Μέρος Β΄
Σαν γνώρισε τον Κώστα, ένοιωσε στα στήθη τον καημό του έρωτα μεμιάς!
Εκεί στη πόλη, την ημέρα της μνήμης της θυσίας των ατρόμητων γυναικών του Απριλίου του 1822, στεκόταν κόσμος μπροστά από τον Αράπιτσα, τον ποταμό της δόξας της ηρωικής Νάουσας. Εκεί τον είδε πρώτη φορά. Παλικάρι δύο μέτρα, δυνατός σαν ταύρος, με μελιά όμορφα μάτια και λίγα καστανά γένια. Κι ένα χαμόγελο, μάνα μου! Έλιωσε η καρδιά της σαν κερί, μόλις την κοίταξε πρώτη φορά μέσα στα μάτια.
«Αθάνατες!», φώναξε η Δήμητρα και αυτός αμέσως γύρισε να της μιλήσει.
«Πόσο ηρωικό, να αψηφάς τον θάνατο!», της είπε.
Από εκείνη την στιγμή, ξεκίνησε η κοινή ζωή τους, τον Απρίλιο του 1962. Μέχρι τον Οκτώβρη του 2005 που τον πρόδωσε η καρδιά του. Η αδερφή της κυρά Δήμητρας, η Αναστασία επέμενε να έρθει να ζήσει μαζί της στη Νάουσα σαν έμεινε χήρα. Της έκανε το χατίρι. Μα το σπίτι τους, το πατρικό στο χωριό δεν το ξέχναγε. Πήγαινε συχνά κι έμενε κι εκεί με τον καλό καιρό. Συνήθως τα Σαββατοκύριακα. Καθάριζε όλα τα δωμάτια με σχολαστικότητα. Τίναζε όλα τα στρωσίδια, κιλίμια, βελέντζες, κουβέρτες. Κι ας της έλεγε ο γιατρός να προσέχει τη μέση της.
«Εγώ ξέρω πότε δεν μπορώ!», έλεγε συνεχώς στην αδερφή της.
Σαν πότιζε τα λουλούδια στην αυλή το πρωί, ένοιωθε κοριτσάκι. Η ευτυχία της ήταν να βρίσκεται στο σπίτι που μεγάλωσε! Στο σπίτι που απόλαυσε η ψυχή της την αγάπη!
Σε όλα τα εγγόνια της είχε αδυναμία. Πέντε αξιώθηκε να δει, τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Τα κορίτσια ήταν πάνω κάτω συνομήλικα. Η Πηνελόπη την άνοιξη του 2017 γινόταν δεκαεπτά χρονών. Κοπέλα όμορφη, με γλυκό πρόσωπο, αέρινες κινήσεις και μιλιά σαν τραγούδι. Η Δέσποινα με την Κωνσταντίνα ήταν δίδυμες. Θα γινόταν δεκαέξι το ερχόμενο καλοκαίρι. Μοιάζανε πολύ. Η Κωνσταντίνα, εκτός από το όνομα είχε πάρει και τα μάτια του παππού της. Η Δέσποινα, της μαμάς της. Αγαπούσε τη μουσική κι είχε ήδη γραφτεί σε μαθήματα κιθάρας.
«Νεράιδες! Οι τρεις πανέμορφες νεράιδες μου!», τις αποκαλούσε η κυρά Δήμητρα με υπέρμετρη αγάπη και θαυμασμό.
Τα αγόρια τα κρατούσε στην αγκαλιά της, όταν ερχόντουσαν να την δούνε. Ακόμη μικρά ήτανε, οκτώ χρονών και τα δύο. Τα ένοιωθε σαν δικά της παιδιά. Και αυτά δεν ξεκολλούσαν από κοντά της. Κι ο Γιωργάκης και ο Δημητράκης της.
