top of page

Με θάρρος μαζί! Α' μέρος

Writer: ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ  ΓΚΑΓΚΟΣΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΓΚΑΓΚΟΣ

Αυτό δεν ήτανε ζωή. Μα σκέτο μαρτύριο! Τι ήθελε και το θυμήθηκε!

Φταίει ο φάκελος που τον αναστάτωσε! Κι ας μην τον άνοιξε ακόμη.

Ψάχνει πρώτα την παλιά φωτογραφία του, άλμπουμ με τις αναμνήσεις του σχολείου. Να, το ντύσιμο της ντροπής. Κίτρινο κοντό παντελονάκι, πράσινη κοντομάνικο μπλουζάκι. Με κατεβασμένο το κεφάλι του κι ένα χαμένο, ντροπαλό βλέμμα. Με το θάρρος των σαράντα ενός χρόνων πλέον, παραδέχτηκε πως εκείνο το παιδί της φωτογραφίας έδειχνε φοβισμένο. Και πως να μην έδειχνε!

Απρίλιος του 1981. Τότε ήταν που έζησε τον εφιάλτη της εφηβείας του, στο Γυμνάσιο. Ο Πέτρος ήταν ένα πολύ συνεσταλμένο παιδί από μικρός. Φιλότιμος, επιμελής στα μαθήματα του. Πρόσεχε τις δύο μικρές του αδερφές και διάβαζε μαζί τους. Αυτός ήταν ο άντρας του σπιτιού, σαν έλειπε ο πατέρας του. Δηλαδή, σχεδόν όλη μέρα. Νύχτα γυρνούσε ο μπαμπάς του από την δουλειά στο εργοστάσιο. Σιωπηλό ήρωα, αποκαλούσε η μητέρα του Πέτρου τον σύζυγό της. Η ίδια, χρόνια κατάκοιτη από εργατικό ατύχημα. Τα άτιμα τα πόδια, δεν κουνιούνται καν! Αχρηστεύτηκαν.

Κι η λεκάνη της, σε κακά χάλια.

«Θα σας φροντίσουμε! Θα πάρετε γενναία αναπηρική σύνταξη!», υποσχέθηκαν τα αφεντικά της μητέρας του την ίδια κιόλας μέρα με μεγαλόφωνες κραυγές.

Και τους έταξαν γενναίες απολαβές. Με αντάλλαγμα τη σιωπή για την ενοχή τους! Είχαν κοστολογήσει ήδη τον ανθρώπινο τραυματισμό και την ψυχική διάλυση μίας εργάτριας, μάνας και συζύγου. Για να μην αποκαλύψει η κυρία Γιώτα τις βλάβες, τις παραλείψεις στις μηχανές και τις ευθύνες των ιδίων. Κράτησαν την υπόσχεση τους μόνο για ένα χρόνο, όχι παραπάνω. Έστελναν χρήματα και κούτες με φαγώσιμα και παιχνίδια, κάθε μήνα. Μετά, εξαφανίστηκαν σαν τον καπνό. Τι ψεύτες κι υποκριτές!

«Μόνο το κέρδος έχει αξία, για εσάς. Δήμιοι στον θάνατο μας είστε!», τους είπε ο πατέρας του Πέτρου με πίκρα.

Μία χαρά είχε ο Πέτρος, που την απολάμβανε τα καλοκαίρια. Το Λούνα Παρκ.

Το αγαπούσε ιδιαίτερα γιατί είχε μεγάλη πίστα σε μήκος για τα συγκρουόμενα.

Εκεί έτρωγε το χαρτζιλίκι του τα απογεύματα με τον φίλο και συμμαθητή του, τον Σωτήρη.

Είχαν διαλέξει και τα αγαπημένα τους αυτοκινητάκια.

Το πράσινο 19, ο «σίφουνας». Το χρυσαφί 7, ο «πρίγκιπας». Και το λευκό 1, ο «βασιλιάς»!

Πάντα μόνος του ξυπνούσε και ετοιμαζόταν για το σχολείο.

Φιλούσε τη μητέρα του και ξεκινούσε. Είναι υπερήφανος που μαζεύει χρήματα για την εγχείρηση της. Μόνο με τη δουλειά του πατέρα του δεν υπάρχει ελπίδα, το ποσό που χρειάζεται είναι υπέρογκο.

Ο κακόμοιρος ο μπαμπάς!

