Μεσημέρι στην Πανόρμου, βρίσκομαι μόνη...
Η Μαντώ, στο "PANORMOU CAFE"
στο τραπέζι δέκα οκτώ τον καφέ μου, μου φέρνει.
Η καρδιά μου μες την αγωνία, πονά αγχωμένη.
Ν' ακούσει μαντάτο φριχτό, δυστυχώς, περιμένει...
Πως έξω η μέρα τόσο ο ήλιος να λάμπει
και μες την ψυχή να πέφτουν σκιές, να βραδιάζει,
όταν ξέρεις, ότι μια δική σου ψυχή
σ' άλλον κόσμο, άυλο θα βρεθεί να πετάξει,
αφού της ζωής η πορεία για κείνη θα πάψει;
Ο Θάνατος, απρόσκλητος, αγενής επισκέπτης,
μπαίνει στο σώμα, λεηλατεί την ψυχή,
λάφυρο την παίρνει, ανελέητος κλέφτης...
Δάκρυα κυλούν για τη ζωή που τελειώνει...
Πικρός ο καφές στο λαιμό κατεβαίνει...
Απ' τ' αντικτρί τραπεζάκι, κύριος γκριζομάλλης,
με συμπόνια το βλέμμα του, επάνω σε μένα σηκώνει.
Μην κλαις.... σαν να λέει, ο χρόνος τα πάντα σαρώνει...
Αδυσώπητος, όλα σε μια τάξη τα βάζει.
Φακελώνει τη μνήμη, σ' ερμάρι της λήθης τα σιάζει.
Μετά τάπητα στρώνει βαθιάς λησμονιάς,
να καλύψει τα χνάρια της πικρής καταχνιάς.
Μέσα στην τόση μου θλίψη,
βλέπω εσένα, εμπρός καθισμένο,
στην απέναντι, την άδεια τη θέση
και κάνεις κατάληψη,
στην καρδιά και στη σκέψη....
Μιλάς κι η ονειρική σου μορφή με μερώνει...
Κι ο καφές στο λαιμό πως γλυκαίνει...!
Τρία κορίτσια, πιο δίπλα, τα νιάτα,
χαρούμενα, γλυκά μουρμουρίζουν...
Σχέδια κάνουν... το αύριο χτίζουν...
Δυο "κυρίες" πιο πέρα, σαν ακουαρέλες βαμμένες,
οι γλώσσες τους πάλλουν,
φωναχτά συζητούν ξαναμμένες...
Ένας νιος, από δίπλα, μου ζητά χαρτί και μολύβι.
Στα " ζητείται" κοιτά, μάλλον εργασία γυρεύει...
Για μια θέση, κάτω απ' τον ήλιο παλεύει...
Και έξω, ένα όρθιο ρακένδυτο πλάσμα,
με άδεια τα μάτια, στη γωνιά ζητιανεύει.
Αγάπη απ' τους περαστικούς ανθρώπους μαζεύει...
Η καρδιά μου πονά και πάλι θλιμμένη.
Κι ο καφές, ξανά πικρός κατεβαίνει...
Στα διόδια της ζωής, ο καθένας διαβαίνει
μα τις ρήτρες αυτής, αναλόγως,
το πόθεν έσχες πληρώνει...
Comments