
Το τραίνο μάνα σφύριξε
μια σελήνη ο δρόμος,
όμορφη είναι η διαδρομή
κι εγώ δεν είμαι μόνος.
Τραπέζι στρώσε στην αυλή
κάλεσα και τους φίλους,
για να βρεθούμε όλοι μαζί
εκεί κοντά στους μύλους.
Είναι τρείς φίλοι καρδιακοί
στην ίδια είμαστε Σχολή,
ίδια όνειρα κι στόχοι
ίδιες ελπίδες και πνοή.
Έβγαλα την κιθάρα μου
να παίξω το τραγούδι,
που όταν στο τραγούδαγα
με έλεγες αγγελούδι.
Πιάσαμε μάνα το χορό
μα βράχνιασε η κιθάρα,
λιγόστεψε η ανάσα μας
παντού φωτιά κι αντάρα.
ο άνεμος αλλόκοτος,
ετέλεψε ο δρόμος,
στο βαγόνι δίπλα μας,
ο θάνατος κι ο πόνος.
Γονάτισαν οι μέρες μας,
οι ώρες ήρθαν μαύρες,
χορδές θανάτου γίνηκαν
οι σκουριασμένες ράγες.
Τα άστρα βασιλέψανε,
μάτωσε το φεγγάρι,
θερσίτες και υποκριτές
δάνεισαν το τοξάρι.
Ο τελευταίος σταθμός
στου Αχέροντα την πύλη
κραυγές και κλάμα κι οδυρμός
στα παγωμένα χείλη.
Μανούλα στο τραπέζι σου
άδεια θα μείνει η θέση,
βάλε καντήλι ανέσπερο
στης κάμαρας τη μέση.
Τα μαύρα μάνα μη φοράς
το απόκοσμο μαγνάδι
τη λύπη σου κάνε οργή,
να διώξει το σκοτάδι.
Σύντροφοι με συνθήματα
στοιχειώστε τους αιώνες
για πάντα να σαρώνουνε
ψεύτες και λυμεώνες.
Αθανάσιος Νασιόπουλος
Comments