top of page

ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ


Εκείνος καθόταν σε ένα τραπεζάκι στη γωνία του μισοσκότεινου μαγαζιού δίπλα στο παράθυρο. Κούνησε τις σερπαντίνες που κρέμονταν από την οροφή με τα μακριά του δάχτυλα και παρατήρησε τον κόσμο που περπατούσε στο πλακόστρωτο δρομάκι μέσα στη νύχτα. Ήταν η γιορτή του καρναβαλιού και όλοι ήταν μασκαρεμένοι. Κάγχασε. Μια σερβιτόρα ντυμένη κουνελάκι τον πλησίασε για να του σερβίρει το ποτό του.

Της χαμογέλασε και τα ολόχρυσα δόντια του άστραψαν στο μισοσκόταδο.

Εκείνη, θεωρώντας πως αυτό που αντίκριζε ήταν απλά μια μεταμφίεση, του ανταπέδωσε το χαμόγελο, και απομακρύνθηκε.

Πήρε το ποτήρι στο χέρι του και το στριφογύρισε.

Το κόκκινο κρασί φαινόταν υπερβολικά αραιό για τα γούστα του. Έβγαλε ένα μικρό φιαλίδιο από την τσέπη του παλτού του και έσταξε μέσα μερικές σταγόνες. Στριφογύρισε και πάλι το ποτήρι και χαμογέλασε ικανοποιημένος.

Τώρα ήταν ακριβώς όπως έπρεπε για να το πιει: κόκκινο και πηχτό, σαν…

Ρούφηξε λαίμαργα μια μεγάλη γουλιά, κι έκανε ένα γύρο με το βλέμμα του στο στολισμένο μαγαζί.

Το μόνο φως που υπήρχε, προερχόταν από τα ρετρό φωτιστικά που βρίσκονταν πάνω σε κάθε τραπέζι και τα κεριά που ήταν τοποθετημένα στις ειδικές θήκες του παλιού πολυέλαιου που κρεμόταν από το ταβάνι.

Παρατήρησε τον κόσμο γύρω του. Όλοι φορούσαν μάσκες και συζητούσαν ζωηρά.

Μόνο που δεν μπορούσαν να κρυφτούν από εκείνον.

Ήξερε ότι είχε την ικανότητα να εισχωρήσει στο μυαλό τους μέσα από τις σχισμές που υπήρχαν στις μάσκες στις θέσεις των ματιών τους και να διαβάσει την ψυχή και τους πιο ενδόμυχους φόβους τους. Και ήξερε… ότι μπορούσε να τους αναγκάσει να κάνουν ό,τι ήθελε.

Οι σκέψεις του διακόπηκαν όταν είδε το βλέμμα μιας νεαρής κοπέλας που ήταν ντυμένη catwoman, καρφωμένο πάνω του.

Η ηλικία της φυσικά δεν φαινόταν, αλλά εκείνος μπορούσε να τη διαβάσει.

Μπορούσε να διαβάσει τα πάντα﮲ ακόμα και τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε όταν ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών και την είχε βιάσει ο νεανικός της έρωτας﮲

και μπορούσε να την αναγκάσει να τις ζήσει και πάλι.

Μπορούσε να την κάνει, να δει στο πρόσωπο του άντρα που ήταν ντυμένος βασιλιάς και καθόταν στο τραπέζι απέναντι από εκείνη, τον βιαστή της – ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν – και να την τρελάνει. Και το έκανε.

Τα ουρλιαχτά τρόμου διέκοψαν την ευχάριστη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο μαγαζί, τη στιγμή που η catwoman, είχε επιτεθεί στο βασιλιά και προσπαθούσε να τον σκοτώσει με ένα μαχαίρι.

Πολλοί έσπευσαν να ελευθερώσουν τον σαστισμένο άντρα από τα χέρια της, αλλά εκείνος δεν τους έδινε σημασία.

Είχε πλέον στρέψει την προσοχή του σε ένα ζευγάρι που καθόταν στο τέρμα του μαγαζιού και παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι το σκηνικό.

