Μια πολυαναμενόμενη φθινοπωρινή μπόρα και ουρανός έσταξε όλη του τη θλίψη και μούσκεψε στο δάκρυ του την πλάση.
Οι δρόμοι ολοτρίγυρα σκοτείνιασαν και οι ανθρώπινες μοναξιές πιασμένες χέρι χέρι βγήκαν περίπατο στα σκοτάδια.
Σε λασπωμένα μονοπάτια πάντα περιφέρονται δακρύβρεκτοι οι ίσκοι της ψυχής μας και πορεύονται σε πένθιμη πομπή οι προδομένες ελπίδες μας,οι θλιμμένες αγάπες μας και τα λεηλατημένα όνειρα μας.
Γυρνώντας ανάποδα το χρόνο, ντύνειςτη μνήμη με βροχή και αναθυμάσαι παιδάκι μικρό, που σφούγγιζες με την ανάστροφη του μανικιού τα δάκρυα, για το χαλασμένο παιχνίδι,το καναρίνι,που σου ξέφυγε από το κλουβί και για τα τρύπια παπούτσια, που πάντα σου κληροδοτούσε ο μεγάλος αδελφός και ποτέ δεν αξιώθηκες να πάρεις καινούρια.
Άδικο έλεγες και έκλαιγες με λυγμούς και τα βράδια αναστέναζες με παράπονο και την επόμενη απο ξεχνιόσουν στις αλάνες.
Μετά στο σχολείο, ντρεπόσουν και έκλαιγες βουβά και μούσκευαν τα τετράδιά σου και τα αρμυρά σου δάκρυα μουτζούρωναν τη γραφή, και η ψυχή σου βούλιαζε στο πένθος, για τη δασκάλα ,που σε έδειρε άδικα,για το διαγώνισμα που πήγες χάλια,για την αποτυχία στις πανελλαδικές,που ματαίωσε τα όνειρά σου.
Αργότερα καρφιτσωμένος γερά στη μνήμη ο πρώτος σου έρωτας, που σου κόστισε ποτάμια δακρύων τότε που η βροχοδαρμένη ψυχή σου έσταζε ανείπωτο πόνο και τα είκοσι χρόνια σου πορεύονταν πικρά και βαλαντωμένα.
Και χρόνια μετά κατακαλόκαιρο και εντελώς αναπάντεχα σαν φονική καταιγίδα ξέσπασε εκείνος ο χωρισμός,που εγκυμονούσε πάθη και λάθη, που αρνιόσουν πεισματικά να δεις, και μετά ξεμπούκαρε και σου έκοψε την ψυχή και τη ζωή στα δύο. Αύγουστος μήνας ήτανε, που με μια βαλίτσα ξέχειλη δάκρυα γύρισες στο πατρικό σου, και κλειδαμπαρωμένος στο εφηβικό σου δωμάτιο θρηνούσες για μήνεςτον πεθαμένο σου έρωτα και την προδομένη σου αγάπη.
Βροχερές μέρες, ανηλεείς χειμωνιάτικες μπόρες, βροχοδαρμένες στέγες, ανεμοδαρμένα κατατρομαγμένα δέντρα,και μία πομπή νεκρών φύλλων, να καταβουλιάζει στους λασπωμένους δρόμους σαν την πενθοφορεμένη ψυχή σου.
Στα δάκρυα της βροχής μουσκεύουν μέσα στο χρόνο όλες σου οι απώλειες, αντάμα με τα δικά σου δάκρυα,που έγιναν ποτάμι και μετά στέρεψαν.
Τότε συνειδητοποίησες, πώς οι πιο ανυποψίαστες μπόρες ήταν οι απώλειες.
Με τη σειρά μέσα στο χρόνο,οδυνηρές δακρύβρεχτες απώλειες,ο παππούς και η γιαγιά, που άφησαν τα καλούδια και τα παραμύθια τους στη μέση και μετά η μάνα,που σε άφησε ορφανό με μία ανεπούλωτη τρύπα στην καρδιά να μπαινοβγαίνει η θλίψη όλες τις εποχές, γιατί η ορφάνια δεν έχει η ηλικία.
Και μετά γείτονες και φίλοι, που τους πήρε σβάρνα ο χάρος και τους αφάνισε η μπόρα του χρόνου.
Όμως πάντα μέσα στις σκοτεινιά του ουρανού και το πένθιμο της θλίψης, το ουράνιο τόξο συνεπές στη θέση του πολύχρωμο και φωτεινό, και οι αυγινές λιακάδες με το χαμόγελο του ήλιου να φωτίζει τη θλίψη και τα σκοτάδια της ψυχής σου και να ευαγγελίζεται τη χαρά τη ζωής...
Έτσι το ξημέρωμα βγαίνει στα παραθύρι με νιόφερτους έρωτες, γάμους γεννητούρια,γιορτινές επετείους και πανηγύρια.
Και τότε σαν παιδί σφουγγίζεις με την ανάστροφη του μανικιού τη θλίψη και σκαρφαλώνεις στο χαμόγελο της ζωής και μένεις εκεί γατζωμένος καλά για όσο κρατήσει το λιόλουστο καλοκαίρι σου..
Λιάνα Πουρνάρα.
Φιλόλογος
Συγγραφέας
Comments