ΛΑΚΙ ΜΠΛΟΥ
- ΕΡΩΔΙΤΗ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
- Mar 1
- 6 min read

Ο εικοσάχρονος Λάκι Μπλου ήταν αυτό που υποδείκνυε το όνομά του. Τυχερός… και Μπλε.
Φορούσε μπλε ρούχα κι έβαφε τα μαλλιά του στην ίδια απόχρωση.
Το μόνο που είχε διαφορετικό χρώμα πάνω του, ήταν φυσικά το δέρμα και… τα μάτια του.
Ήταν κατάμαυρα˙ τόσο μαύρα που τρόμαζε όποιος τα αντίκριζε.
Όσο για την τύχη, ήταν μονίμως τυχερός˙ από τότε που γεννήθηκε.
Είκοσι χρόνια πριν…
Ο πατέρας του ποτέ δεν τον ήθελε. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ένιωθε πως αυτό το παιδί δεν θα γεννιόταν για καλό.
Είχε σκοπό λοιπόν, να σκηνοθετήσει με κάποιον τρόπο τον θάνατο του βρέφους και χωρίς να το μάθει η γυναίκα του, να τον αφήσει σε κάποιο ορφανοτροφείο.
Ή ακόμη και στον δρόμο.
Όμως δεν πρόλαβε.
Τη στιγμή που βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο τοκετού και ακούστηκε το πρώτο κλάμα του νεογέννητου, ο άντρας του ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στήθος. Και αυτό, ήταν το τελευταίο που ένιωσε στη ζωή του.
«Έμφραγμα» αποφάνθηκαν οι γιατροί.
«Από τη συγκίνηση για τη γέννηση του γιου του» υπέθεσε η γυναίκα του.
Και για να τιμήσει τη μνήμη του, έδωσε το όνομά του, Λάκι, στον γιο τους.
Ο Λάκι συνέχιζε να είναι τυχερός. Ήταν τυχερός, όταν σαν παιδί ακόμη, τον ακολούθησε το μικρό σκυλάκι της γειτόνισσας τους.
Το αγόρι το παρέσυρε σε έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, πέταξε ένα μπαλάκι στη μέση και το προέτρεψε να του το φέρει.
Το σκυλάκι δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του.
Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε, ούτε ποιος έφταιγε.
Όλοι πίστεψαν πως απλά χάθηκε.
Η τύχη του δεν τον εγκατέλειψε εκεί.
Συνέχισε να τον ακολουθεί στο σχολείο, όπου έκλεψε το σπρέι άσθματος ενός συμμαθητή του.
Το αγόρι έπαθε κρίση και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, γλιτώνοντας την τελευταία στιγμή από ασφυκτικό θάνατο.
Όλοι πίστεψαν πως το έχασε.
Ο Λάκι εξακολουθούσε να είναι τυχερός ακόμη κι όταν στην τελευταία τάξη του Λυκείου στρίμωξε στην τουαλέτα μια μαθήτρια μικρότερης τάξης.
Το κορίτσι στην προσπάθειά της να γλιτώσει, γλίστρησε και χτύπησε το κεφάλι της. Μοιραία. Όλοι πίστεψαν πως απλά σκόνταψε.
