top of page

ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΜΈΝΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ


[Της Μαριλένας Ξυψιτή]


Ο δυνατός αέρας φυσούσε μανιασμένα στις κορυφές των πύργων, καθώς ο Ορέστης διέσχιζε την κεντρική πύλη του παλιού κάστρου. Είχε ήδη βραδιάσει, και η μόνη πηγή φωτός ήταν η λάμπα πετρελαίου που κρατούσε στα χέρια του. Οι τοίχοι υψώνονταν επιβλητικοί γύρω του.


Ο Ορέστης ήταν ιστορικός και είχε ταξιδέψει ως εκεί για να ερευνήσει ένα παλιό χειρόγραφο που ανέφερε ότι το κάστρο κάποτε ανήκε σε έναν ευγενή, ο οποίος είχε μια κόρη που χάθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Ο θρύλος έλεγε πως το πνεύμα της περιπλανιόταν ακόμα στους διαδρόμους. Όμως, ο Ορέστης δεν πίστευε σε τέτοιες ιστορίες· ήταν άνθρωπος της λογικής.


Καθώς προχωρούσε προς την κεντρική αίθουσα, ένας ψίθυρος έφτασε στ’αυτιά του. Πάγωσε. Ο άνεμος έξω λυσσομανούσε, αλλά αυτός ο ψίθυρος ήταν διαφορετικός. Ήταν κοντά.


«Είναι κάποιος εδώ;» ρώτησε δυνατά.


Η φωνή του αντήχησε μέσα στο άδειο κάστρο. Καμία απάντηση. Συνέχισε να περπατά, εξερευνώντας τις σκονισμένες αίθουσες, τα μισογκρεμισμένα τζάκια και τα σπασμένα έπιπλα.


Ξαφνικά, την είδε.


Μια νεαρή κοπέλα στεκόταν στο βάθος του διαδρόμου. Φορούσε ένα μακρύ μαύρο φόρεμα που έπεφτε μέχρι το πάτωμα. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν το κάρβουνο και το πρόσωπό της ήταν χλωμό σαν το φεγγάρι.


«Συγγνώμη, δεν ήξερα πως ήταν κι άλλος εδώ,» είπε ο Ορέστης, έκπληκτος.


Εκείνη δεν απάντησε, μόνο τον κοίταξε με ένα παράξενο, σχεδόν θλιμμένο βλέμμα.


«Είστε επισκέπτρια;» συνέχισε.


Η κοπέλα έγειρε ελαφρώς το κεφάλι της, σαν να τον άκουγε αλλά να μην ήξερε πώς να απαντήσει.


Ένα ρίγος διαπέρασε τον Ορέστη. Κάτι μέσα του, του έλεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.


«Το όνομά μου είναι Ορέστης. Ήρθα να μελετήσω το παρελθόν αυτού του κάστρου. Εσείς;»


Η κοπέλα έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Το φόρεμά της σύρθηκε στο πέτρινο πάτωμα, χωρίς να κάνει τον παραμικρό ήχο.


«Είσαι ιστορικός;» ρώτησε τελικά, με μια φωνή τόσο απαλή που έμοιαζε να έρχεται από έναν άλλο κόσμο.


Ο Ορέστης ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος του. Κάτι στη φωνή της τον έκανε να ριγήσει.


«Ναι,» απάντησε. «Ψάχνω πληροφορίες για την κόρη του παλιού άρχοντα. Λένε ότι εξαφανίστηκε πριν από αιώνες».


Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα της.


«Δεν εξαφανίστηκε,» είπε σιγανά.


Ο Ορέστης την κοίταξε απορημένος.


«Τι εννοείτε; Ξέρετε κάτι για την ιστορία της;»


Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι.


«Ήταν αδίκημα. Δεν έπρεπε να γίνει…» ψιθύρισε.


Ένα δυνατό ρεύμα αέρα πέρασε από τον διάδρομο και η λάμπα πετρελαίου του Ορέστη έσβησε.


Βυθίστηκε στο σκοτάδι. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Προσπάθησε να ανάψει ξανά τη λάμπα, αλλά τα χέρια του έτρεμαν.


Όταν τελικά κατάφερε να ξανανάψει το φως, η κοπέλα είχε εξαφανιστεί.


«Μα… πού πήγε;» ψιθύρισε στον εαυτό του.


Έψαξε γύρω, αλλά δεν υπήρχε κανένα ίχνος της. Μονάχα σκόνη και ησυχία. Το μυαλό του πάλευε να βρει μια λογική εξήγηση, αλλά βαθιά μέσα του ήξερε την αλήθεια.


Έφυγε τρέχοντας από τον διάδρομο, κατευθυνόμενος προς τη μεγάλη αίθουσα. Κάτι δεν πήγαινε καλά μ’αυτό το μέρος.


Καθώς έφτασε στο κέντρο της αίθουσας, το βλέμμα του έπεσε σε ένα παλιό πορτρέτο στον τοίχο.


Ήταν εκείνη.


Η ίδια κοπέλα, με το ίδιο μαύρο φόρεμα, το ίδιο θλιμμένο βλέμμα. Κάτω από το πορτρέτο, μια μικρή επιγραφή έγραφε:


"Αναστασία, η κόρη του άρχοντα. Άδικα χαμένη το έτος 1653."