Περπατώντας βιαστικά τούτο το πρωινό προς το Γυμνάσιο, ο Πέτρος αναλογίζεται πως πρέπει να φτιάξει φαγητό το μεσημέρι.

Έχει μάθει να βράζει μακαρόνια, να καθαρίζει πατάτες και να τις ψήνει. Με τις οδηγίες της γλυκιάς του μανούλας.

Πολλές φορές έρχεται κι η γειτόνισσα και τους βοηθάει ή φέρνει έτοιμο μαγειρεμένο φαγητό.

Μα δεν τον βασανίζουν μόνο αυτά! Ολόκληρος άντρας και φοβάται! Πάνε δύο μήνες που βιώνει στο πετσί του τον φόβο και τη βία.

Λίγο πριν την είσοδο του σχολείου, ο τρόμος του γεμίζει τα σωθικά. Είναι εκεί πάλι αυτός, ο νέος συμμαθητής τους: ο Γιώργος Στάνας! Μεγαλόσωμος, μελαψός κι άγριος στην όψη. Είναι από άλλη πόλη, κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Κυκλοφορεί όλη μέρα με ένα σχισμένο και λερωμένο μπλουτζίν και σκουλαρίκι στο ένα αυτί. Καπνίζει από τα έντεκα.

Παιδί χωρισμένων γονιών, προβληματικός και χωρίς έλεγχο. Αυτά άκουσε ο Πέτρος για αυτόν, όταν ήρθε στο σχολείο τους. Μόλις πλησιάζει, ο Γιώργος τον κοιτάζει υποτιμητικά.

«Ήρθε ο γύφτουλας πάλι.

Καλά ρε, τι τρύπια παπούτσια είναι αυτά; Φαίνονται οι κάλτσες. Δεν πιστεύω να μυρίζουν τα πόδια σου!», του φωνάζει επίτηδες μπροστά στην Γεωργία, την Ιωάννα και τον Χαράλαμπο.

Δεν έχουν τρύπες τα παπούτσια του, μόνο φθαρμένα είναι. Οι συμμαθητές του απομακρύνονται βιαστικά. Από ντροπή αλλά και φόβο. Σκύβει το κεφάλι ο Πέτρος και προχωράει. Δεν είναι η πρώτη φορά που τον κοροϊδεύει ο συμμαθητής του.

«Όταν σχολάσουμε, σε θέλω! Μη φύγεις σαν κλέφτης!», του λέει ο Γιώργος.

Ο Πέτρος βιάζεται να πάει να κρυφτεί στη τάξη τους. Ξέρει τι θέλει ο συμμαθητής του. Χρήματα, για να παίξει ηλεκτρονικά παιχνίδια. Όταν δεν έχει καθόλου χρήματα ο ίδιος, ζητάει επίμονα από όλους τους συμμαθητές τους.

Στο σχόλασμα, η συμμαθήτρια του η Γεωργία, πλησιάζει τον Πέτρο. Άραγε ξέρει πως νοιώθει για αυτήν; Κοντά της νοιώθει σαν τους Θεούς του Ολύμπου, ανίκητος.

Έχει ωραία χαρακτηριστικά: ίδιο ύψος με αυτόν, ανεπτυγμένη κορμοστασιά, μακριά πόδια, χαμόγελο αστραφτερό. Απαλή λευκή επιδερμίδα και όμορφα καστανά μάτια. Λάμπει με τα όμορφα, μαύρα καλοχτενισμένα μαλλιά της και την καθαρή ποδιά της. Το μελαχρινό αδύνατο αγόρι, με τα καστανά μαλλιά, τα μακριά χέρια και δάχτυλα, είναι η αδυναμία της. Γιατί είναι ευαίσθητος και λιγομίλητος, όπως αυτή.

«Έλα, πάρε. Εγώ έφαγα αρκετά», λέει και του δίνει ένα πακέτο τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο.

Η ίδια δεν ακούμπησε την σπιτική τυρόπιτα της μαμάς της. Η χαρά της είναι να την προσφέρει.

Ο Πέτρος το χώνει στην τσάντα του και φεύγει ανακουφισμένος για το σπίτι του, βλέποντας ότι δεν τον περιμένει κανείς στην είσοδο. Στην επόμενη γωνία, βλέπει μπροστά του ξαφνικά τον Γιώργο που του έχει στήσει καρτέρι. Πάει να τρέξει αλλά πέφτει πάνω στον Αλέξη. Τον σέρνουν σε μια πυλωτή, πίσω από ένα αμάξι. Ο Αλέξης φιλάει τσίλιες.

