top of page

Μέρος 4⁰ Ιωάννινα -Αρτα



-Γιόκαμ’; ρώτησε η κυρα-Κώσταινα.

-Έλα μάνα, απάντησε ο Γιώργης. Έλα, τι μ’ θες;

-Γιώργη μου, ο κυρ-Αναγνώστης είναι βαριά άρρωστος και μου ζήτησε να τον εξυπηρετήσεις. Εσύ, όμως! Δεν έχ’ σ’ άλλονε εμπιστοσύνη.

-Ναι, ρε μάνα, ναι.

Κι εγώ τονε συμπαθάω. Όμως, για λέγε, τι μι θέλει;

-Θα σου πει ο ίδιος, αν πας τώρα απ’ εκεί. Πάαινε γιόκα μ’, μη φύγει ο άρρωστος κι έχουμε άλλα ντράβαλα!

Ο Γιώργης, παιδί της κυρα-Κώσταινας – Μαρίας κατά βάφτιση - ήταν μοναχοπαίδι κι ορφανός από μικρός.

Ο πατέρας του, ο Κώστας, έπεσε στο γκρεμό του Βίκου εκεί κοντά στο μοναστήρι, το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, όταν ζαλίστηκε, κουβαλώντας πέτρες, να χτίσουν το μαντρότοιχο.

Μια απ’ αυτές βάλαν πλάι στον τάφο του.

Καταγινόταν με αγροτοδουλειές και χτισίματα.

Η μάνα του έφτιαχνε μικρές πίττες και τις έδινε στο φούρνο της κυρα-Φρόσως, για να τις πουλάει στους τουρίστες του χωριού: του………….

Ντύθηκε με το γιλέκο του, πήρε μαζί και λίγο ψωμοτύρι, και ξεκίνησε για το διπλανό χωριό, τους Ασπραγγέλους.

Ήθελε δύο ώρες περπάτημα και «λίγο» σκαρφάλωμα για να φτάσει νωρίς και να προλάβει το κακό.

Ήταν δώδεκα το μεσημέρι, όταν αντίκρισε τα πρώτα σπίτια του χωριού.

Πλησίασε στην πλατεία και ένιωσε ρίγος, όταν η καμπάνα χτύπησε. Μιας και ήταν σοκαρισμένος, δεν αντιλήφθηκε τα δώδεκα χτυπήματα και ρώτησε κάποιους χωριανούς για τον κυρ-Αναγνώστη.

-Όχι πιδίμ’, ακόμα ζει!

«Ωραία, τονε πρόλαβα!», σκέφτηκε και άνοιξε το βήμα του. Χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε μια γιαγιά:

-Ποιος είσι συ;

-Εγώ;

Ο Γιώργης. Με θέλει ο μπάρμπας.

-Α! Ισί είσι; Έλα, έλα, σε περιμένει.

Μπήκε και κατευθύνθηκε αμέσως απ’ το χωλάκι στο δωμάτιο του πόνου.

-Ααααα! Ήρθες; ακούστηκε η φωνή κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Έλα δω! Έλα να σε πω, συνέχισε.

-Λέγε, κυρ-Αναγνώστη..

-Άκου με, το λοιπό! Πρέπει να πάρεις αυτό…

… του έδωσε με προσοχή ένα μικρό δεματάκι που ’χε φυλαγμένο κάτω απ’ το προσκεφάλι του. Μικρό, όσο μια κασετίνα ξύλινη.

-Να το πάρεις και να το δώσεις στη διεύθυνση αυτή. Και του δίνει ακόμα ένα μικρό χαρτάκι.

Ο Γιώργης γνέφει θετικά, αλλά μόλις βλέπει τη διεύθυνση, κοκκινίζει, τρελαίνεται, αλαφιάζει:

«Προς κυρίαν Ελευθερίαν Παπαδόγκωνα, Πέτα, Άρτας»

-Μα τι; του ξέφυγε.

-Αγόριμ’, το ξέρω. Δε μας συμπαθούν εκεί. Νομίζουν πως κοιτάγαμε μόνο την πάρτη μας… τότε.. στον Ξεσηκωμό! Μας κρατάν κακία. Δε θέλουν… να… μας ξέρουν. Κάντο αγόρι μου! Μόνο εσένα έχω μπιστικό! είπε, κι ένιωσε την κούραση της ζωής να του βαραίνει τα βλέφαρα.