Σήμερα…
Είχε φτάσει σχεδόν είκοσι χρονών και η τύχη του δεν τον είχε εγκαταλείψει. Λίγους μήνες νωρίτερα, είχε κλέψει το πορτοφόλι μιας γυναίκας. Μέσα βρήκε ένα λαχείο. Και όταν έγινε η κλήρωση, διαπίστωσε πως κέρδισε τον πρώτο λαχνό. Δεν θα χρειαζόταν να δουλέψει ποτέ στη ζωή του. Όχι, ότι σκόπευε. Μέχρι εκείνη την ημέρα ζούσε από τα χρήματα της μητέρας και των παππούδων του, αλλά τώρα είχε εξασφαλίσει, πως ακόμη και να τελείωναν, είχε το δικό του, τεράστιο απόθεμα.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, παρατήρησε το στρουμπουλό πρόσωπό του και χάιδεψε τη μεγάλη κοιλιά του. Έπειτα περιεργάστηκε τη συσκευασία με την μπλε μπογιά μαλλιών. Ήταν πλέον ζάμπλουτος. Μπορούσε να είναι όσο εκκεντρικός ήθελε, χωρίς να τον κακοχαρακτηρίσει κανείς. Λίγη ώρα αργότερα, θαύμαζε το καινούριο μπλε μαλλί του. Τώρα δεν ήταν μόνο τυχερός, όπως υποδείκνυε το όνομά του, αλλά και... μπλε.
Μερικές μέρες μετά, βρισκόταν δίπλα στη μητέρα του, στο μνήμα του πατέρα του. Σαν σήμερα, συμπληρώνονταν είκοσι χρόνια από τον θάνατό του. Σαν σήμερα, συμπληρώνονταν επίσης είκοσι χρόνια από τότε που είχε γεννηθεί.
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, το θεωρούσε πολύ περίεργο που τα γενέθλιά του, ήταν την ίδια μέρα με την επέτειο θανάτου του πατέρα του. Μετά όμως από πολλές ώρες σκέψης, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν και σε αυτό τυχερός, γιατί διέφερε από όλους τους υπόλοιπους.
Στάθηκε σιωπηλός πάνω από τον τάφο και παρατήρησε τη φωτογραφία του χαμογελαστού άντρα. Ίσως ήταν ιδέα του, μα θα ορκιζόταν πως αυτή τη φορά, χαμογελούσε περισσότερο από τις προηγούμενες. Όμως η φωτογραφία ήταν ακριβώς η ίδια. Πώς ήταν δυνατόν να...
Ένα μπλε πέταλο ακούμπησε απαλά στη μύτη του και παρέσυρε τις σκέψεις του μακριά. Παρακολούθησε τη μητέρα του, να ακουμπά ευλαβικά ένα μπουκέτο μπλε τριαντάφυλλα πάνω στην πέτρινη πλάκα. Στράφηκε στον γιο της με μάτια υγρά.
«Πάμε;»
Εκείνος όμως, που δεν έλεγε να ξεχάσει το χαμόγελο της φωτογραφίας, της είπε πως ήθελε να μείνει λίγο ακόμη. Η γυναίκα τον αγκάλιασε, ψιθυρίζοντάς του πόσο συγκινημένη ήταν που αγαπούσε τόσο πολύ τον πατέρα του, ενώ δεν τον είχε γνωρίσει.
Μόλις απομακρύνθηκε, ο Λάκι κάθισε με φόρα πάνω στο μνήμα, έβγαλε το κινητό από την τσέπη κι άρχισε να ψάχνει τις φωτογραφίες. Ήταν σίγουρος πως είχε τραβήξει μερικές την προηγούμενη χρονιά, στις οποίες φαινόταν η εικόνα του πατέρα του. Την ίδια στιγμή, ασυναίσθητα, σκάλιζε με το χέρι του ένα μικρό παρτέρι στον διπλανό τάφο. Αγγίζοντας μερικά λουλούδια, θέλησε να τα ξεριζώσει. Μόνο που για κάποιο λόγο, εκείνα αρνούνταν να βγουν από το χώμα. Στράφηκε απότομα προς τα εκεί, συνοφρυωμένος. Μέτρησε είκοσι μαργαρίτες – όσα και τα χρόνια που είχαν περάσει – να τον «κοιτούν» με θράσος. Παράτησε το κινητό κι άρχισε να της τραβάει με μανία. Στη ζωή του, είχε συνηθίσει να παίρνει πάντα αυτό που ήθελε και μερικά αγριολούλουδα δεν ήταν ικανά να του το στερήσουν αυτό. Τελικά κατάφερε να τις ξεριζώσει κι εκείνες έπεσαν πιο πέρα. Με το χαμόγελο ικανοποίησης χαραγμένο στο πρόσωπό του, γύρισε να τις σηκώσει για να αντικρίσει, ένα περίεργο, ή μάλλον σουρεαλιστικό θέαμα: μπροστά του, στεκόταν ένας άντρας, ντυμένος κλόουν. Παρατήρησε το μωβ μπαλωμένο παντελόνι του, το πορτοκαλί υπερμέγεθες παλτό του με τις ξεχειλωμένες τσέπες, το ασορτί καπέλο του, το αστείο πουά παπιγιόν του και τις λουλουδένιες παντόφλες του. Εκείνο όμως που του τράβηξε την προσοχή και τον έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρος, ήταν τα μάτια του που ήταν κατάλευκα.