«Βγάλε το παπούτσι σου!», τον προστάζει ο εχθρός του με χλευασμό.

«Άσε με ρε!», τολμάει να αντιμιλήσει με βλέμμα γεμάτο οργή μα δίχως να κινηθεί.

Τρώει την πρώτη δυνατή σφαλιάρα. Και μετά την δεύτερη, που τον πονάει περισσότερο. Απρόθυμα, βγάζει το δεξί παπούτσι και το δίνει με βουρκωμένα μάτια.

«Αύριο θα έρθεις ξυπόλητος! Και μακριά από την Γεωργία, είναι δική μου! Ξηγηθήκαμε;», τον φοβερίζει ο Γιώργος με τις φράσεις και τις απαίσιες τερατώδης γκριμάτσες του.

Πιάνει το φθαρμένο παπούτσι και το σκίζει με δύναμη. Βγάζει απότομα και τα κορδόνια και τα πετάει στο πεζοδρόμιο γελώντας.

«Χτικιάρη, κουτσό τώρα. Άντε να σε δω να τρέχεις στη μάνα σου να κλάψεις».

Αναποδογυρίζει γελώντας τη σάκα του Πέτρου, όλα τα βιβλία πετάγονται κάτω.

«Ευχαριστώ, δεν πεινούσα! Καλό μεσημέρι!», λέει ρίχνοντας μία δυνατή κλωτσιά στα πεσμένα βιβλία ενώ βουτάει το αλουμινόχαρτο με τη πίτα.

Ο Πέτρος μαζεύει γρήγορα τα πράγματα του. Γυρνάει στο σπίτι βιαστικά, πατώντας στο κρύο έδαφος. Κάποιοι περαστικοί τον κοιτάζουν περίεργα. Δεν θα έτρωγε τη τυρόπιτα, θα την μοίραζε στις αδερφές του.

Τον μισεί τον Στάνα! Τον κάνει να νοιώθει τόσο ασήμαντος! Καταριέται την ώρα που αυτός ο ξένος ήρθε στο σχολείο τους. Μέχρι πέρυσι, όλα ήταν ρόδινα. Είχε παρέες, μιλούσε με όλους. Είχε προσεγγίσει την Γεωργία. Ο Στάνας, για κακή του τύχη, τον ξεχώρισε από τη πρώτη στιγμή. Όπως και την χαριτωμένη συμμαθήτρια τους. Του άρεσε η φίλη του Πέτρου. Και μπήκε ανάμεσα τους. Τον Πέτρο, τον κοροϊδεύει καθημερινά. Αυτός δεν αντιδράει ποτέ, είναι «φοβητσιάρης»! Έτσι τον αποκάλεσε ο εχθρός του.

Ήδη ο Γιώργος τον έχει γελοιοποιήσει δύο φορές. Η πρώτη κοντά στο σπίτι του, η δεύτερη μέσα στην τάξη. Και τις δύο φορές στην αρχή, το ίδιο του είπε:

«Βρωμάς εσύ! Πω πω μπόχα!», είπε κι έπιασε τη μύτη του μπροστά την Γεωργία κάνοντας μία γκριμάτσα αηδίας.

Η συμμαθήτρια του δεν μίλησε. Ούτε ο Πέτρος. Βάλθηκε να κάνει μπάνιο κάθε μέρα, μη τυχόν και δώσει δικαίωμα στον συμμαθητή του να τον κοροϊδέψει πάλι.

Ευτυχώς τα χρήματα στον κουμπαρά φτάνουν για ένα ζευγάρι αθλητικά «σπορτέξ», στο νούμερο του. Την άλλη μέρα, εμφανίζεται με τα καινούρια στο σχολείο. Βρίσκονται για λίγο στο διάλειμμα με την Γεωργία κι η χαρά τους είναι έκδηλη.

Στο σχόλασμα, ο Γιώργος τον πιάνει από το λαιμό και του λέει ήσυχα:

«Το βράδυ, θα έρθω στη γειτονιά σας. Δεν πιστεύω να κοιτάξεις την Γεωργία, θα σου ξεριζώσω τη καρδιά, χτικιάρη!», λέει με φωνή βραχνή από το τσιγάρο.