Ο Γιώργης, βγήκε στην αυλή. Σε λίγο, ο κυρ-Αναγνώστης ξεψύχησε. Τον είχε προλάβει, για λίγο. Η καμπάνα τώρα πια, δε χτύπαγε την ώρα, μα το θάνατο. Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές, είπε μέσα του: «καλή Ανάπαυση, κυρ-Αναγνώστη», χαιρέτησε κι έφυγε. Έφυγε, αλλά πού; Πού να πάει, αφού το μικρό αυτό δεματάκι τον κρατούσε δέσμιο στις πράξεις του από δω και πέρα;

Άρχισε να περπατά, πηγαίνοντας ξανά πίσω, προς το χωριό του. Κάποια στιγμή ένιωσε κάπως κουρασμένος. Έβγαλε από το δισάκι του το ψωμοτύρι, κάθησε σε μια μεγάλη πέτρα, βολεύτηκε και βάλθηκε να απολαύσει το λίγο, μα πολύτιμο φαγητό του.

«Αχ!», στέναξε, «Καλό το κολατσιό, αλλά φαΐ δεν είναι. Ας πλαγιάσω λιγουλάκι, να χαλαρώσω. Θα πάρω και δυνάμεις, για μετά», είπε κι έγειρε στα ριζά ενός δέντρου…

Οι ώρες περνούσαν και ο Γιώργης ακόμα κοιμόταν. Δεν αντιλήφθηκε πως είχε πια σουρουπώσει, όταν άρχισε να τον διατρέχει ένα μικρό ρίγος από την αλλαγή θερμοκρασίας. Άνοιξε τα μάτια του και ξαφνιάστηκε, βλέποντας τον ήλιο να χάνεται τελείως στον ορίζοντα και τον ίδιο, ξεχασμένο στο… πουθενά!

Ήταν τέτοιο το ξάφνιασμά του, που, όταν έφερε στο μυαλό του την τελευταία σκηνή της συνάντησης με τον μπαρμπα-Αναγνώστη, τρόμαξε στην ιδέα τι μπορεί να περιείχε εκείνο το μικρό κουτί. Δεν προλάβαινε να γυρίσει‧ με τίποτα‧ έπρεπε να βρει κάτι, κάπου, κάποιο χώρο να μείνει το βράδυ. Και η μάνα του θ’ ανησυχούσε πολύ. Έχει λύκους και τσακάλια το μέρος και καμιά φορά και καφέ αρκούδες. Προχώρησε προς το δρόμο της επιστροφής.

Μετά από μισή ώρα, μες στο σκοτάδι πια, είδε ένα φως. Έμοιαζε… με μικρό σπιτάκι; Στάνη; Φυλάκιο; Πλησίασε. «Α! Ένα μικρό σπίτι! Τυχερός είμαι! Μα… εδώ πάνω, στα βουνά;», αναρωτήθηκε.

Μόλις πλησίασε, είδε πως ήταν ένα μικρό ξωκλήσι. Το φως που είχε δει ήταν από τα δύο αναμμένα καντηλάκια. Έφτασε στην πόρτα. Πίεσε το χερούλι και… η πόρτα άνοιξε. «Φχαριστώ Θεέ μου!», μονολόγησε, «απόψε θα κοιμηθώ σπίτι σου. Δε θέλω πολλά, μόνο μια γωνίτσα. Και το πρωί θα σου κάνω δώρο: θα σου καθαρίσω το χώρο», είπε κι ευθύς, έγειρε σ’ ένα στασίδι – του ψάλτη – και κοιμήθηκε.

