Την άλλη μέρα στο σχολείο, ο Στάνας είναι ήσυχος μαζί του. Μέχρι την τελευταία ώρα, που καιροφυλακτεί στη τουαλέτα. Έρχεται από πίσω του και τον ρίχνει κάτω με μία σπρωξιά. Αφού τρώει δύο γροθιές στο πρόσωπο, αρχίζουν να τον κλωτσάνε με τον φίλο του τον Αλέξη. Ο Πέτρος κρύβει με τα χέρια το πρόσωπο του και υπομένει το ξύλο.
«Αλήτη! Με κοροϊδεύεις ε! Σου είπα, η Γεωργία είναι δική μου. Θα σε σκοτώσω ρε βλαμμένε!», τον απειλεί ο Γιώργος και με λύσσα συνεχίζει να τον χτυπάει.
Όταν έχει χορτάσει από κλωτσιές, τον πιάνουν με τον Αλέξη και του κατεβάζουν το παντελόνι. Χωρίς ίχνος ντροπής, του το βγάζουν τελείως παρόλη την απελπισμένη αντίσταση του Πέτρου. Το κάνουν μία μάζα και το πετάνε στη λεκάνη της τουαλέτας.
«Τράβα στην Γεωργία τώρα να σε δει, χτικιάρη! Την επόμενη φορά, θα είναι χειρότερα!», του σφίγγει με μίσος ο Γιώργος τα μάγουλα με το χέρι του άγρια.
«Δεν σε θέλει….», τολμάει να ψελλίσει ο Πέτρος, μελανιασμένος.
«Θα ξεράσεις αίμα, ψωριάρη. Δεν θα σε αφήσω να μου τη φας!».
«Με αγαπάει. Εσένα δεν σε αγαπάει κανένας! Για αυτό χτυπάς!», τολμάει να αντιμιλήσει στον εχθρό του ενώ βρίσκεται ακόμη κάτω στα πλακάκια μελανιασμένος.
«Δεν θέλω να με αγαπούν!», απαντάει με μίσος και σπεύδει να εξαφανιστεί.
Όταν η Γεωργία βρίσκει τον Πέτρο, έχει ήδη ξεκινήσει το μάθημα της τελευταίας ώρας. Ο Πέτρος έχει κρυφτεί μέσα στην τουαλέτα από τη ντροπή του. Δεν θέλει να δει κανέναν. Η Γεωργία που τον περίμενε να επιστρέψει στη τάξη, πήρε άδεια κι έτρεξε να τον ψάξει παντού.
«Αυτό θα σταματήσει. Θα σε βοηθήσω εγώ», λέει αποφασιστικά στον Πέτρο, δίνοντας του δίνει κουράγιο.
Ψάχνει και βρίσκει το πεταμένο παντελόνι, ευτυχώς έχει βραχεί ελάχιστα. Τον βοηθάει να το φορέσει, χωρίς να ντρέπεται καθόλου. Του καθαρίζει με νερό το πρόσωπο και του τινάζει με το χέρι τα ρούχα. Και του λέει, τη φράση που τον τρομάζει πιο πολύ κι από τον ξυλοδαρμό:
«Πάμε τώρα μαζί πίσω στη τάξη! Και θα δεις!», τα μάτια της βγάζουν σπίθες.
Ο Πέτρος γεμάτος ντροπή κι ενοχές, αρνείται. Ο πόνος είναι αφόρητος.
«Δεν θέλω να με δούνε έτσι τα παιδιά….», της λέει ικετευτικά.
«Θα σε σακατέψει Πέτρο μου. Εγώ θα φύγω το καλοκαίρι, δεν θα τον αφήσω έτσι όμως!», απαντάει η δυναμική Γεωργία και τον βοηθάει να περπατήσει στηριζόμενος επάνω της.
Όταν μπαίνουν μαζί στη τάξη, σιγή νεκρική πέφτει. Ο καθηγητής των μαθηματικών, τους κοιτάζει αποσβολωμένος.
