Στο παράθυρο η αράχνη μου θυμίζει ότι το κάστρο έχει παντού εχθρούς. Κανένας δεν θα θελήσει να ακούσει τη δική μου ιστορία.
Ετούτη η αράχνη όμως με κοιτάζει. Την φοβάμαι φοβάμαι μην με τσιμπήσει μα συγχρόνως βλέπω ότι είναι μοναδική μου συγκάτοικος.
Θα με βοηθήσει ίσως να το σκάσω δεν θα την πειράξω θα της μιλήσω ήρεμα με αγάπη και ίσως καταλάβει. θα της εξηγήσω γιατί σκότωσα όλους αυτούς.
Δεν τους σκότωσα ηθελημένα.
Από ανάγκη.
Η ανάγκη μου για αίμα με τρέλανε. Λιμοκτονούσα.
Νιώθω ότι πρέπει να πιω μέχρι την τελευταία σταγόνα όλων όσων συναντώ.
Τι σημασία είχε αν ήταν γονείς μου.
Δεν ήταν σαν εμένα!
Ήταν αφύσικα σωστοί!
Ζούσαν μέρες με χαραυγή,ατένιζαν το ξέφωτο έκαναν την νύχτα μέρα!
Δεν καταλαβαίνω γιατί αρνούνται όλοι να γίνουν βαμπίρ.
Δεν μπορώ να επιβιώσω αλλιώς!
Από μικρό παιδί όποιος ένιωθα ότι δεν μου έμοιαζε δεν μου άρεσε!
Τον εξολόθρευα!
Αν δεν τους ρουφούσα το αίμα δεν θα ησύχασα!
Και το έκανα.
Δεν άφησα κανέναν να ζήσει θα ήταν λάθος της φύσης αυτό.
Όμως οι φύλακες του Βασιλικού πύργου με αφόπλισαν μόλις είδαν τον Ήμερο βασιλιά νεκρό στραγγιγμένο.
Λίγες ώρες πριν το ίδιο έκανα στην μητέρα μου την βασίλισσα Ηλιάνα.
Ήμουν χαρούμενη,θα μου ανήκαν όλα τα πλούτη.
Μα μετά....ένιωσα άδεια,όχι δεν μου έλειπαν αλλά τα χρήματα τα φλουριά δεν μπορούσαν να μου βρουν τροφή.
Οι δύο φύλακες φορούσαν την πανάκριβη πανοπλία που είχε δωρίσει ο πατέρας
Ήρεμος ώστε να τους προστατέψει.
Ότι χειρότερο να μην αναγνωρίζουν την αξία της δικής μου ζωής.
Θυμώνω πάλι.
Ουρλιάζω:
"Αφήστε με να βγω πονάω,είμαι τραυματισμένη."
Μάταια.
Ο σιδερένιος άντρας στην πόρτα άκουσε την στριγγλιά μου.
"Είμαι η βασίλισσα είμαι η βασίλισσα του Σκοτεινιάς!
Σας παρακαλώ αφήστε με!"
Σκέφτομαι τις ατσάλινες από χρυσάφι στολές με το λουκέτο ώστε να την ανοίγουν να την βγάζουν και να την φορούν ξανά προστατεύοντας την ζωή τους
Ποια ζωή; Αυτοί δεν ζουν.
Αυτοί αρρωσταίνουν από την μέρα,το φως,τον ήλιο.
Σε κανένα μέρος του σώματός τους δεν μπορούσε η Σκοτεινιά να τους τραυματίσει, να τους αφαιρέσει τη ζωή,μόνο τα μάτια ήταν ελεύθερα ώστε να βλέπουν.
Η ίδια κουράστηκε να παρακαλά, με όσες δυνάμεις είχε κτυπούσε τη βαριά πόρτα.
Η αράχνη κουνήθηκε ελάχιστα θυμίζοντας της την παρουσία της.
Η σκοτεινιά την πλησίασε, δεν μπορούσε να παραδεχτεί στον εαυτό της ότι φοβάται το μικρό ανόητο έντομο και όμως αυτό συνέβαινε. "Απάνθρωποι!Με κλειδώσετε να πεθάνω ώστε να ζήσετε με τα φλουριά του βασιλιά!
Μα όχι όχι!"
Έστεκε ασάλευτη...ένας γδούπος ακούστηκε.
Έχασε τις αισθήσεις της,ξύπνησε ώρες σίγουρα μετά μην ξέροντας αν είναι νύχτα η η εχθρός της η κακή μέρα.
Η αράχνη δεν είχε μετακινηθεί στο τζάμι.
Όμως ο φόβος την κυρίευε.
Έπρεπε να βρει τρόπο να βγει από εκεί μέσα.
Κουλουριάστηκε στη γωνία του δωματίου.
Το βλέμμα της φοβισμένο έπεσε στο σανίδι από το ξύλινο πάτωμα, θυμήθηκε τους άχρηστους που είχε σκοτώσει.
Δεν είχε οίκτο.
Μακάρι να έχει μείνει κάτι για να κρατηθεί στη ζωή να πιει.
Έψαξε στην τσέπη της να βρει στο μάλλινο παλτό της κατιτις.
Ίσως ένα πλαστικό φιαλίδιο με αίμα ώστε να αντέξει.
Μάταια.
Το δωμάτιο του τρόμου μύριζε μούχλα και ακαθαρσίες.
Ξανακοίταξε την ανοιχτή σανίδα στο πάτωμα σύρθηκε ως εκεί και την τράβηξε
με τα δάχτυλά της.