Θα ’ταν πέντε το πρωί όταν, πριν βάνει το φως, ακούστηκαν αλυχτίσματα και γρυλίσματα άγριων ζώων. Μια αγέλη λύκων είχε περικυκλώσει το ξωκλήσι και περίμεναν το… «φαΐ» να σερβιριστεί μόνο του. Ο Γιώργης, άνοιξε τα μάτια, πλησίασε αθόρυβα την πόρτα και έβαλε και το σύρτη. Μετά από μία και μισή ώρα, το κοπάδι λάκισε. Δεν κυνηγάνε με το φως τη μέρας. Ο Γιώργης κοίταξε ερευνητικά από το χρωματιστό τζάμι. Ο ήλιος διακριτικά, έμπαινε και ζέσταινε το χώρο. Ήταν πάλι μόνος. Αυτός, κι ο Θεός του. Τον ευχαρίστησε και φεύγοντας έριξε μια τελευταία ματιά στο εκκλησάκι. Κάτι έγραφε πάνω από την πόρτα: «Άγιος Νικόλαος», «Δέηση» και κάποιο επίθετο. Δεν έδωσε σημασία.. μόνο αναρωτήθηκε: «Μα γιατί θαλασσινός άγιος στα βουνά; Χάθηκαν οι στεριανοί;» και, λέγοντας αυτά, ξεκίνησε για την επιστροφή.

Φτάνει στο χωριό. Η μάνα του είχε τρελαθεί, καθώς πρόσφατα, είχε χαθεί ο Γραμματικός της κοινότητας από λύκους. Της διηγείται τα καθέκαστα και της δείχνει το δεματάκι.

-Τι να ’ναι; ρωτά εκείνη.

-Δεν ξέρω, μάνα. Μόνο που ήθελε να το πάω στο Πέτα, στην Άρτα. Δυο μέρες ταξίδι.

-Πρέπει γιόκαμ’. Τελευταία επιθυμία του μακαρίτη ήταν.

-Το ξέρω. Θα πάω. Αύριο φεύγω. Θα πάρω το λεωφορείο για Γιάννενα και μετά Άρτα. Κάποια στιγμή θα φτάσω στο χωριό.

Έκανε κάτι δουλειές και μετά έφαγε κι έπεσε για κανονικό ύπνο. Τον απασχολούσαν όμως τρία πράγματα; τι να είχε μέσα το κουτί, γιατί υπήρχε «θαλασσινό» ξωκλήσι στο βουνό, και τι δουλειά θα έπρεπε να μείνει πίσω για να πάει στο Πέτα. Κάποια στιγμή κοιμήθηκε. Βαριά! Πολύ βαριά! Στον ύπνο του, ήρθε η τελευταία φράση του κυρ-Αναγνώστη: «Μόνο εσένα έχω μπιστικό!». Μα ο μακαρίτης είχε πολλούς φίλους. Τι μυστικό να κρύβει;

Ξημέρωσε ο Θεός και ο Γιώργης ετοιμάστηκε να φύγει. Περπάτημα μισή ώρα μέχρι τον κεντρικό δρόμο και γρήγορο βάδισμα, μη χάσει το λεωφορείο.

-Καλημέρα. Ξέρετε αν έχει λεωφορείο για Άρτα τώρα, μέχρι το μεσημέρι; ρώτησε τον οδηγό και παρατήρησε ξινισμένα μούτρα παντού. Λες και είπε κακιά κουβέντα.

-Έχει, απάντησε ο οδηγός, αλλά δεν ξέρω αν πάει. Μάλλον άδειο, μάλλον δεν θα πάει.

Ανάσα ανακούφισης από τους επιβάτες. «Κοίτα να δεις, θα με πουν και προδότη στο τέλος! Πού να ’ξεραν!», σκέφτηκε.

Το λεωφορείο έφτασε στο σταθμό, στα Γιάννενα. Απέναντι από το παλιό Γυμνάσιο Αρρένων. Κατέβηκε ζαλισμένος. Άλλο να πηγαίνεις, κι άλλο να σε πάνε.. Ρώτησε στο εκδοτήριο. «Σε τρεις ώρες θα φύγει από δω μπροστά», ήρθε η απάντηση, «αν έχει κόσμο. Με έναν, σίγουρα δεν πάει. Μόνο σε μεγάλη ανάγκη».

«Τρεις ώρες», σκέφτηκε ο Γιώργης. «Να πάω μια βόλτα στην αγορά».

Κατέβηκε στον εμπορικό δρόμο, την «Ανεξαρτησίας», έπεσε πάνω σ’ ένα γλυκατζίδικο.