«Μα, τι έπαθε;», ρωτάει με περιέργεια υποδηλώνοντας άγνοια.
«Τον χτυπήσανε. Ο Στάνας κι ο Αλέξης».
«Δεν φταίω εγώ! Είναι βλάκας και δειλός. Τον πειράξαμε κι έβαλε τα κλάματα ο μπέμπης», πετάγεται ο Γιώργος ειρωνικά.
«Εσύ φταις και το ξέρεις! Κι εγώ! Κι εσείς οι υπόλοιποι, με τη σιωπή σας! Κι εσείς, κύριε καθηγητά! Όλοι μας!», λέει με δυνατή φωνή η Γεωργία περήφανα.
Κάθεται μαζί με τον Πέτρο στο τελευταίο θρανίο. Κανείς δεν αρθρώνει λέξη. Ο Πέτρος με σκυμμένο κεφάλι, κοιτάζει ντροπιασμένος το θρανίο. Όλοι οι συμμαθητές του έχουν σαστίσει. Επιτέλους, ο καθηγητής δηλώνει πως θα ενημερώσει τον Γυμνασιάρχη.
«Είναι ψέματα! Να την αποβάλλετε!», τολμάει να φωνάξει ο Γιώργος.
«Είναι αλήθεια! Τα βλέπετε κάθε μέρα και δεν μιλάτε! Ντροπή σας! Τι μαθαίνουμε εδώ μέσα; Να μισούμε ό ένας τον άλλον;», τα λόγια της Γεωργίας κάνουν τους συμμαθητές τους να σκύψουν το κεφάλι.
Πετάγεται πάνω η Γεωργία και στέκεται αγέρωχη μπροστά στον εχθρό της. Μα ο Γιώργος δεν πτοείται. Τη σπρώχνει και πέφτει πάνω στον Πέτρο.
«Ψεύτρα, θα δεις!», η απειλητική φράση του εξοργίζει το κορίτσι.
«Θα κάνεις ότι και στην Αθηνά, στο προηγούμενο σχολείο που σε έδιωξαν; Για τόλμα!», η δυνατή φωνή της, αντηχεί σε όλη την τάξη.
Τα λόγια της κάνουν όλη την τάξη να παγώσει. Τι τρομερό έκανε άραγε αυτός ο συμμαθητής τους κι έφυγε άρον άρον στη μέση της σχολικής σεζόν;
Είναι ο Γιώργος τώρα, που κατεβάζει το κεφάλι. Δεν κάθεται καν στο θρανίο του. Παραμερίζει νευρικά την Γεωργία και τον καθηγητή που προσπαθεί να τον εμποδίσει και εξαφανίζεται από την αίθουσα. Η Γεωργία, κάθεται πάλι στην θέση της κι όσο κι αν την ρωτάνε επίμονα, αρνείται να πει οτιδήποτε άλλο.
«Ο Πέτρος μας είναι καλά, αυτό έχει σημασία», λέει και ξαναλέει.
Όταν τα δύο παιδιά σχολάνε, η Γεωργία συντροφεύει τον Πέτρο να πάει ως το σπίτι του. Ο Πέτρος τρέχει να αγοράσει φρέσκο ψωμί. Στο γυρισμό, βρίσκει την Γεωργία στο τραπέζι με τις μικρές του αδερφές να τον περιμένουν. Η συμμαθήτρια του ζωγραφίζει μαζί τους σε ένα παλιό μπλοκ του Δημοτικού.
«Θα πεταχτώ μέχρι το σπίτι, κάθισε! », τον προστάζει η συμμαθήτρια του.
Όταν επιστρέφει, κρατάει και ένα αλουμινένιο ταψί στα χέρια της με κρέας με πατάτες. Η μητέρα του Πέτρου έχει συγκινηθεί. Τρώνε όλοι μαζί.
«Κορίτσι μου, ένας θησαυρός είσαι εσύ!», της λέει καλόκαρδα.