Κάποιος πολύ καλός φακός επαφής, σκέφτηκε.
Ή μήπως όχι;
Ο Κλόουν έσκυψε και μάζεψε τις μαργαρίτες. Έπειτα έτεινε το μπουκέτο προς τον Λάκι. Εκείνος έκανε να τις αρπάξει, μα ο Κλόουν τράβηξε απότομα το χέρι του και άρχισε να οπισθοχωρεί. Ο Λάκι εκνευρίστηκε και κινήθηκε θυμωμένος προς το μέρος του. Ο Κλόουν άρχισε να τρέχει. Κρύφτηκε πίσω από μια μεγάλη πέτρινη πλάκα. Η φωτογραφία που ήταν ακουμπισμένη πάνω, έδειχνε ένα νεαρό κορίτσι. Ο Λάκι είχε την εντύπωση ότι κάπου την είχε ξαναδεί, μα δεν έδωσε σημασία. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να πιάσει τον Κλόουν. Κι έπειτα η τύχη του, που δεν τον είχε εγκαταλείψει ποτέ ως τώρα, θα αναλάμβανε δράση.
Μόνο που ξαφνικά, άκουσε ένα σιγανό γαύγισμα˙ ένα σιγανό γαύγισμα που ολοένα και δυνάμωνε. Ακουγόταν πίσω από την ταφόπλακα. Ο Λάκι έσμιξε τα φρύδια. Πριν προλάβει να ψάξει, ένα μικρό σκυλάκι ξεπρόβαλε. Κρατούσε με τα δόντια του το μπουκέτο με τις μαργαρίτες. Φορούσε ένα πουλόβερ, ίδιο με το παλτό του κλόουν κι ένα κολάρο στον λαιμό του με ένα πανομοιότυπο πουά παπιγιόν. Στα ποδαράκια του, του είχε τις ίδιες λουλουδάτες παντόφλες. Εκείνο όμως που τον έκανε να ριγήσει από φόβο, ήταν πως τα μάτια του, ήταν κατάλευκα. Ακριβώς όπως και του Κλόουν. Κι εκείνο που τον τρόμαξε ακόμη περισσότερο, ήταν πως ήταν το ίδιο σκυλάκι που είχε οδηγήσει στον θάνατο όταν ήταν παιδί. Το ζωάκι κινήθηκε προς το μέρος του. Ο Λάκι οπισθοχώρησε. Αυτή τη φορά, ήταν αυτός που έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το μνήμα της κοπέλας, που κάτι του θύμιζε, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι.
