάδελφοι ακόμα πιο σοβαροί και ενοχλημένοι ή προβληματισμένοι.
Ίσως και θλιμμένοι.
Ποιος ξέρει τι σκέφτονται…
«Πείτε μου τι σας ενόχλησε;»
ρωτώ. Ότι πήρε το κουλούρι ή ότι δεν σας το ζήτησε, ώστε να το δώσετε δωρεάν;»
«Με πείραξε, κυρία πρόεδρε. Ξέρετε, ας το ζητούσε, να το έγραφα στο τεφτέρι».
«Μάλιστα. Το τεφτέρι.
Δίκιο έχεις και εσύ», μουρμουρίζω μέσα από τα δόντια μου.
Αλλά η απάντηση δεν ήταν αυτή που θα ήλπιζα.
Να προσέλθει ο κατηγορούμενος.
«Πείτε μας κύριε, τι συνέβη;»
«Εγώ δεν θέλησα να πάρω το κουλούρι για μένα, κυρία πρόεδρε, το πήρα για τον εγγονό μου.
Είχε τρεις μέρες που μου έλεγε “παππού δεν μου αρέσει όλο ψωμί σχολείο, το βαρέθηκα, όλα τα παιδιά τρώνε κουλούρι”.
Δεν αντέξα, ήταν λάθος μου. Βγαίνοντας άπλωσα το χέρι και το πήρα.
Ζήτησα συγνώμη από τον κύριο, μα δεν με άκουγε καν.
Με πρόσβαλε, αλλά είχε δίκιο.
Μια σύνταξη 400 ευρώ δεν φθάνει για να μεγαλώσω το εγγόνι μου. Γονείς δεν έχει.
Ας ζήσω τουλάχιστον μέχρι να μεγαλώσει, να μην μείνει μόνο».
Δάκρυα αυλάκωναν το μέτωπο του παππού.
Η ανατριχίλα είχε εξαπλωθεί σε όλο μου το σώμα.
Οι ακροατές, άνθρωποι αμήχανοι και σκυθρωποί.
Σηκώθηκα από την έδρα.
Αμήχανοι και οι συνάδελφοι, έπραξαν το ίδιο.
Όχι, δεν δίκαζα σήμερα.
Δεν θα το έκανα.
Η δυστυχία περισσεύει.
«Σήμερα δε δικάζουμε», είπα φωναχτά.
«Σήμερα, μόνο καταδικάζουμε».
Δεν είμαι μόνο ένα επάγγελμα. Είμαι άνθρωπος.
Ο δίκαιος ταυτόχρονα γίνεται άδικος.
“Εσάς”, ο κόσμος θα σας δικάσει. Την δική σας ασυνέπεια, που φέρατε την κοινωνία του κουλουριού στο εδώλιο.
Σας αφήνω ήσυχους να βρείτε ποιος φταίει.
Μα τα κουλούρια τούτου του κόσμου θα βρουν τον σωστό αποδέκτη.
Και φυσικά τα κουλούρια μιλούν. Σας χλευάζουν.
Σας κοροϊδεύουν.
Σας δικάζει σήμερα ένα στρογγυλό κουλούρι.
Να γραφτεί στα πρακτικά: Σήμερα δεν δικάζουμε».
Δεν αποφασίζουμε.
Βγαίνω από την αίθουσα με το κεφάλι ψηλά.
Πέταξα τα στενά παπούτσια, άνοιξα την τσάντα μου και φόρεσα τα ίσια.
Το παιδικό βλέμμα στο προαύλιο του δικαστηρίου με κοιτούσε φοβισμένο.
«Μικρέ, πάμε για κουλούρι;»
Το χαμόγελο με αποζημίωσε για όλα τα επακόλουθα.
Από τότε, πλήρωνα τα κουλούρια χρόνων.
Για ένα κουλούρι.
Εσύ, πατρίδα μου, σπουδάζεις τα παιδιά σου, μα τα δικάζεις για ένα κουλούρι.
Εγώ μέχρι να επιστρέψω ξανά στην έδρα,είχα το χρόνο να ολοκληρώσω το βιβλίο μου.
" Οι νόμοι ενάντια στα συναισθήματα"
Κείμενο: Ευαγγελία Αλιβιζάτου
Σκίτσο :Ευαγγελία Αλιβιζάτου
Commentaires