
Παλιά οι φαμελιές ήταν μεγάλες, μεγάλες και οι ανάγκες και μεγαλύτερη η φτώχεια και η ανέχεια.
Τα ρούχα πολυφορεμένα, καταπονημένα από το χρόνο φαγωμένα και χιλιομπαλωμένα περνούσαν απο χέρι σε χέρι από παιδί σε παιδί από το μεγαλύτερα στα μικρότερα και έλιωναν πάνω μας.
Μπάλωμα, καρύκωμα, μαντάρισμα,πέρα από το πλέξιμο τα υφαντά και το κέντημα ήταν η τέχνη της νοικοκυράς, να περισώσει, ό,τι μπορούσε,από τα τριμμένα και χιλιοφορεμένα τσίτια μας.
Πάντα πολυκαιρισμένα και συχνά κουρελιασμένα και ετοιμόρροπα, άλλοτε τεράστια σερνόντουσαν στα σκελετωμένα κορμιά μας, κι άλλοτε λειψά και μισακά, λες και ήταν βαφτιστικά μας... γινόταν αφορμή για περιπαικτικά σχόλια...
-Το τρένο στα πάτησε τα παντζάκια;
-Με στολή νάνου ντύθηκες;
Πολύ σου πάει....
Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο η πρώτη έγνοια της μάνας μου ήταν να μπει στα έξοδα και να μου ψωνίσει δυο ρουχαλάκια της προκοπής να εμφανιστώ στην πόλη και να ξεφορτωθώ την χιλιομπαλωμένη παλιαντζούρα, που πέρασε με τη σειρά στις μικρότερες αδελφές μου. Ανάμεσά τους και μία πλεκτή ζακέτα ταλαιπωρημένη, ξεθωριασμένη, σκέτο σαράβαλο, που την κράτησε η θειά μου για την ξαδέρφη μου, που κρυολογούσε συνέχεια και έβηχε ολημερίς.
Μόλις την είδε εκείνη έφριξε..
-Εγώ δεν τη φορώ τούτη την παλιοπαλιατζούρα ξέχασέ το, κάλιο να πλευριτώσω παρά να ντυθώ καραγκιόζης, τόλμησε και αντιμίλησε.
Άστραψε και βρόντηξε τότε η θειά μου και προειδοποίησε τη μικρή,μην τυχόν και τολμήσει,να ξανασηκώσει κεφάλι και προπάντων, μη διανοηθεί να αρνηθεί μία ζακέτα του πανεπιστημίου.
Τόσο μεγάλη ήταν η στέρηση και η λαχτάρα μας για καινούργιο ρούχο, πού για μας ήταν γιορτή και πανηγύρι ένα τέτοιο απόκτημα.
Έτσι φλεβάρη μήνα, παραμονή της αποκριάς ,όταν μας επισκέφτηκε η νονά της αδελφής μου, μετανάστρια στον Καναδά,με ζαχαρωτά και μία τσάντα με δώρα για την τυχερή πέσαμε όλοι πάνω της... να θαυμάσουμε το περιεχόμενο...
Δώδεκα ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν λαίμαργα πάνω στην λουλουδάτη τσάντα καθώς εκείνη την άνοιγε αργά και προσεκτικά και ένα επιφώνημα θαυμασμού ακολούθησε την όλη διαδικασία ..
Η νονά σήκωσε στον αέρα με πανηγυρικό τρόπο ένα κατακόκκινο αμάνικο σατέν φόρεμα και το απίθωσε στα χέρια της αδελφής μου και στη συνέχεια με την ίδια ιεροτελεστία έβγαλε ένα ζευγάρι κατακόκκινα λουστρίνια πέδιλα, που όμοιά τους δεν είχε ούτε η κοκκινοσκουφίτσα.
Η αδελφή μου της φίλησε βιαστικά το χέρι, άρπαξε ανυπόμονα την τσάντα και τρύπωσε στην κάμαρη, να τα δοκιμάσει και εμείς την πήραμε στο κατόπι να μην χάσουμε το θέαμα.
Όταν μας πήρε χαμπάρι η μάνα μου, μας φευγάτισε αγριεμένη να γλιτώσει η νονά από τη φασαρία μας και το σπίτι από τα ποδοβολητά μας και αφού παράχωσε αποφασιστικά τα δώρα στο βάθος της ντουλάπας την κλείδωσε επιδεικτικά.
-Λήξη χρόνου, αντέστε, φευγάτε να ανασάνουμε.
Η επόμενη μέρα, Σάββατο παραμονή αποκριάς,ήταν μία κανονική παγωμένη μέρα, η τελευταία του φλεβάρη με τσουχτερό κρύο και θα ήταν μία συνηθισμένη μέρα, δηλαδή η μάνα μου από μπονόρα χαμένη στα κήπια και τις αποθήκες και εμείς μαθημένα από γεννησημιού μας φορτωνόμαστε την πάνινη τσάντα και ξημερωνόμασταν στο σχολείο με κόκκινες μύτες και τα πόδια μας κρούσταλο.
Θα ήταν λοιπόν μία συνηθισμένη μέρα, αν η αδερφή μου δεν ξεμύτιζε στο σχολείο,με τη χλαίνη του μπαμπά να σέρνεται στις λάσπες, το αμάνικο κόκκινο φόρεμα κατάσαρκα και τα κόκκινα πέδιλα μουλιασμένα στις λάσπες...
Το επιδέξιο μάτι του δασκάλου στάθηκε πρώτα στα πέδιλα και μετά τράβηξε απότομα τη χλαίνη και άφησε τι μπλαβιασμένη κοκκινοσκουφίτσα στο έλεος της περιέργειάς μας.
-Αύριο είναι ο καρνάβαλος, δεσποσύνη ,φώναξε αγριεμένος, άει στα τσακίδια στη μάνα σου να σε ντύσει, εδώ είναι σχολειό και όχι χοροεσπερίδα.
Σαράντα χρόνια μετά, κανείς μας δεν ξέχασε εκείνη την αποκριά με την κλαίουσα κοκκινοσκουφίτσα, που μετά το δάσκαλο την παρέλαβε η μάνα μου και την έδερνε κάθε φορά που την έβλεπε μπροστά της.
Κανείς μας δεν ξέχασε το πανέμορφο κατακόκκινο φόρεμα κάτω από την τεράστια χλαίνη και τα φλογάτα πέδιλα, που δεινοπάθησαν στη λασπουριά.
Όσο για την κοκκινοσκουφίτσα της αποκριάς, μία εβδομάδα κρυβόταν στην αυλακιά του απέναντι χωραφιού κάτω από τις πατουλιές και όταν εμφανιζόταν τα πρώτα παιδιά στο σχόλασμα έπαιρνε την τσάντα και επέστρεφε στο σπίτι κανονικά .
Το δάσκαλο δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της μετά το ρεζιλίκι.
Επειδή όμως ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, τη μυρίστηκε η μάνα μου, που είχε παντού κεραίες, και την έστειλε στο σχολειό, επαρκώς ξυλοφορτωμένη.
Ω tempora o mores
Καλή αποκριά σε όλους
25/2/2025
Λιάνα Πουρνάρα
Comments