«Μωρέ, τι γλυκά είναι αυτά; Σα μερίδα φαΐ!». Μπήκε και πήρε ένα που το λέγαν «μιλφέϊγ», που σημαίνει 1.000 φύλλα, στα γαλλικά, όπως του εξήγησε ο ζαχαροπλάστης.

-Ωραίο, αλλά σαν τα γλυκά της μάνας μου δεν είναι!

Βόλτα τη βόλτα, η ώρα πέρασε και περίμενε να μπει στο λεωφορείο για Άρτα. Περίμενε, περίμενε… τρεις έπρεπε να φύγει, πήγε τρεισήμισι και κανείς δεν ερχόταν. Πάει πάλι στο γκισέ και λέει:

-Πατριώτη, πρέπει να πάω στην Άρτα. Επείγει!

-Μα είσαι μόνος σου. Να μείνεις σήμερα και αύριο, θα κατέβουν άλλοι 15-16. Οπότε, αύριο το πρωί στις 9.

-Μα…

-Τι να σου κάνω φίλε; Τα παράπονά σου στον ελεγκτή.

Ο Γιώργης περίμενε λίγο ακόμα και όπως ετοιμαζόταν να φύγει, εμφανίζονται άλλοι τρεις επιβάτες για Άρτα.

Αυτοί πρέπει να ήταν γνωστοί στο πρακτορείο, γιατί αμέσως εμφανίστηκε ο οδηγός και μπήκε μέσα στο λεωφορείο. Έβαλε μπροστά.

-Έι, φίλε! Έλα! Το λεωφορείο θα φύγει τώρα, τυχερός είσαι!

-Έρχομαι! φώναξε ο Γιώργης και γύρισε τρέχοντας.

Ανέβηκε στο όχημα. Ο οδηγός έβαλε μπροστά.

Κάθησε στην τρίτη σειρά, από δεξιά. Μπροστά του, αριστερά, καθόταν μια κοπέλα, και μπροστά της, μάλλον οι γονείς της. «Όμορφο κορίτσι», σκέφτηκε ο Γιώργης. Μα κι εκείνη τον κοίταξε ερευνητικά. Η μάνα, που μάλλον κατάλαβε τη σκέψη του, πήγε και κάθησε δίπλα της, ώστε να μην έχουν οπτική επαφή. Ολόκληρο λεωφορείο, των σαράντα πέντε ατόμων άδειο και η ομορφούλα κρυμμένη πίσω απ’ το μαντρότοιχο‧ και μπροστά ο «φύλακας» .

-Σε πόση ώρα θα είμαστε στην Άρτα; ρώτησε ο Γιώργης, αλλά πριν απαντήσει ο οδηγός, τού απευθύνθηκε η μάνα , λέγοντας:

-Τι ρωτάς; Δεν είσαι από κει;

-Όχι, δεν είμαι, γι’ αυτό ρωτάω.

-Τι είσαι, Γιαννιώτης; Ή από χωριό;

Ο Γιώργης το σκέφτηκε καλά πριν απαντήσει. Πρώτη φορά στη ζωή του δε θα ’λεγε την αλήθεια.

-Από δω, από Γιάννενα είμαι.

-Ααα, ευτυχώς, δεν είσαι απ’ τα Ζαγόρια! Εκεί, παιδί μου, δε μας συμπαθούν, αλλά κι εμείς δεν τους έχουμε φίλους. Μάλλον εχτρούς τους έχουμε.

Εν τω μεταξύ, το λεωφορείο έχει φτάσει έξω από το στρατόπεδο του Βελισάριου και πιάνει Γιαννιώτικο Σαλόνι.

-Και για να ’χουμε καλό ρώτημα: τι καλό σε πάει στην Άρτα;

Πάλι ο Γιώργης το συλλογίστηκε καλά. Για να τον έχει μοναδικό μπιστικό ο κυρ-Αναγνώστης, δεν έπρεπε να πει αλήθεια. Ο ψεύτης, αν αρχίσει να λέει, δε σταματάει.

-Πάω να δω μια μακρινή συγγένισσα, για κάτι χωράφια.

-Άι, έχεις συγγενείς στην Άρτα;

-Ναι, εκεί κοντά..

-Πούθενε; Στα χωριά;

-Ναι! Στο Πέτα.