Ενα κλειδί ήταν στην κρύπτη σκονισμένο.
Έφερε στο μυαλό της τι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Ξαφνικά έλαμψε το πρόσωπό της...
Ναι ήταν σαν αυτό που ξεκλειδώνει τους σιδερένιους άνδρες.
Αν κατάφερε να ανοίξει έναν από αυτούς θα έφτανε στο στόχο της η Σκοτεινιά.
Κανείς δεν θα την πεθάνει κανείς! Κάθισε ήρεμη και οργάνωσε τα επόμενα λεπτά τα βήματά της.
Ηταν σημαντικό για την ελευθερία της.
Ψιθύρισε: είμαι η βασίλισσα και παίρνω μαζί μου όποιον θέλω.
Τον παίρνω μαζί μου τον παίρνω στο σκοτάδι, όχι άλλο φως κοίτα με αράχνη μου καημένη εγώ θα τα καταφέρω μα εσύ θα μείνεις εδώ να υφαίνεις τον ιστό σου καταραμένη.
Μια ζωή μάταιη.
Κρατούσε το κλειδί σφιχτά στα χέρια της, χτύπησε για τελευταία φορά την πόρτα να της ανοίξει ο άγρυπνος φρουρός.
"Πονάω, πονάω, πονάω πολύ.
Άνοιξε μου σε παρακαλώ στο ζητώ σε χάρη άνοιξε μου πονάω θα πεθάνω τουλάχιστον να πω μία λέξη! Άνοιξε μου εγώ θα πεθάνω όπως και να έχει μα θα σου πω που κρύβεται ο θησαυρός."
Για λίγα λεπτά δεν ακουγόταν τίποτα, και έπειτα ο φρουρός άνοιξε την πόρτα...
Η Σκοτεινά πεσμένη κάτω κρατούσε την κοιλιά της πειστική,την πλησιάσε ο φρουρός πολύ κοντά να δει αν αναπνέει, γύρισε το πρόσωπό της, πριν προλάβει να ανοίξει τα μάτια της εντελώς έχωσε τα δάχτυλά της με το κλειδί στο μάτι του φρουρού.
Ήταν το μόνο που φαινόταν στο πρόσωπό του από την πανοπλία.
Του έβγαλε τα μάτια με τα ίδια της τα χέρια.Το αίμα έφτασε στο στόμα της.
Κραύγαζε από ευτυχία.
Ο φρουρός ούρλιαξε μα δεν τον άκουγε κανένας δεν τον άκουγε κανένας γιατί η Σκοτεινιά τον είχε σκοτώσει πολύ γρήγορα.
Ξεκλείδωσε τη στολή του ρούφηξε όσο αίμα μπορούσε,και γιόρτασε την ελευθερία της!
Ναι ήταν ελεύθερη πια ξυπόλητη και χορτασμένη,
κατέβηκε σιγανά την τεράστια σκάλα κοιτώντας άλλον έναν ακόμα επικίνδυνο εχθρό μα αυτός κοιμόταν του καλού καιρού.
Σκέφτηκε να τον πάρει μαζί της, να τον πάρει μαζί της στο σκοτάδι μα όχι ήταν επικίνδυνο.
Έφυγε, έφυγε τρέχοντας
στο δάσος περπατώντας σαν αλαφιασμένη, τα δέντρα θρόιζαν δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν.
Την μπέρδευαν τα φώτα.
Παρακαλούσε να μην ξημερώσει. "Επιτέλους θέλω το σκοτάδι να μείνει για πάντα θέλω αυτό το σκοτάδι να το έχω για όλη μου τη ζωή.
Θέλω όλοι να είστε μαζί μου" μονολογούσε σάν τρελή.
Κουρασμένη κάθησε να ξαποστάσει κάτω από ένα δέντρο.
Λίγο ακόμα και θα την έπαιρνε ο ύπνος, ένας ύπνος βαθύς ένας λήθαργος μεγάλος.
Μπροστά της ένα ακόμα τεράστιο κάστρο λαμπερό με κήπους.
Έβλεπε τα φώτα μα ήταν ο εχθρός της.
Δεν ήθελε το φως δεν έπρεπε να φτάσει ποτέ εκεί.
Σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να το κατακτήσει να ζήσει εκεί χωρίς να την αγγίξουν χωρίς να την τραυματίσουν μα πίνοντας τους ως το μεδούλι.
Χωρίς να την ανεβάσουν στο λευκό φως.
Με αυτές τις σκέψεις την πήρε ο ύπνος.
Η Σκοτεινιά δεν κατάφερε να ξημερώσει ζωντανή.
Δεν άνοιξε τα μάτια της ποτέ ξανά.
Η τσιμπιά στο λαιμό της μαρτυρούσε την αιτία θανάτου της.
Η αράχνη που είχε τρυπώσει στην τσέπη του παλτού της όσο σκότωνε τον φρουρό την τσίμπησε.
Την τιμώρησε για όλα τα κακά που έκανε.
Δεν της άφησε κανένα περιθώριο επιλογής .
Ο φόβος της Σκοτεινιάς για την αράχνη ήταν η δικαιοσύνη για όσους έχασαν την ζωή τους.
Η βασίλισσα Ηλιάνα ξημέρωσε από ψηλά,ο βασιλιάς Ήρεμος κοιτούσε με θλίψη το τέλος της κόρης του.
Η αράχνη γύρισε στον πύργο έχοντας πράξει το δίκαιο.
Comments