top of page

Μαυροφορεμένες νεράιδες

( ΜΕΡΟΣ Γ΄ )

Πολύς κόσμος μαζεύτηκε στο χωριό την άλλη μέρα σαν μαθεύτηκε η απώλεια της κυρά Δήμητρας από ανακοπή καρδιάς. Όλοι την αγαπούσανε! Είχε μεγαλώσει παιδιά κι εγγόνια! Είχε γίνει η μάνα στα αδέρφια της από έντεκα χρονών. Τρέξανε από Πάτρα κι από Ντίσελντορφ τα μικρότερα αδέρφια της. Ήρθαν όλοι να την δούνε ξανά. Όλοι είχανε ένα καλό λόγο να πούνε! Και μέσα στο ανθρώπινο ασκέρι που περιφερότανε στο χωριό και στο πατρικό της γιαγιάς Δήμητρας, ξεχώριζαν τρεις σκιερές φιγούρες. Αυτές ήτανε η Πηνελόπη, η Δέσποινα κι η Κωνσταντίνα.

Οι τρείς μαυροφορεμένες κοπέλες, οι τρεις αγαπημένες ξαδέρφες, που είχανε δώσει υπόσχεση εκείνο το βράδυ με τη γιαγιά τους στο τζάκι, έμελλε να είναι μαζί και πάλι, στην ύστατη στιγμή αγάπης και πίκρας! Τα μάτια τους κατακόκκινα από το κλάμα. Μα πως να το πιστέψουν σαν σήκωσαν το τηλέφωνο για την τρομερή είδηση! Πως να στερηθούν αυτή την μοναδική γυναίκα που με κάθε της λέξη και πράξη, ζέσταινε τις καρδιές τους; Πως να είναι έτοιμες για τέτοιο πόνο; Βουβά και σιωπηλά, ακουμπούσανε κι οι τρεις στα μεταλλικά κάγκελα της αυλής.

Σαν τις κοίταζες, θαρρούσες πως έβλεπες τρία θλιμμένα κορίτσια. Μα εκείνες, βαθιά μέσα τους άντεχαν τη θλίψη. Όσο κι αν πονούσε η απώλεια, όσα δάκρυα κι αν κυλούσαν, νοιώθανε πως η γιαγιά τους δεν είχε φύγει από κοντά τους. Το αφουγκραζόντουσαν πως, με όσα τις είχε διδάξει ως τώρα, στις δύσκολες στιγμές δεν θα αποχωρίζονταν λεπτό η μία την άλλη. Τις είχε γαλουχήσει με σοφία και ευγένεια, τις είχε προετοιμάσει για την υπόλοιπη ζωή τους. Με λόγια απλά, με αστεία, με παραδείγματα και διηγήσεις από τη ζωή της, είχε μεταδώσει έναν μικρό θησαυρό γνώσεων στις εγγονές της!

«Θυμάστε; Τη βραδιά στο τζάκι; Πόσο την λάτρεψα τότε! Εγώ δεν έχω τόσο κουράγιο, να αντιμετωπίσω δυσκολίες!», είπε η Κωνσταντίνα.

«Θα το βρούμε μεγαλώνοντας! Όσα μας έμαθε είναι αλληγορικά, επέμενε να είμαστε ο εαυτός μας, ανεξάρτητες και ισχυρές!», απάντησε η Πηνελόπη.

Είχε δίκιο. Κι ήξερε και τι έπρεπε να κάνει, αυτό που δεν πρόλαβε να το ζήσει η γιαγιά της. Τώρα ήταν δικιά της ευθύνη. Τώρα, αυτή είναι η πιο μεγάλη, κρατάει τα ηνία!

Όταν πέρασαν οι μέρες, έγραψε ένα γράμμα στα αδέρφια της γιαγιάς της. Τον Αχιλλέα και τον Μανώλη. Δεν είχαν έρθει ποτέ να δουν την αδερφή τους σε περίοδο γιορτών, όσο ζούσε. Παρέμεινε ως το τέλος ο μεγάλος καημός της! Πάντα υπήρχε η δουλειά κι η απόσταση που τους χώριζε. Πάντα της έλεγε ο Μανώλης:

«Του χρόνου θα έρθω, να ηρεμήσω λίγο!». 

  Τα χρόνια περνούσαν και ποτέ δεν υπήρχε χρόνος. Τα αδέρφια χάθηκαν. Η προσμονή κι η λαχτάρα της αγκαλιάς άρχιζε να ξεθωριάζει για την κυρά Δήμητρα. Άτιμη πίκρα η ξενιτιά! Σου τρώει τις σάρκες λίγο λίγο. Όλα τα αδέρφια της τα αγαπούσε. Όλα τα είχε ταΐσει, τα είχε κοιμίσει, τα είχε πάει στο σχολείο μικρά. Κι όλα της λείπανε. Μια χριστουγεννιάτικη γιορτή, όλοι μαζί, πόσο υπέροχο θα ήτανε! Μα ακόμη κι η αδερφή της η Αναστασία, που ζούσανε μαζί κι ήξερε τη στεναχώρια της, δεν τη συμμεριζόταν απόλυτα.