Ο Ορέστης ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Κοίταξε ξανά γύρω του, αλλά η αίθουσα ήταν άδεια.


Μακριά, μέσα από τους διαδρόμους του κάστρου, ένας ψίθυρος αντήχησε ξανά.


Και μετά, η φωνή της:


«Δεν εξαφανίστηκα… Με σκότωσαν».


Ο Ορέστης ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Η φωνή της δεν ήταν απλώς μια ηχώ, δεν ήταν παιχνίδι του μυαλού του. Ήταν αληθινή.


Γύρισε απότομα προς τον διάδρομο, ψάχνοντας με το βλέμμα μέσα στο μισοσκόταδο. Δεν την έβλεπε, αλλά ήξερε πως ήταν εκεί. Το παγωμένο ρεύμα αέρα που πέρασε από δίπλα του, το ανεπαίσθητο άγγιγμα στην άκρη του λαιμού του… Η Αναστασία δεν είχε φύγει.


«Τι… τι σου έκαναν;» ψέλλισε ο Ορέστης, σχεδόν άθελά του.


Για λίγα δευτερόλεπτα, η σιωπή ήταν απόλυτη. Έπειτα, μια σκιά σχηματίστηκε μπροστά του. Η μαυροφορεμένη κοπέλα στεκόταν πάλι εκεί, μόλις λίγα βήματα μακριά του.


«Με πρόδωσαν».


Η φωνή της ήταν γεμάτη θλίψη, αλλά και θυμό.


«Ο ίδιος μου ο πατέρας… με θυσίασε για να διατηρήσει την εξουσία του».


Ο Ορέστης ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό του. Οι φήμες έλεγαν πως η κόρη του άρχοντα χάθηκε ξαφνικά, αλλά κανείς δεν ήξερε πώς.


«Γιατί;» τη ρώτησε.


Τα μάτια της Αναστασίας σκοτείνιασαν.


«Ερωτεύτηκα τον λάθος άνθρωπο. Έναν άντρα που δεν ήταν άρχοντας, που δεν είχε τίτλους. Κι όταν ο πατέρας μου το έμαθε… με έκλεισε εδώ. Στο ίδιο μου το σπίτι».


Ο Ορέστης ένιωσε ανατριχίλα να διαπερνά το σώμα του.


«Και μετά;»


Η κοπέλα κατέβασε το κεφάλι.


«Με άφησαν να λιμοκτονήσω. Σ’ένα σκοτεινό πύργο, μακριά απ’ όλους. Ώσπου έσβησα».


Η φωνή της έτρεμε. Για πρώτη φορά, ο Ορέστης είδε δάκρυα στα μάτια της. Δάκρυα που δεν κύλησαν ποτέ, μα έμεναν να λαμπυρίζουν σαν σταγόνες βροχής.


«Κανείς δεν ξέρει την αλήθεια,» συνέχισε. «Όλοι νομίζουν πως χάθηκα, πως έφυγα. Μα η ψυχή μου είναι δεμένη εδώ… Δεν μπορώ να φύγω...»


Το δωμάτιο φάνηκε να παγώνει. Ο Ορέστης έκανε ένα βήμα μπροστά.


«Τι θέλεις από εμένα;»


Η Αναστασία τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.


«Θέλω… να πεις την ιστορία μου».


Ο Ορέστης ένιωσε ένα βάρος να τον πλακώνει. Να πει την ιστορία της; Να αποκαλύψει την προδοσία του ίδιου της του πατέρα, του άρχοντα του κάστρου;


«Μα πώς;» ρώτησε.


Η κοπέλα άπλωσε το χέρι της και άγγιξε απαλά το μπράτσο του. Ήταν παγωμένο σαν τον θάνατο.


«Στο υπόγειο… υπάρχει ένα μπαούλο. Μέσα του είναι τα γράμματά μου. Τα γράμματα που έγραφα στον αγαπημένο μου, που δεν έφτασαν ποτέ σ’εκείνον. Αν τα βρεις… αν τα δείξεις στον κόσμο… τότε ίσως η ψυχή μου να ησυχάσει».


Ο Ορέστης κατάπιε με δυσκολία.


«Θα το κάνω,» της υποσχέθηκε.


Και με το που ξεστόμισε αυτά τα λόγια, η Αναστασία χαμογέλασε. Ένα αχνό, σχεδόν λυτρωμένο χαμόγελο.


Και ύστερα… χάθηκε.


Έμεινε μόνος. Μόνο το πορτρέτο της στον τοίχο τον κοιτούσε, σαν να τον ευχαριστούσε σιωπηλά.


Ο Ορέστης ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Και ήξερε πως, όταν αποκάλυπτε την αλήθεια, η μαυροφορεμένη του κάστρου δεν θα ήταν πια εκεί.



Για πρώτη φορά εδώ και αιώνες… θα ήταν ελεύθερη.




Μαριλένα Ξυψιτή 🌹

2 commentaires


Αλέξανδρος
19 févr.

Mια μικρή επιγραφή έγραφε:"Αναστασία, η κόρη του άρχοντα. Άδικα χαμένη το έτος 1653."... ...αλλά... «Κανείς δεν ξέρει την αλήθεια» (?)

J'aime

Μηνάς Τσαμπάνης
18 févr.

Yπέροχα σκοτεινή και γοτθική η ατμόσφαιρα.

J'aime
bottom of page