«Βρε μάνα, να σου τα αφήσουμε όλα τα εγγόνια μια εβδομάδα; Δεν θα πούνε όχι!», την πείραζε κάθε φορά η Ιωάννα, η μεγάλη της κόρη.
«Στις διακοπές σας, μόνο! Το σχολείο και τα μάτια σας, ακούτε κοπέλες μου;», απαντούσε η κυρά Δήμητρα με λάμψη στο βλέμμα και αγαλλίαση στη καρδιά της.
Μόνο υπερηφάνεια ένοιωθε για τις τρεις εγγονές της που μεγάλωναν γρήγορα. Ήθελε να πετύχουν στη ζωή τους, να γίνουν ατρόμητες γυναίκες! Καλλιεργημένες, έξυπνες και να μη φοβούνται τη δουλειά. Αλλά να αγαπούν και τη ζωή, την οικογένεια. Η Πηνελόπη, η Δέσποινα κι η Κωνσταντίνα είχανε δώσει ιερή υπόσχεση στη γιαγιά τους. Κι ήτανε κάτι μυστικό που το είχανε μοιραστεί μόνο οι τέσσερις τους, μια κρύα βραδιά του χειμώνα δίπλα στο τζάκι. Πάνε δύο χρόνια που είχανε έρθει για Σαββατοκύριακο στο χωριό, να μείνουνε στην αγαπημένη τους γιαγιά. Η Αναστασία, η αδερφή της Δήμητρας, έμεινε στη πόλη. Ο Αχιλλέας διέμενε χρόνια στη Γερμανία κι ο Μανώλης στην Πάτρα.
Μόλις είχανε φάει χορτόπιτα, που έφτιαξε το μεσημέρι η κυρά Δήμητρα. Ξαπλωμένη η Πηνελόπη στην πορτοκαλί βελέντζα, την παρακάλεσε:
«Πες μας γιαγιά, εκείνη την ωραία ιστορία με την επανάσταση! Εσύ τα λες γλυκά!».
Η Δέσποινα ήταν πάντα λιγομίλητη. Μα το σμαραγδένιο της πρόσωπο φωτίστηκε μόλις άκουσε την ξαδέρφη της. Κι έφεξε σαν το φεγγάρι! Η γιαγιά τους, ανοιχτόκαρδη και πρόθυμη πάντα τις κοίταξε σιωπηλά. Κάθισε στον καναπέ με μία κούπα ζεστό τσάι με μέλι στα χέρια της. Η ζέστη από τα ξύλα που καιγόντουσαν τις τύλιγε με μία γλυκιά θαλπωρή. Ξεκίνησε την αφήγηση, όπως την θυμόταν. Της είχε διηγηθεί κι η μάνα της την ιστορία αυτή. Κι η ίδια είχε διαβάσει βέβαια. Μα τα γράμματα δεν αξίζουν τίποτα, αν δεν έχεις τη φλόγα μέσα σου, αν δεν παίρνει φωτιά το μυαλό σου κι οι σκέψεις σου με την ανθρώπινη θυσία!
«Το Ζάλογγο της Μακεδονίας μας! Η άλωση της Νάουσας δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τους Τούρκους. Κάνανε σφοδρές επιθέσεις! Και οι Έλληνες μάχονταν σαν λιοντάρια...».
Οι περιγραφές της ηλικιωμένης μαγεύανε τα κορίτσια. Την άκουγαν με προσοχή και απόλυτη ησυχία. Κι όταν έφτασε στην ώρα της θυσίας, δακρύσανε κι οι τρεις κοπέλες μαζί. Πιάστηκαν από τα χέρια. Λες και οι περιγραφές της γιαγιάς τους είχανε τη δύναμη να τις τραβήξουν και να τις παρασύρουν στον ποταμό!