Μπορούσε να διαβάσει στα μάτια του άντρα που φορούσε τη μάσκα του Ζορό, τη ζήλια που ένιωθε για τη γυναίκα του που ήταν ντυμένη Τζασμίν.

Και μπορούσε να την βγάλει προς τα έξω και να τον κάνει να μεταμορφωθεί στο «τέρας» που γινόταν πάντα κάθε φορά που νόμιζε πως εκείνη τον προκαλούσε.

Η οθόνη του κινητού της γυναίκας άναψε.

Εκείνη έριξε μια φευγαλέα ματιά και το αγνόησε.

Εκείνος όμως, τυφλωμένος από τη ζήλια του και νομίζοντας πως ήταν κάποιος εραστής, όρμησε κατά πάνω της και προσπάθησε να την πνίξει.

Οι υπόλοιποι θαμώνες, που είχαν καταφέρει να ηρεμήσουν την catwoman, τώρα έτρεξαν προς το μέρος του ζευγαριού για να απελευθερώσουν την Τζασμίν από τα χέρια του Ζορό.

Εκείνος χαμογέλασε κι ετοιμάστηκε για το τελειωτικό του χτύπημα. Έστρεψε το βλέμμα του προς τον μπάρμαν που φορούσε τη στολή ενός αρχαίου Έλληνα.

Κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του και διάβασε τους πιο ενδόμυχους φόβους του.

Πριν λίγο καιρό είχε πάρει εξιτήριο από την ψυχιατρική κλινική στην οποία νοσηλευόταν. Έτρεμε μήπως μάθουν το μυστικό του και τον απολύσουν.

Εισχώρησε ακόμα πιο βαθιά μέσα του και είδε τις παραισθήσεις του, εκείνες που τον στοίχειωναν για πολύ καιρό μέχρι να θεραπευθεί.

Κι όταν η σερβιτόρα – κουνελάκι τον πλησίασε για να του δώσει μια παραγγελία, εκείνος είδε στο πρόσωπό της το κουνέλι από την ταινία Donnie Darko και την έσπρωξε με δύναμη μακριά του, ρίχνοντάς την πάνω σε ένα τραπέζι. Έπειτα άρχισε να ουρλιάζει υστερικά, αφού έβλεπε στα πρόσωπα των θαμώνων τα τέρατα που τον κυνηγούσαν τόσα χρόνια. Κι όταν δυο άντρες έτρεξαν να τον ηρεμήσουν, είδε κέρατα και γλώσσες φιδιών να ξεπηδούν μέσα από το κεφάλι τους. Με μια αστραπιαία κίνηση, μαχαίρωσε τον έναν στο λαιμό. Το αίμα άρχισε να αναβλύζει και οι πελάτες έτρεξαν έντρομοι προς την έξοδο, μα η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

Εκείνος βρισκόταν εδώ και ώρα έξω από το μαγαζί και παρακολουθούσε από το παράθυρο. Χαμογέλασε στραβά τη στιγμή που ο αφηνιασμένος μπάρμαν βρισκόταν εκτός ελέγχου και απομακρύνθηκε από την πολύβουη πλατεία.

Βρέθηκε σε ένα σκοτεινό, έρημο δρομάκι, κι αφού ήταν σίγουρος ότι δεν τον έβλεπε κανένας, τράβηξε απότομα την ανθρώπινη μάσκα που φορούσε. Δυο μυτερά κέρατα ξεπρόβαλαν και το πρόσωπό του απέκτησε την τερατόμορφη, πραγματική του μορφή.

Η χρυσή οδοντοστοιχία του άστραψε ξανά μέσα στο μισοσκόταδο. Ετοιμάστηκε να γίνει ένα με τις σκιές της νύχτας, όταν η δυνατή μουσική που ερχόταν από ένα μαγαζί μετά τη γωνία του δρόμου, τράβηξε την προσοχή του. Φόρεσε και πάλι την ανθρώπινη μάσκα του, χαμογέλασε πονηρά και κατευθύνθηκε προς τα εκεί.


Ερωδίτη Παπαποστόλου


Comments


bottom of page