«Ο Πέτρος αξίζει έπαινο γιατί νίκησε τους φόβους του», απαντάει η κοπέλα.
Έχει δίκιο η Γεωργία. Δεν είναι φοβητσιάρης! Είναι γενναίος! Και θα το αποδείξει σήμερα κιόλας. Θα πάει να τον βρει. Τον εξουσιαστή της ψυχής του. Τον εφιάλτη του.
Όταν βρίσκονται το απόγευμα οι δύο τους, η Γεωργία κι ο Πέτρος, είναι γεμάτοι χαρά. Περπατάνε κατά μήκος του δρόμου συζητώντας. Το σπίτι του Γιώργου είναι μία παράγκα στην άκρη της πόλης, φτιαγμένη με πέτρες, ξύλα και δοκάρια για σκεπή. Στην υποτιθέμενη αυλή, έχει άγρια χόρτα φυτρωμένα. Η πόρτα γέρνει θαρρείς και θα πέσει.
«Δεν θέλουμε κανέναν εδώ! Ξεκουμπιστείτε!», ακούνε μια φωνή από μακριά.
«Θέλω τον Γιώργο, πρέπει να τον δω!», απαντάει ο Πέτρος.
Η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν μέσα. Η εικόνα που αντικρύζουν τα δύο παιδιά είναι άθλια. Ένα δωμάτιο σαν υποτυπώδη κουζίνα με ντουλάπια, νεροχύτη, ψυγείο, τρεις καρέκλες κι ένα μικρό πλαστικό τραπέζι. Έχει δύο τσίγκινα πιάτα πάνω, άδεια. Ένας σκούρος καναπές, με ριγμένα ρούχα επάνω. Αριστερά, μια μισάνοιχτη πόρτα οδηγεί στο υπνοδωμάτιο όπου φαίνεται η άκρη ενός ξύλινου κρεβατιού. Η μυρωδιά είναι άσχημη. Τους έρχεται αναγούλα. Μένουν άνθρωποι εδώ;
Ο άντρας που τους άνοιξε είναι ένας κακοντυμένος μεσήλικας, αξύριστος με ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι. Η Γεωργία κάνει ένα βήμα πίσω.
«Αν θέλετε να περιμένετε, πρόβλημα σας. Ούτε στον πατέρα του δίνει αναφορά. Συνήθως έρχεται μετά τις δέκα το βράδυ», λέει ο άντρας με απαίσια φωνή.
Ο Πέτρος κι η Γεωργία φεύγουνε. Γεμάτη λύπη που ο συμμαθητής τους μένει σε αυτή τη τρώγλη. Αρχίζουν να ψάχνουν σε όλη τη πόλη, μα δεν τον βρίσκουν πουθενά. Καθώς περπατάνε στους δρόμους, το κορίτσι μοιράζεται όσα έμαθε.
«Ο Στάνας μάλωσε με μία συμμαθήτρια του στο προηγούμενο σχολείο γιατί τον κατηγόρησε άδικα ό, τι της επιτέθηκε χωρίς λόγο. Καταλαβαίνεις τι συκοφαντία είναι αυτό. Αυτός νευρίασε, την χτύπησε δυνατά και η κοπέλα έπεσε και έπαθε ζημιά στο κεφάλι. Για αυτό τον διώξανε. Έφαγε ξύλο από τον πατέρα του κι από συμμαθητές. Τον μισούν όλοι! Η μητέρα του εδώ και χρόνια τους παράτησε και δεν ζει μαζί τους. Από τότε, ο πατέρας του πίνει πολύ κι έγινε αλκοολικός. Εκεί που μένανε πριν όμως, ο Γιώργος τον φρόντιζε τον πατέρα του. Μα ντρέπεται για τους γονείς του. Τον είχαν απομακρύνει όλοι στο σχολείο με την συμπεριφορά τους, ακόμη κι οι καθηγητές. Και πριν το περιστατικό αυτό. Επειδή δεν έκανε συχνά μπάνιο και μύριζε. Είδες που ζει...», αυτές οι κουβέντες της Γεωργίας μένουν αποτυπωμένες στο μυαλό του.