-Αααα! Εκεί μένουμε κι εμείς.

Τώρα είχε προδοθεί λίγο. Έπρεπε να το χειριστεί σωστά.

-Αλήθεια; Τότε θα ξέρετε την κυρα-Αθηνά, τον Παπαγκώνα;

-Όχι, πιδίμ’, δεν τη γνωρίζω. Είνι μεγάλη;

-Ε, όχι πολύ. Στα 50-55…

-Όχι πιδίμ’, Δεν υπάρχει στο χωριό τέτοιο επίθετο. Πώς είναι; Την έχεις ξαναδεί;

-Όχι. Ότι μου πε η μάνα μου και ο σχωρεμένος ο κυρ-Αναγνώστης.

-Ποιος; Ο κυρ-Αναγνώστης πόθανε;

-Ναι, απέθανε. Τον ξέρατε;

-Ναι, παιδί μου, τον ήξερα! απάντησε συγκινημένη. Ήταν ο άντρας μου. Κι αυτή εδώ είναι η κόρη του. Ο Θόδωρος, μπροστά, είναι ξάδερφός μου.

-Κι εσείς είστε η Ελευθερία…

-Παπαδόγκωνα! Αυτήν ψάχνεις, ε;

-Ναι!... έχω κάτι να σας δώσω απ’ τον κυρ-Αναγνώστη..

…και βγάζει από την τσάντα του το μικρό πακετάκι του συχωρεμένου.

-Για σας κατέβαινα στο Πέτα, πρόσθεσε. Αυτό είναι για σας. Μου το έδωσε ο κυρ-Αναγνώστης.

Η στιγμή γίνεται ξαφνικά δραματική: η κυρία Ελευθερία κρατάει την κασετίνα και τρέμει ολόκληρη. Δάκρυα κυλάνε στα μάτια της. Σα να γνωρίζει τι της έχει φυλαγμένο στο κουτί ο μακαρίτης. Η κόρη της, την αγκαλιάζει και ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο Γιώργη. Η κυρία Ελευθερία ανοίγει το κουτί. Έχει μόνο ένα χαρτί μέσα, γραμμένο. Το ξεδιπλώνει και διαβάζει

«Λευτέρω μου,

το ξέρω πως δεν τα καταφέραμε καλά οι δυο μας, γιατί ήμουν ξεροκέφαλος και πεισματάρης. Όμως η Σωτηρία μας, αυτό το κοριτσάκι, που τώρα θα ’ναι ίσα με τα είκοσι δύο, είναι ότι καλύτερο μου χάρισες. Πριν κοιμηθώ για πάντα, και μετά από είκοσι χρόνια που ’χω να σε ανταμώσω, μπορώ να σου πω ότι δεν αθέτησα το λόγο μου: τότε που σού ’στειλα ραβασάκι, πως, όταν βρεθεί το κατάλληλο παλληκάρι που θα είναι χίλιες φορές καλύτερο από μένα, θα του δώσω το γράμμα να στο φέρει. Κι αυτό το παιδί είναι ο Γιώργης. Να είστε ευτυχισμένοι και να με θυμάστε πού και πού.

Σε φιλώ γλυκά, και για πάντα,

Αναγνώστης»

Η κυρία Ελευθερία σηκώνεται από το κάθισμά της. Ο ξάδερφος κι εκείνος. Ο οδηγός κάνει στην άκρη. Σταματάει απορημένος. Ο Γιώργης σηκώνεται κι αυτός. Η μάνα τον πλησιάζει και τον αγκαλιάζει. Παίρνει το χέρι του και το δίνει στην όμορφη Σωτηρία.

-Παιδιά μου, να ζήσετε…

-Να ζήσετε! φωνάζει κι ο οδηγός

-Πάντα αγαπημένα! συμπληρώνει ο ξάδερφος.

Ο Γιώργης και η Σωτηρία έχουν λίγο σαστίσει, αλλά δε λένε να ξεκολλήσουν τα χέρια τους και τα βλέμματά τους.


Ίσως και να ’ταν ο πιο παράξενος αρραβώνας, σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής: Γιάννενα-Άρτα!



Κωνσταντίνος Καραμπερόπουλος 🌹

Comments


bottom of page