Η Γεωργία νευριάζει όταν το μαθαίνει γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που της χαλάει τα σχέδια. Όταν έρχεται, πάντα τους υποχρεώνει με τη βία να παίξουν μαζί. Κρυφτό, εννιάπετρο, υπερατού, σκάκι. Δεν ξέρει να παίζει, πάντα θέλει να γίνεται το δικό του. Τους χαλάει το παιχνίδι και στο τέλος απειλεί να τους δείρει. Το κορίτσι ποτέ δεν μιλάει στον Πέτρο όταν είναι μπροστά ο Γιώργος, επίτηδες. Δεν την έχει ρωτήσει ποτέ ο Πέτρος αλλά κρυφά νοιώθει ό,τι τον προστατεύει.

Για να μην ζηλέψει ο Γιώργος και τον χτυπήσει στο σχολείο.

Το βράδυ στη γειτονιά ο Πέτρος με τον Γιώργο, παίζουν σκάκι.

Ο Γιώργος τον προκάλεσε, για να δείξει σπουδαίος. Θαρρείς κι είναι μάχη δίχως αύριο.

Λες και πολεμάνε για την καρδιά της ωραίας Γεωργίας.

Όταν στην παρέα προστίθεται και η Γεωργία, αφαιρείται ο Πέτρος μόλις την βλέπει.

Ο Γιώργος βρίσκει ευκαιρία να του φάει τον πύργο και την βασίλισσα. Χαίρεται που τον κερδίζει και τσιρίζει με μανία.

«Όλοι χάνουν σήμερα», λέει αινιγματικά το κορίτσι.

Κατά τις έντεκα το βράδυ που σκορπίζουνε τα παιδιά στα σπίτια τους, έχουν μείνει οι τρείς τους. Η Γεωργία κάθεται δίπλα στον Πέτρο με θάρρος.

Ρίχνει ένα άγριο βλέμμα στον Γιώργο καθώς τους πλησιάζει.

«Δεν πιστεύω να θέλεις κάτι», του επιτίθεται αμέσως με εριστική φωνή.

«Όχι, απλά ήθελα να σου πω…», η φράση του μένει μισή.

«Δεν με νοιάζει.

Ξεκουμπίσου πριν φωνάξω τον πατέρα μου. Να, εδώ πάνω είναι», η απειλή της δεν σηκώνει αντίρρηση καθώς τεντώνει το χέρι της και δείχνει την πολυκατοικία απέναντι τους.

Φεύγει κοιτώντας τους με άγριο εχθρικό βλέμμα.

«Αύριο θα τα πούμε στη τάξη Πετράκη. Ετοιμάσου…», μιλάει με απειλητικό ύφος και προς τους δύο τους.

Δεν του απαντάνε. Σε λίγο περπατάνε προς το Δημοτικό της γειτονιάς τους. Είναι το μέρος που ειδωθήκανε πρώτη φορά. Κάθονται στα σκαλοπάτια από την πίσω πλευρά του κτιρίου.

Η Γεωργία φοράει ένα άσπρο παντελόνι και ροζ τιράντα μπλουζάκι. Του πιάνει το χέρι και του χαϊδεύει τα δάχτυλα.

«Πόσο λυπάμαι που θα φύγω, να ήξερες», μονολογεί θλιμμένη.

Μετακομίζουν λόγω της δουλειάς του μπαμπά της, του εξηγεί.

Αυτός ρίχνει ένα γρήγορο βλέμμα στο άπειρο μπλε του έναστρου ουρανού. Είναι ένα παιδί που έχει στα χέρια του την αγάπη κι ας μην πρόλαβε να ψιθυρίσει το όνομα της. Έχει ξεχάσει ήδη τους εκφοβισμούς του Γιώργου.

«Έχεις εμένα, όπου κι αν πας», τολμάει να της πει.

Ζει την μεγαλύτερη μαγεία κοντά της καθώς γέρνει πάνω του. Κι είναι το πρώτο τους φιλί αυτό. Το καλύτερο ελβετικό ρολόι αποκλείεται να μετράει καλύτερα από αυτόν τα δευτερόλεπτα που είναι αγκαλιασμένοι.

«Τώρα που θα φύγω, να πεις στον Γιώργο πως είναι το φιλί μου.

Αυτός ποτέ δεν θα μάθει. Γιατί αυτόν δεν τον αγαπώ!» του ψιθυρίζει τρυφερά.

Η αγάπη της Γεωργίας, κάνει τον Πέτρο ατρόμητο και δυνατό. Και ξέρει πως θα του χρειαστεί αυτή η δύναμη. Γυρνάνε πίσω πιασμένοι χέρι χέρι.



Comments


bottom of page