«Μα, είναι παιδί….σαν εμάς!», λέει με θλίψη ο Πέτρος.
«Πέτρο, ίσως κάποια μέρα τον συγχωρήσεις! Είμαι βέβαιη!», του απαντά.
Μετά από δύο ώρες, τον βλέπουν στο κεντρικό πάρκο της πόλης σε ένα παγκάκι. Μόνος του κάθεται, με χαμένο βλέμμα και το τσιγάρο στο χέρι. Δίπλα του, στέκεται ήσυχα ένα μικρόσωμο καφέ σκυλάκι. Ξαφνιάζεται που εμφανίζονται μπροστά του ο Πέτρος με την Γεωργία.
«Εσύ! Τι θες εδώ;», η φωνή του δεν είναι εξουσιαστική, μάλλον λυπημένη.
«Ήρθα να σου πω πως δεν είμαι φοβιτσιάρης. Σε ευχαριστώ που με βοήθησες να νικήσω τους φόβους μου», του λέει ήρεμα ο Πέτρος, ξαλαφρωμένος.
«Εσύ φοβάσαι Γιώργο, γιατί δεν αγαπάς. Γιατί είσαι μόνος!», λέει κι η Γεωργία.
Γυρνάνε στα σπίτια τους τρέχοντας σαν κυνηγημένοι. Λες κι έφυγαν από τη κόλαση!
Ο Γιώργος δεν τον ξαναενόχλησε από εκείνη την μέρα. Μετά από καιρό, ο Πέτρος έμαθε από συμμαθητές του πως πάλι έφυγε από τη πόλη τους το καλοκαίρι και πήγε αλλού. Κανείς δεν ήξερε με σιγουριά. Έφυγε κι η Γεωργία και σιγά σιγά χάθηκαν με τον Πέτρο. Ο χρόνος έφθειρε τις μνήμες και λείανε τις πληγές. Κι ας μην τις έχει ξεχάσει εδώ και είκοσι οκτώ χρόνια. Έχει σύζυγο και τρία παιδιά πλέον ο Πέτρος. Και πολλές ευθύνες.
Και σήμερα, όλα ξαναγύρισαν στο μυαλό του. Κρατάει τον κλειστό φάκελο στο χέρι που του έδωσε ο Αλέξης. Κοιτάζει την ασπρόμαυρη φωτογραφία της τάξης του.
«Είμαι ο Αλέξης, ο φίλος του Γιώργου Στάνα. Σου ζητώ συγνώμη, δεν είχα μυαλό και παρασυρόμουνα εύκολα. Σε έψαξα γιατί μου το ζήτησε ο Γιώργος! Ήθελε να σου δώσω αυτό. Σεβάστηκα την επιθυμία του γιατί ήταν ετοιμοθάνατος», του είπε ο παλιός συμμαθητής του, με τον οποίο βρεθήκανε σήμερα μετά από τόσα χρόνια.
Μόνο αυτά του είπε, και του έδωσε ένα μπεζ φάκελο.
Ένα χαρτί, με λίγες λέξεις με κακογραμμένο γραφικό χαρακτήρα.
«Έκανα πολλές καταχρήσεις στη ζωή μου και μεγάλα λάθη. Είμαι τόσο δειλός, που φοβήθηκα την αγάπη. Δεν έζησα ποτέ! Μία συμβουλή σου δίνω Πέτρο μου: Να τολμάς! Να συγχωρείς! Να αγαπάς!»
Τώρα, του φαίνεται χαμογελαστός ο εαυτός του στη φωτογραφία. Ευτυχισμένος, ανάμεσα στους συμμαθητές του. Κυλάει το δάκρυ.
Πόσο δίκιο είχε ο Γιώργος! Πρέπει να ζεις με θάρρος! Μαζί με την αγάπη!
Μιλτιάδης Γκάγκος
Συγγραφέας
Comentários