«Γερμανία είναι βλέπεις, που να βρούνε χρόνο! Εσύ πρόσεχε τον εαυτό σου, Δήμητρα! Κάτσε να ξαποστάσεις λίγο!», της έλεγε η αδερφή της μόλις την έβλεπε στη κουζίνα να ετοιμάζει υλικά για κάποιο φαγητό, γλυκό ή πίτα για την οικογένειά τους.

«Μπα, κι εσύ! Άσε με να χαρώ όπως θέλω εγώ!», απαντούσε η κυρά Δήμητρα και δεν σήκωνε κουβέντα.

Αυτό που αποφάσιζε, θα το έπραττε! Δεν την πτοούσε ούτε η κούραση, ούτε τα πονεμένα πόδια της, ούτε η περασμένη ώρα. Να δώσει χαρά! Να γεμίζει τους ανθρώπους αγάπη! Αυτός ήταν ο σκοπός της ζωής της!

Η ιδέα της Πηνελόπης έπιασε. Ο μικρός αδερφός της γιαγιάς της, ήρθε με την οικογένεια του από την Πάτρα να τους δει στις διακοπές των Χριστουγέννων. Πρώτη φορά μετά από τον θάνατο του παππού Κωνσταντίνου, το 2005.

Ο Μανώλης ήρθε μετά από δύο μέρες, μόνος του με το αεροπλάνο αλλά γεμάτος δώρα για όλους. Η χαρά των κοριτσιών αποτυπώθηκε στα βλέμματα τους. Φάγανε μαζί στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ανταλλάξανε ευχές αγάπης και δώρα. Το απόγευμα κάνανε βόλτα στη Νάουσα, γυρίσανε το Δημοτικό πάρκο από άκρη σε άκρη, βγάλανε φωτογραφίες στη στολισμένη πόλη. Και δώσανε όλοι υπόσχεση να βρεθούνε ξανά το Πάσχα. Τώρα πια, είχανε ενωθεί. Τους είχε ενώσει η αγάπη της Δήμητρας.

Τα τρία κορίτσια θέλησαν να κάνουνε ένα ξεχωριστό δώρο και στην γιαγιά Αναστασία, που την αγαπούσανε κι αυτή ιδιαίτερα. Μία ηλιόλουστη μέρα, πήγανε οι τέσσερις τους βόλτα στο μνημείο της θυσίας του Απριλίου του 1822. Εκεί, μπροστά από τις μεγάλες πέτρες και το άγαλμα της μάνας με τα παιδιά της, η κυρά Αναστασία μελαγχόλησε.

«Αγαπούσε τόσο πολύ αυτό το άγαλμα η αδερφούλα μου! Από όταν το έφτιαξαν πριν πόσα χρόνια! Έλεγε ότι της μιλάει στη ψυχή της αυτή η μάνα!», μίλησε με μελαγχολία.

«Μας έμαθε να είμαστε ατρόμητες η αδερφή σου, γιαγιά! Κι εγώ, της έγραψα ένα ποίημα! Θέλω να σας το απαγγείλω, εδώ μπροστά στο μνημείο! Θα νοιώθω ότι το ακούει κι αυτή, είμαι βέβαιη!», είπε με δυνατή, ευλαβική φωνή η Πηνελόπη.

Προχωράει με θάρρος δύο βήματα και στέκεται μπροστά τους. Είναι αυτές κι ο γκρεμός! Αυτές κι οι ψυχές τους, μόνο!

«Κι αν αύριο αποκάμει η καρδιά,

Και θέλει η ψυχή μου λευτεριά

Τι πρόλαβα να δώσω εγώ στον τόπο μου;

Τι έζησα; Τι άφησα, στη στερνή ματιά;

Δεν σκιάζομαι για το σκοτάδι,

ούτε από φόβο κάνω πίσω

Ως την πνοή μου που θα βγει,

ατρόμητα θα πράξω,

γενναία θα μιλήσω

Για ψυχές δακρυσμένες,

για  μάνες ατρόμητες και κυνηγημένες

Για την υπέρτατη θυσία των γυναικών,

που έμειναν αιώνια δοξασμένες!».

Όση ώρα η νεαρή Πηνελόπη διαβάζει, την κυριεύει ένας ενθουσιασμός. Η συγκίνηση θεριεύει μέσα της και την κάνει να βουρκώσει. Μα δεν σταματάει να μιλάει. Τώρα, ξέρει! Τώρα, κατάλαβε τι εννοούσε η λατρεμένη της γιαγιά το βράδυ που έδωσαν υπόσχεση γύρω από το τζάκι. Όπως κι η Κωνσταντίνα με την Δέσποινα, που την κοιτούν ακίνητες δίπλα της, αγέρωχες γυναίκες πια. 

Αφουγκράζονται τα λόγια της υπέροχης αυτής γυναίκας, που θα κρατήσουν για πάντα στο μυαλό τους με απέραντη αγάπη και σεβασμό. Κι ένας λυγμός πνιχτός βγαίνει από το στόμα τους, που γίνεται μία φράση, αποτύπωμα ψυχής.

«Σε ευχαριστούμε γιαγιά! Θα σε θυμόμαστε σε όλη μας τη ζωή!».

Comments


bottom of page