
Θάνατε μακάβριε! Θάνατε θεριωμένε! Που πηγαίνεις, άτιμε τιμωρέ;
Η νυχτόβια ματιά σου κλέβει τις φωσφορίζουσες ελπίδες, από την λαμπρότατη ανακούφιση της μεγαλοπρέπειας, που αναδύει η χαρμόσυνη ανατολή.
Ο επουράνιος αστερισμός της που μετρά τις απανωτές χαρές μας. Γιατί φυλακίζεις την ζωντάνια της πρώιμης νιότης μας, ανελέητε εσύ πικρέ φαρμακερέ!
Για δες πως τα βρεφικά μπουμπούκια ανθισμένα παλεύουν να κυβερνήσουν μέσα στο απέραντο καταπράσινο δροσερό λιβάδι της ζωής!
Αλλά η ασπλαχνιά σου αναπηδά αστραπιαία, να εξαπλωθεί σαν μάστιγα κακιάς αρρώστιας που κοιτά να καταφάει ότι ωραίο και νεόχτιστο.
Το βαρυστάλακτο ίχνος της βρωμερής σκουριάς που λέκιαζε τα όνειρα ενώ ανασχημάτιζαν το νέο της οικοδόμημα.
Τα στενά βήματά της να ευθυγραμμίσει για να βρει το ξέφωτο της φλογερής και παθιασμένης της αναψυχής, τιθασεύοντάς την κάθε της ζηλευτή προσμονή.
Εσύ όμως πικροαίματε θάνατε σφαλίζεις την δική της ανακάλυψη, μαχαιρώνοντας και αγκαθοδέρνοντας το άμοιρο κορμί. Σαν το απoλωλός πρόβατο που χαμένο προβαίνει στο διάβα σου, που το οδηγεί τυφλωμένο στην θανατική ποινή της άγνοιάς σου.
Άκου τα δέντρα πως ψιθυρίζουν τον ανατριχιαστικό σου σκοπό! Κάθισε να πιάσεις τους οδυρμούς της λύσσας που δέρνει τον πετούμενο ανάλαφρο άνεμο. Γιατί παραφυλάς και κόβεις ξεριζώνοντας τα όνειρα;
Η σκιά της φοβέρας τους καλά κρατεί το γυαλισμένο της δρεπάνι που επιζητά η τρομερή λαχτάρα, να θερίσει το παιχνιδιάρικο ξεπέταγμά τους να μεγαλώσουν βιαστικά, τα ονειροπαρμένα αθώα κεφαλάκια τους, υψώνοντας τα μεγάλα και τα σπουδαία!!
Φοβερίζοντας την αβάσταχτη φορτωμένη τους υπέρβαση, να αφοπλίσουν την βαριά σου ποινή. Θάνατε πικροαίματε ανήμπορος είσαι!
Άτολμος και τρομαγμένος μπροστά στο μεγαλείο της ζωής, για να αλλάξεις την άσχημη σου όψη! Μεταμορφώσου με καινούργια καθάρια ενδυμασία!
Απεγκλώβισέ με από τις αποσύνθετες κορώνες των δαχτύλων σου, που με σκεπάζουν από την μαύρη συνδόνη, κρύβοντας εκείνο το λαμπερό φως που με ανεβάζει από την σκάλα της ζωής, οδηγώντας με χαμένο μέσα στις ανταύγειες της δόξας ζώντας την αζωήρευτη επιμνημόσυνη δέηση! Πάψε να με κρατάς δέσμιο με τις μαρμάρινες ερπετόσυρτες αλυσίδες σου, που με στέλνουν στον γκρεμό που χωρίζει την ζωή μου, με το κενό που ξεφυτρώνουν τα χωμάτινά σου δεμάτια.
Παγώνοντας την ζεστοφεγγισμένη μου ψυχή, που αποπνέει το στρωμένο σου μνήμα!
Θάνατε, το καταραμένο σου δέντρο συνθέτει τα στυφά σου φρούτα, στύβοντας τον καρπό που περισυλλέγει την μικρή μου ψυχή! Την ανυπεράσπιστη που ξεχύνει το δισκοπότηρο της δυστυχίας, που γεμίζεις για να απολαύσεις το μαρτυρικό μου κοκκινόρευστο αίμα! Ανόητε θάνατε διαστρεβλώνεις την αναμονή της λησμονιάς μου, να αφεθεί βουτώντας μέσα στην θαλασσινή στοίβα που ξεφαντώνει από κάτω όλο το εορταστικό της πανδαιμόνιο! Χορεύοντας καθοδηγούμενη από τις πορφυρένιες ράβδους, που λανσάρουν νέα χρώματα. Προσπαθώντας να ξεθωριάσουν εκείνα τα μελανωμένα σου άμφια, που σύρεις πάνω στο κουρελιασμένο σου σώμα!
Θάνατε πανούργε! Στοχεύεις κάτω από το λυπητερό αγέλαστο σου πούσι, να κρύψεις την θερμόαιμη κάψα του ηλίου που φωτίζει στην ψυχή μου, όλα της πλάσης τα αγαθά. Τους αναστεναγμούς της αγάπης που επιθυμεί να κυοφορήσει το ερωτευμένο φεγγάρι, δημιουργώντας την απεραντοσύνη της ουρανικής μήτρας που εγκυμονεί τα άπειρα έμβρυα αστεριών!!
Όπου η κάθε τους πτώση τρυπώνει μέσα στα βάθη της καρδιάς μας, γεννώντας την επιθυμία της δικιάς μας συνέχειας, εξυψωμένη από την δύναμη του πατρός μας!
Εμβολίζεις πισώπλατα, θάνατε υποκριτή, τον πατέρα από το μοναχό παιδί, σουβλίζοντας με την μυτερή σου λόγχη τα σπλάχνα μας, που ξεψυχούν από το καυτό σου αδράχτι! Μα το ύψιστο θαύμα ζωής σε ξεγέλασε, πονηρέ φονιά! Ξεμάλλιασε τους ιστούς της στημένης σου παγιδοφωλιάς!! Που περιτύλιγε κάθε θύμα σου, αρπάζοντάς το από μπροστά σου!
Μα τώρα γινόμαστε εμείς οι θήτες από την εγκράτεια και μεγαλοδύναμη πίστη μας.
Η ποινή σου βρίσκει το θάρρος να πλάσει το νέο της κατόρθωμα αυτό της ελευθερίας ,εξαφανίζοντας εκείνα τα βρωμερά θανάσιμα σπιλώματά σου! Άνοιξε πια, θάνατε, της ντροπής τα σκούρα και αποπνικτικά πατζούρια των ατίθασων από την αγριάδα οφθαλμών σου!
Γιατί τα ουρανόβρεχτα δάκρυα καθαγιάζουν τα πάντα ολόγυρά σου στροβιλίζοντας την μάνα γη , με περισσότερα χρώματα, με νέα αρώματα, και φουσκωμένη από απανωτές προσδοκίες!
Που συμπληρώνονται από τον ενθουσιασμό της ονειροπλασίας, και την διαίσθηση της ικανότητας να παλέψουμε αναδημιουργώντας έναν ομορφότερο και χιλιοφώτιστο κόσμο, κάνοντας τον πιο ελαφροκουβάλητο από την ασήκωτη θανατική ποινή σου.
Γερασιμία Παναγιωτοπούλου
Comments