Θαυμάσια και θαυμαστά
- ΠΑΤΗΡ ΞΕΝΟΦΩΝ ΖΑΡΚΑΔΑΣ
- Sep 8, 2024
- 4 min read

Κάθε πιστός έχει να σου διηγηθεί κάποιο θαύμα. Το προσωπικό του θαύμα. Και θα αναρωτηθεί κανείς… Γιατί μόνο ο πιστός; Ο άπιστος γιατί δεν βιώνει θαύμα, άραγε; Και θα φουσκώσει με περηφάνια το στήθος του ο (διατείνων) ά(θε)πιστος νομίζοντας ότι η μόρφωση, το «επίπεδο», η εξυπνάδα, είναι προνόμιο του σκεπτόμενου αγνωστικιστή ή άθεου.
Ναι, κι αυτοί έχουν βιώσει κάποια, ίσως δύσκολο να εξηγηθούν, γεγονότα, αλλά ήταν σίγουρα συμπτώσεις… Ναι, σίγουρα, απλές συμπτώσεις…
Εμείς οι παπάδες ξέρουμε ότι απλά δεν υπάρχουν συμπτώσεις, αλλά Θεία Οικονομία…
Ιερά Μονή Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς, στην Κεφαλονιά. Πριν λίγα χρόνια, ο γιος μου είχε ατύχημα εκεί, στο μικρό εικονοστάσι που βρίσκεται στην αρχή του δρόμου για το Μοναστήρι. Θα μπορούσε να είναι πολύ άσχημο, αλλά απλά του στοίχησε δύο μήνες με πατερίτσες. Όποτε, λοιπόν, θυμηθώ τέτοιες μέρες, ανάβω ένα κεράκι στην χάρη του Αγίου Ανδρέα, δοξάζοντας τον Θεό που φύλαξε το παιδί μου.
Διαβαίνω την πόρτα της εκκλησιάς της Μονής.
Στο προσκυνητάρι η εικόνα του Αγίου Λουκά του Ιατρού, όχι του Ευαγγελιστή αλλά του Ρώσου, του Βόϊνο Γιασενέτσκι, Επισκόπου Κριμαίας και Συμφερουπόλεως, του σχεδόν σύγχρονου με τον δικό μας γιατρό, Γρηγόρη Λαμπράκη. Μέσα κόσμος, επισκέπτες, τότε, από Ρωσία και Ουκρανία, μαζί ήταν, πολύ πριν αυτός ο αδερφοκτόνος πόλεμος ξεσπάσει. Δίπλα στην εικόνα μια κοπελίτσα μίλαγε σαν χείμαρρος, ενώ τα μάτια της είχαν θολώσει απ’ τα δάκρυα. Είχα σταθεί και απολάμβανα κι εγώ την κατάνυξη, όταν τελειώνοντας ήρθε να πάρει την ευχή μου. Θα ήταν είκοσι, εικοσιπέντε ετών, θα μπορούσε να είναι κόρη μου. Θεώρησα ότι ήταν ξεναγός, ευγενική, με το μαντήλι της στο κεφάλι, αφού μου ασπάστηκε το χέρι με ρώτησε αν μιλώ Αγγλικά. Ξεκινήσαμε την κουβέντα, γιατί, Δόξα το Θεό, τα Αγγλικά τα μιλάω σαν μητρική μου γλώσσα και μου είπε την ιστορία της, αυτή που πριν λίγα λεπτά, τόσο ένθερμα είχε μοιραστεί με τους άλλους.
Την λέγανε Βέρα. Η μητέρα της εργάτρια σε βιομηχανία αυτοκινήτων στην Μόσχα κι αυτή ήταν μικρό κοριτσάκι, όταν από μια παιδική αρρώστια ψηνόταν στον πυρετό. Η Σοβιετική Αυτοκρατορία είχε καταρρεύσει, το σύστημα υγείας ψυχορραγούσε. Η μητέρα της, σε απόγνωση, πήρε το παιδί (την κοπελίτσα που μιλάγαμε) και πήγε στο νοσοκομείο του τομέα τους. Ήταν οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων. Στο νοσοκομείο το αδιαχώρητο, η μικρή σχεδόν αναίσθητη στην αγκαλιά της μάνας. Αχ, αυτή η αιώνια μάνα… Ένας νεαρός γιατρός, προφανώς ειδικευόμενος, ρίχνοντας μια ματιά, της έγραψε κάποιο αντιπυρετικό κι ένα σιροπάκι. Η μάνα δεν έφευγε. Λίγους μήνες πριν, είχε πάρει από την εκκλησιά της περιοχής της ένα βιβλιαράκι και μια εικονίτσα με έναν πρόσφατα Αγιοκαταταχθέντα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τον Άγιο Λουκά τον Ιατρό, Επίσκοπο Κριμαίας. Άρχισε να προσεύχεται σε αυτόν. Σε έναν άνθρωπο που είχε ακούσει τόσα γι’ αυτόν, για το ιατρικό του έργο, για την βράβευσή του από τον ίδιο τον Μεγάλο Πατερούλη, τον Στάλιν, για τις χιλιάδες κόσμου στην κηδεία του παρά την απαγόρευση…
Άρχισε να προσεύχεται στον γιατρό, στον Άγιο και δεν έφευγε να πάει σπίτι της, να δώσει στο κορίτσι τα αντιπυρετικά και τα σιροπάκια… Περίμενε…
Κάποια στιγμή την πλησιάζει μια πολύ ηλικιωμένη γιατρός και με αυστηρό τόνο την ρωτάει το όνομα του παιδιού.
«Βέρα», απαντάει ξεψυχισμένα κι αμήχανα η μητέρα. «Την Λένε Βέρα από την Βερονίκη».