«Η βοή από τον καταρράκτη του ποταμού Αράπιτσα ακουγόταν σαν επιθανάτιος ύμνος. Εκεί μπροστά βρέθηκαν οι ηρωίδες αυτές, κορίτσια μου! Μπροστά στον άγριο παφλασμό των νερών! Και πίσω τους μόνο Τούρκοι λυσσασμένοι να τις πάρουν τη ζωή και την τιμή τους! Σε σκλαβοπάζαρα θα κατέληγαν όσες έμεναν ζωντανές στα χέρια τους, ατιμασμένες! Αγκαλιά με τα παιδιά τους, το σκέφτεστε; Τι θάρρος και αυταπάρνηση είχανε αυτές οι Ελληνίδες! Προτίμησαν τον θάνατο από τη σκλαβιά σε ένα χαρέμι! 22 Απριλίου 1822, μη την ξεχάσετε ποτέ αυτή την ημερομηνία, σας ξορκίζω! Ο ηρωισμός των ψυχών τους πρέπει να είναι δίδαγμα για όλους εμάς, που ζούμε ελεύθεροι! Μα, για τις γυναίκες διπλή τιμή! Θυσίασαν και τα παιδιά τους, όχι μόνο τη ζωή τους!».
«Είμαι περήφανη που ο τόπος μας γέννησε τέτοιες γυναίκες, γιαγιά!», τόνισε αποφασιστικά η Δέσποινα.
«Κι εγώ το ίδιο! Η θυσία τους δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ!», απάντησε κι η Κωνσταντίνα ενθουσιασμένη.
«Υποσχεθείτε μου, λοιπόν, πως θα είστε πάντα μονιασμένες! Αλλά και να σκέφτεστε ελεύθερα, να καλλιεργείτε το μυαλό σας! Μόνο έτσι προοδεύει ο άνθρωπος! Εντάξει, μικρές μου νεράιδες;»
Η κυρά Δήμητρα χάιδεψε τα καστανά μαλλιά της Πηνελόπης και αυτή γέλασε. Αμέσως της ανακάτεψε τα μαλλιά κι η Κωνσταντίνα. Το κοριτσίστικο παιχνίδι άναψε. Σαν τη φλόγα της αγάπης στη καρδιά. Κι η κυρά Δήμητρα, ήξερε πως αυτά τα τρία κορίτσια θα πετύχουν στην ζωή τους. Θα είχανε την θυσία του 1822, σκέψη αλησμόνητη διαχρονικά στο μυαλό τους. Για όλη τους τη ζωή!
Ένας δυνατός πόνος στο στήθος, επανάφερε τη σκέψη της στο σήμερα. Έφαγε τα γεμιστά και ξάπλωσε. Οι σκέψεις της δεν είχανε φύγει ακόμη. Τελευταία ένοιωθε έντονο το σφίξιμο στη καρδιά. Δεν μιλούσε, υπόμενε σιωπηλά τον πόνο. Μα, σήμερα ήτανε διαφορετικός. Πήρε τηλέφωνο την αδερφή της. Πάντα μιλούσανε με την Αναστασία συχνά.
«Δεν είμαι καλά σήμερα, θα έρθεις Τασσώ μου;», την ρώτησε γλυκά με αδύναμη φωνή.
Έτσι την αποκαλούσε χαϊδευτικά. «Η Τασσώ μου», έλεγε από μικρά παιδιά. Όταν ήρθε η αδερφή της, θέλησε να την αγκαλιάσει. Μα, αυτή άρχισε να κλαίει κι η Δήμητρα την μάλωσε.
«Τόσα χρόνια με ξέρεις! Δεν φοβάμαι! Τον Κώστα μου θέλω να πάω να βρω! Άντε που κλαις, μικρό κορίτσι!», είπε γλυκά στην αδερφή της.
Αυτά ήτανε και τα τελευταία της λόγια. Ξεψύχησε μετά από λίγο δίπλα της. Κι η Αναστασία της κράταγε το χέρι, σαν έφυγε κι η στερνή της ανάσα. Συγκλονισμένη!
(συνεχίζεται)
Comentarios