top of page

Κραυγή


Ουρλιάζω από τη νεκρική

 αγκαλιά της απύθμενης θάλασσας.

Με λένε Ελένη του Γενάρη, Γαρυφαλλιά, Ζωή και Ερατώ,

Τον χαμογελαστό μου ήλιο βύθισες σε λίμνη πορφυρή.

Λεηλάτησες τα νιάτα μου, μα για τη σάπια σου ψυχή θρηνώ


Χτυπούσες στο βράχο με μανία κάθε κύτταρο μου,

Μου μάτωσες την άγευστη σκληρή θηλή

Εκεί, που ρούφηξες το γάλα από μέσα μου,

γιατί εγώ είμαι η γυναίκα που σου έδωσα ζωή.

Λουλούδι ανοιξιάτικο ήμουνα

που ευωδίαζα

κι εσύ με έβαψες άνανδρα κατάμαυρο και γκρίζο.

Γέμισες τις ζωές μας στάχτες,

Είσαι άνθρωπος;

Ή κτήνος ανθρωπόμορφο;

 Πια δεν σε ξεχωρίζω.


Ποιος Άδης ζήλεψε τα κάλλη μου

κι ορέγεται να με πάρει κάτω εκεί;

Κάτω από τη γη, δεν υπάρχουνε πια όνειρα,

ούτε ακούγεται της απελπισίας

η κραυγή.


Εγώ με λαμπρό φως σε έλουσα,

σε άλειψα με μύρο της ζωής

Πως έμαθες να τρυπάς με αγκάθια τις ψυχές;

Πως έγινες βίαιος, δολοφόνος, βιαστής;


Κι εσύ, κορίτσι μου, που κείτεσαι

πνιγμένη στο βούρκο του ανθρώπινου οχετού

Στα παγωμένα νερά του Αιγαίου αιώνια,

Και περιφέρεις το βεβηλωμένο μα ιερό κορμί σου.


Ξέρω, πως μας καλείς για ύστατη φορά

να γεμίσουμε τη καρδιά μας με τη μορφή σου

Να είναι η θυσία σου, η στερνή είδηση.

Να ηρεμήσει παντοτινά η τρυφερή ψυχή σου.


Αφιερωμένοι αυτοί οι λίγοι στίχοι με σεβασμό, ως ελάχιστος φόρος τιμής, στις νεκρές γυναίκες των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα, αλλά και στα κορίτσια όλου του κόσμου που έχασαν τη ζωή τους,

 με την ευχή να μη ζήσουμε ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο.


Comentários


bottom of page