top of page

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Το πάλλευκο τοπίο άρχιζε να γίνεται χρυσαφί...

Τη μαγική στιγμή που το ολόγιομο φεγγάρι της χθεσινής πανσέληνου αντάμωνε με τον ηλιάτορα που μόλις ξεμυτούσε πίσω απ' το στολισμένο με χιόνι βουνό.


Όλα ήταν μαγικά και μόνο μακρινά τιτιβίσματα χαράκωναν γλυκά την μυστικιστική στιγμή της απόλυτης ένωσης της ετοιμοθάνατης νύχτας με το νεογέννητο ξημέρωμα.


Αυτή, υπέροχη και κομψή ξεψυχούσε στα πόδια του.

Αυτός απαλά έτριψε την μυτούλα του στον ήδη παγωμένο λαιμό της, μια κίνηση ερωτική και συνάμα τόσο μα τόσο απεγνωσμένα τρυφερή.

Την έχανε για πάντα και το ήξερε.


Την είχε πρωτοδεί να στέκεται μπροστά στη λίμνη στο τεράστιο αρχοντικό πίσω από το ποτάμι.


Αυτός ένας απλός ρέμπελος. Τριγύριζε όλη μέρα άσκοπα τραγουδώντας.


Αυτή πραγματική αρχόντισσα.

Από μεγάλη οικογένεια.

Μια Ντελικάτη Ούρμπικουμ Μεριντιονάλε.


Την μάγεψε το τραγούδι του.

Ήταν δοσμένο μόνο γι' αυτήν, το ένιωσε, αλλά κι αυτός είχε αισθανθεί να ραγίζει η καρδιά του απ' την κορμοστασιά της και το ολόλευκο στήθος της, όπως την είδε να καθρεφτίζεται, διπλός έρωτας στο νερό, εκείνο το ανοιξιάτικο λιόγερμα.


Αυτή γεννημένη για ψηλά.

Κανένας ουρανός δεν μπορούσε να σφαλίσει το λεύτερο πνεύμα της.


Αυτός, τρυπωμένος από δω κι από κει, μόνο του όπλο στον έρωτα το τραγούδι, κρυμμένο σε ένα φουσκωτό στήθος πάνω σε ένα μικροκαμωμένο κορμί.

Ένα στήθος ματωμένο…


Τόσο διαφορετικοί…

Αυτή λυγερόκορμη, ψηλή κι αυτός, ταπεινός και τοσοδούλης να χάνεται δίπλα της.

Από τόσο διαφορετικούς κόσμους…


Ο έρωτάς τους φούντωσε σαν πυρκαγιά και τους κατέφαγε.

Οι δικοί του τον απομάκρυναν.

Οι δικοί της δεν ήθελαν να την ξέρουν.

Οι ίδιοι είχαν μάτια και πνοή μόνο ο ένας για τον άλλον

Ήρθε όμως η στιγμή που έπρεπε να παρθεί μια απόφαση.

Απόφαση ζωής ή θανάτου.


"Έλα μαζί μου" του είπε...

"Δεν μπορώ, σε παρακαλώ, κάθισε 'δω" της απάντησε.


"Θα τα καταφέρουμε" του είπε.

"Δεν μπορώ, δεν έχω δυνάμεις" της απάντησε...


Τον κοίταξε με αγάπη…

"Τότε, θα μείνω και ότι γίνει" του είπε τρυφερά.


Τώρα, ξεψυχούσε εκεί στα πόδια του κι αυτός είχε κουρνιάσει δίπλα της, έχοντας τρυπώσει το κεφαλάκι του στο λαιμό της.

Αισθάνθηκε το χιόνι να τον σκεπάζει.


"Αγάπη μου…" ψέλλισε. "Σε λίγο θα έρθω κι εγώ μαζί σου".

Αισθάνθηκε την καρδιά του να σπάει στο μεγάλο του στήθος κι η τελευταία του πνοή έσβησε στον παγωμένο της λαιμό.


…………………………………………


Παιδικά γέλια γέμισαν το χιονισμένο τοπίο και σκόρπισαν μαγική χρυσόσκονη στην πένθιμη λευκή αγκαλιά.


Δυο γαντοφορεμένα μικρά χεράκια ξέθαψαν δυο αγκαλιασμένα σώματα κι ένα δάκρυ κύλησε σε ένα παγωμένο μάγουλο.


"Μπαμπά! Μαμά! Κοίτα τι βρήκα!"

Δυο τραχιά χέρια κράτησαν στις παλάμες τους τα δυο άψυχα πουλάκια.


"Τα καημένα" είπε ο πατέρας.

"Αγάπη μου, εσύ, που έχεις χόμπι με τα πουλιά, πες μας τι είν' αυτά;"

Στράφηκε σε μια όμορφη κοπέλα που η μύτη της είχε γίνει κατακόκκινη απ' το κρύο.


"Ωου!"

απάντησε...

"Μια ντελικάτη Delicon Urbicum Meridionale, λευκοχελίδονο ή μαρτινάκι, βλέπεις το λευκό της στήθος;" αποφάνθηκε με ύφος.

"Τώρα εδώ, έχουμε έναν Erithacus Rebecula, γνωστό ως κοκκινολαίμη, βλέπεις το κόκκινο στήθος του; Ένας μοναδικός μικρούλης τραγουδιστής της φύσης".

"Μα καλά", αναρωτήθηκε… "Τι δουλειά έχει τέτοια εποχή εδώ το χελιδόνι…"



Πάτερ Ξενοφών Ζαρκάδας

Μέλος εργαστηρίου Διαδικτύου Ψηφιακών Μέσων και Επικοινωνίας

Αργοστόλι, Κεφαλονιά

Yorumlar


bottom of page