Η γιατρός σα να σάστισε, πλησίασε το κορίτσι, ακούμπησε το χέρι στο μέτωπό της, έκανε μερικές ερωτήσεις στη μάνα και μετά γαύγισε κάποιες εντολές σε έναν ειδικευόμενο γιατρό που περνούσε βιαστικά από δίπλα τους και που κομματιάστηκε να την υπακούσει. Σε λίγα δευτερόλεπτα μαζί με δύο νοσοκόμες την ετοιμάζανε για τον θάλαμο…
Νοσηλεύτηκε μερικές μέρες . Η ηλικιωμένη γιατρός ήταν η παλαιότερη γιατρός του Νοσοκομείου, επίτιμη διευθύντρια της παιδιατρικής κλινικής, και πολλοί υποστήριζαν ότι ήταν η γηραιότερη γιατρός και της Ρωσίας ολόκληρης. Μυθικό πρόσωπο, απαιτητική, φοβερή επιστήμων και πίσω από το αυστηρό προσωπείο της κρυβόταν ένας άνθρωπος που τέτοιες μέρες, όπως αυτές των Χριστουγέννων, έβαζε τον εαυτό της εφημερία για να γιορτάσουν οι συνάδελφοί της, κάτι που ως άθεη και φανατική οπαδός του Κόμματος δεν πίστευε σ’ αυτές τις “βλακείες”.
Έφτασε η μέρα του εξιτηρίου. Τη γιατρό δεν μπόρεσε να την ξαναδεί. Ήθελε όμως να την ευχαριστήσει. Της είχε σώσει το παιδί από την ύπουλη μηνιγγίτιδα. Ήθελε να της πάρει ένα δώρο. Πληροφορήθηκε ότι δεν δεχόταν κανενός είδους δώρα και το πιο πιθανό να την εκπαραθύρωνε, αυτή όμως ήθελε να της πάρει κάτι…
Της πήρε μια μεγάλη εικόνα του Αγίου Λουκά, του δικού της Αγίου Λουκά. Της πήρε κι ένα βιβλίο, ένα όμορφο βιβλίο με τον βίο του…
Κάποια στιγμή κατόρθωσε να την βρει στο γραφειάκι της. Με δάκρυα την ευχαρίστησε που έσωσε το κορίτσι της, την Βέρα της… το μοναχοπαίδι της
από του Χάρου τα δόντια.
«Σας πήρα μια εικόνα του Αγίου Λουκά του Ιατρού», της είπε. «Κι ένα βιβλίο του».
«Τσάμπα ξοδεύτηκες», της είπε «και δεν έπρεπε, αλλά δεν είναι κάτι που πιστεύω» και της έδωσε πίσω την ομορφοτυλιγμένη εικόνα. Άνοιξε την σακουλίτσα και περιεργάστηκε το εξώφυλλο με την φωτογραφία ενός ηλικιωμένου με γυαλιά και ιατρική μπλούζα. Μια κραυγή της ξέφυγε και το βιβλίο έπεσε απ’ τα χέρια της… Είχε γίνει κάτασπρη σαν το πανί.
Τρόμαξε η δόλια η μητέρα, φοβήθηκε κι αισθάνθηκε και άσχημα με την εξέλιξη.
«Αυτός είναι ο Άγιός σου;» της είπε! «Αυτός είναι ο Γιατρός Βόϊνο Γιασενέτσκι …» και της διηγήθηκε την ιστορία της.
Ήτανε στην Ιατρική, μικρή κοπέλα, ειδικευόμενη γιατρός και αυτός ήταν ο γιατρός που θαύμαζε. Ήταν κάτι σαν η έμπνευσή της, μέντορας, ένα πρόσωπο απόλυτα σεβαστό, μέχρι που του απαγορεύτηκε από το καθεστώς να διδάσκει. Δεν τον ξαναείδε ποτέ. Δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν ποτέ. Μέχρι εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων, που μετά από εξαντλητικές συνεχιζόμενες εφημερίες— αφού οικογένεια δεν είχε, γιορτές δεν πίστευε, σπίτι της είχε κάνει το νοσοκομείο σχεδόν—είχε αποκοιμηθεί εκεί, σε εκείνο το γραφειάκι. Και είδε να μπαίνει μέσα ο γιατρός αυτός, με την άσπρη μπλούζα και τα γυαλάκια του και να της λέει επιτακτικά:
«Συντρόφισσα Ρόζα, ξύπνα, έχεις επείγον περιστατικό. Η Βερονίκη σε περιμένει…»
Είχα μείνει άναυδος με την ιστορία της νεαρής κι έκανα τον σταυρό μου. Εκείνη την ώρα, μια κυρία γύρω στα πενήντα πλησίασε κι αγκάλιασε την Βέρα. Ήταν τα μάτια της γεμάτα δάκρυα.
«Η μητέρα μου», είπε. «Την συνοδεύω σε αυτό το ταξίδι της ενορίας μας και βλέποντας την εικόνα του Αγίου Λουκά, έλεγα την ιστορία αυτή όταν μπήκατε. Με αυτή την ιστορία μεγάλωσα κι ίσως αυτή με έκανε να σπουδάσω ιατρική. Η γιατρός αυτή “κοιμήθηκε” λίγους μήνες μετά, εκεί στο γραφειάκι της. Αλήθεια, πάτερ, αυτή σαν άθεη θα μπορούσε να έχει πάει στον παράδεισο;»
«Κορίτσι μου, δεν μπορώ εγώ να σου το απαντήσω, αλλά σίγουρα μετά από αυτό που βίωσε, αμφιβάλω αν εξακολουθούσε να παραμένει άθεη…»
Τι θαυμάσια ιστορία...
Αννυ