ΚΑΜΑΡΟΥΛΑ.....ΜΙΑ ΣΤΑΛΙΑ
- ΛΙΑΝΑ ΠΟΥΡΝΑΡΑ
- Feb 8
- 3 min read

Ένα σπιτοκάλυβο ήταν, που μόλις φαινόταν στο τέλος του δρόμου. Καθώς ο δρόμος κολυμπούσε στα λασπόνερα το χειμώνα και τα αγριόχορτα, τσουκνίδες και παπαρούνες, την Άνοιξη, εκείνο λούφαζε κρυμμένο πίσω από ένα τεράστιο φράχτη με αγιόκλημα και γιασεμί.
Εκείνη έφτανε πάντα αποβραδίς, έπαιρνε μία ανάσα μόλις πατούσε στην πλακόστρωτη αυλή, και μετά όρμούσε στο παραθύρι και έψαχνε ανυπόμονη σχεδόν στα τυφλά με τρεμάμενο χέρι το κλειδί, που παρέμενε κρυμμένο πάντα στην ίδια θέση πίσω απ τη γλάστρα με τον βασιλικό και το γεράνι.
Αυτό το καμαράκι μια σταλιά, με το κρεβάτι να ακουμπά στον τοίχο ,το δαντελένιο κουρτινάκι στο μοναδικό παραθύρι, μία καλαθούνα στο πάτωμα για τα ξύλα και δύο κουρελούδες.. για μοναδικό στρωσίδι, ήταν το καταφύγιο του έρωτά τους.
Καμαρούλα μια σταλιά,ο σιωπηλός μάρτυρας ενός παθιασμένου έρωτα και μιας κρυφής αγάπης.
Εκεί τον περίμενε πάντα αποβραδίς και τον αποχωριζόταν τα μεσάνυχτα μόλις το φως του φεγγαριού άγγιζε το κρεβάτι.
Τότε σιάζανε βιαστικά τα ρούχα τους τραβούσανε το μάνταλο και τους κατάπινε το σκοτάδι.
Ο ρουφιάνος ο χρόνος μας πολεμά, παραπονιόταν εκείνη και τρέχει με χίλια τον κατήφορο, ο αλήτης, πριν προλάβω να σε χορτάσω.
Εκείνος την φιλούσε τρυφερά στα μάτια, ξεγράπωνε τα χέρια της από το λαιμό του και την αποχωριζόταν πάντα με την ίδια υπόσχεση ..
_Υπομόνεψε, καρδούλα μου, σε λίγο θα γίνεις γυναίκα μου για πάντα στο πλευρό μου.
Χρόνια το ύφαινε και το κρυφοκεντούσε τούτο το όνειρο χρόνια την έντυνε στα άσπρα, νυφούλα στο πλευρό του, αιώνια αγάπη και στολίδι του σπιτιού του.
Και τα χρόνια κρυφάκουγαν τον όρκο και τον έσερναν μυστικό στον κόρφο τους, καθώς περνούσαν το ένα μετά το άλλο πιασμένα χέρι χέρι.
Όμως το τάμα αργούσε να εκπληρωθεί και η Αγγελικούλα απόκαμε πια να καρτερά και ντύθηκε νύφη στο πλάι άλλου άντρα, και έφυγε μακριά στα ξένα από το φόβο, μην μετανιώσει και ξαναπέσει στην αγκαλιά του.
Έτσι απόμεινε εκείνος μοναχός στο καμαράκι, που βάραινε η πίκρα και η σιωπή να γυρνά με μάτια στεγνά, ανάποδα το χρόνο και να ψάχνει τη χαμένη του αγάπη.
Ποιός σε ορίζει;
Ποιός μας ορίζει;αναρωτιόταν.
Στην ανείπωτη απάντηση βάρυνε ασήκωτο, εκείνο το ιερό καθήκον του προστάτη.
Ο μόνος άντρας της οικογένειας ο μικρότερος μετά από τρεις αδελφές, όφειλε να τις προστατέψει και να τις καλοπαντρέψει.
Κοινωνική επιταγή και ευχή και κατάρα της μάνας, που σφηνώθηκε πυρωμένο καρφί στην καρδιά του και κουμαντάριζε ύπουλα και αθόρυβα τη ζωή του.
_Το νού σου γιόκα μου, εσύ δεν είσαι για προξενιά και αγάπες, έχεις ανύπαντρες αδελφές να αποκαταστήσεις..
Και οι αδελφές αργούσαν να παντρευτούν και γυρνούσαν πίσω ατελέσφορα τα προξενιά και ο ρουφιάνος ο χρόνος ρήμαζε τα νιάτα του και τη ζωή τους.
Ρήμαζε και την καρδιά της Αγγελικής ,που απελπίστηκε να καρτερά και να υπομένει την οργή του πατέρα και το αδελφού και το θλιμμένο βλέμμα της μάνας και εγκαταλειμμένη από κάθε ελπίδα ντύθηκε στα άσπρα στο πλευρό άλλου άντρα...
Με άσπρη φορεσιά και μαύρη καρδιά έφυγε νύφη στην Αυστραλία η Αγγελικούλα και φεύγοντας άφησε πίσω της όλη της τη ζωή, την πρώτη αγάπη ,την πρώτη αγκαλιά ,τον παθιασμένο έρωτα, τους όρκους, τα φιλιά και το κλειδί στο παραθύρι πίσω από τη γλάστρα.
Κατά το συνήθειο του ο χρόνος ατάραχος, ακολουθούσε σταθερά το δρόμο του και βάρυναν τα χρόνια στη ζωή τους, και βάρυναν οι σιωπηλές μέρες στο φράχτη με το αγιόκλημα και το γιασεμί και ρήμαζε στο διάβα τους το καλυβόσπιτο της αγάπης.
Σαράντα χρόνια μετά, η ξενιτεμένη νύφη άφησε πίσω της στην ξένη χώρα, παιδιά εγγόνια και τον άντρα της στο κοιμητήρι και γύρισε στον τόπο της ,να χορτάσει τον ήλιο και την μπλε απλωσιά του ουρανού,πριν πεθάνει.
Λαχταρούσε ακόμα εκείνη την ανάσα του γιασεμιού, που είχε ποτίσει την ψυχή της καθώς διάβαινε ξέπνοη το φράχτη ,να τον ανταμώσει.
Σαράντα χρόνια μετά, αποβραδίς σχεδόν, πέρασε εκείνο το φράχτη, έψαξε με τρεμάμενα χέρια το κλειδί, τρύπωσε βιαστικά στη ρημαγμένη κάμαρη και ένιωσε την καρδιά της να τον καρτερά με την ίδια αγωνία και την ίδια λαχτάρα..
Λιάνα Πουρνάρα
Comments