Κόλλησε την πλάτη του στην πέτρινη πλάκα. Αν και φορούσε χοντρά ρούχα, μπορούσε να νιώσει το κρύο της πέτρας να του παγώνει το δέρμα. Ανατρίχιασε. Το γαύγισμα σταμάτησε απότομα. Αναπνέοντας γρήγορα και με την καρδιά να πηδά μέσα στο στήθος του, έβγαλε δειλά το κεφάλι του και κοίταξε. Όμως αυτό που αντίκρισε, έμελλε να είναι το τελευταίο που θα έβλεπε στη ζωή του. Δεν υπήρχε ούτε σκυλάκι, ούτε Κλόουν. Το μόνο που υπήρχε, ήταν ένα κορίτσι˙ ένα κορίτσι με μάτια ολόλευκα, όπως των νεκρών. Μία μεγάλη τούφα μαλλιών έλειπε από το δεξί μέρος του κεφαλιού της. Στη θέση της, υπήρχε μια τεράστια πληγή που αιμορραγούσε. Και τότε ο Λάκι, κατάλαβε τι του θύμιζε η φωτογραφία του τάφου πίσω από τον οποίο κρυβόταν: το κορίτσι που στρίμωξε στις τουαλέτες του σχολείου του κι έχασε τη ζωή της εξαιτίας του. Η κοπέλα γονάτισε κι άρχισε να μπουσουλά γρήγορα προς το μέρος του. Εκείνος είχε παραλύσει από τον φόβο του˙ όπως είχε παραλύσει το σκυλάκι όταν βρέθηκε στη μέση του δρόμου ταχείας κυκλοφορίας, όπου το είχε παρασύρει, λίγο πριν το χτυπήσουν απανωτά τα διερχόμενα αμάξια. Ένιωσε την αναπνοή του να κόβεται˙ όπως είχε νιώσει ο συμμαθητής του, όταν του είχε κρύψει το σπρέι άσθματος. Έπειτα ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στήθος˙ όπως είχε νιώσει ο πατέρας του την ημέρα που γεννήθηκε. Η τελευταία σκέψη που πέρασε από το μυαλό του πριν βυθιστεί στο σκοτάδι, ήταν: πως δεν θα μπορούσε να χαρεί τα κέρδη του˙ όπως δεν θα τα χαιρόταν η γυναίκα της οποίας έκλεψε το πορτοφόλι, μαζί με τον τυχερό λαχνό.
Όταν λίγες ώρες αργότερα η μητέρα του ανησύχησε και τον έψαξε, τον βρήκαν νεκρό, δίπλα στο μνήμα της κοπέλας.
«Έμφραγμα» αποφάνθηκαν οι γιατροί.
«Από τη συγκίνηση για τον θάνατο του πατέρα του» υπέθεσε η μητέρα του.
Ένας Κλόουν με λευκά μάτια, στεκόταν παράμερα και τους παρακολουθούσε να απομακρύνουν το άψυχο πλέον κορμί του. Κανείς δεν φάνηκε να του δίνει σημασία˙ κανείς, εκτός από τις διάφανες φιγούρες του πατέρα του, της κοπέλας και του σκύλου που είχαν σκοτωθεί εξαιτίας του. Στέκονταν και οι τρεις δίπλα στο μνήμα του τελευταίου θύματός του: της γυναίκας της οποίας έκλεψε το πορτοφόλι. Έπασχε από μια πολύ σοβαρή ασθένεια και τα χρήματα αυτά θα πλήρωναν τη θεραπεία της. Όταν έμαθε τον αριθμό του λαχνού που είχε κερδίσει και κατάλαβε πως ήταν ο δικός της, η ήδη επιβαρυμένη υγεία της επιδεινώθηκε ανεπανόρθωτα με αποτέλεσμα να προκληθεί ο θάνατός της.
Ο Κλόουν έσκυψε και ακούμπησε ευλαβικά το μπουκέτο με τις μαργαρίτες μνήμα της.
«Εις μνήμην της Νταίζη Μάθιους» είπε με σταθερή φωνή και οι μορφές τους άρχισαν να ξεθωριάζουν.
Και αυτή ήταν η μέρα που ο Λάκι Μπλου, έπαψε να είναι τυχερός. Ήταν μόνο Μπλε. Και νεκρός.
Ερωδίτη Παπαποστόλου
Comments