top of page

Θαλασσοπαρμένα όνειρα

Κάποτε ονειρεύτηκα ένα υπέροχο βραβείο ζώντας ένα θαλάσσιο ταξίδι, από ένα σκοροφαγωμένο και τυλιγμένο σφιχτά εισιτήριο, από την μιζέρια του ανελέητου και χωρίς οίκτο χρόνου.

Όπου πάνω του άρχισαν πολλά χέρια να γράφουν, την ιστορία του.

Έκανε πολλά μάτια να εξυψώνουν το βλέμμα τους, και πολλά και αμέτρητα γέλια να πιάνουν τους σκοπούς, από τα ουρλιαχτά που τσιτσίρίζαν τα στόματα των αναμμένων φουγάρων, που λαχταρούσε η θεόρατη παλικαριά τους να οργώσει την θαλασσινή πεδιάδα!

Μαζί με ένα από τα πολλά και ξεχωριστά φαντάσματα του, εκείνον που η ιστορία έχει πάρα λησμονήσει άπειρες φορές, με εκείνον συνταξιδέψαμε στην πρώτη και τελευταία μας ξενάγηση, με το πλοίο της μαγείας!

Πρώτα πήρε την μορφή κομπάρσου σε ταινία.

Ήταν σαν να συναντιόμασταν σε στούντιο ταινίας.

Για πρώτη φορά ήταν που έβλεπα όλα αυτά τα εκτυφλωτικά φώτα, να τονίζουν τα ψεύτικα σκηνικά! Πολύχρωμα κοστούμια έβλεπα να χαιρετάνε τα μάτια μου.

Μικρές κυριούλες μέσα στα κομψότατα φουστάνια τους.

Και οι μικροί κύριοι σφιγμένοι μέχρι πάνω, ασφυκτιούσαν με κoμποδεμένη γραβάτα, ανέμεναν την στιγμή που θα επιλεγόντουσαν για ένα μικρό ρόλο στην δική τους σκηνή, πάνω στο καράβι των πολλαπλών εκπλήξεων!

Υπήρχαν τριγύρω πολλοί.

Αλλά αυτός που πρόσεξα περισσότερο, ήταν ο σκηνοθέτης της ονειρεμένης σκηνής.

Δίνοντας συνέχεια τις δεικτικές του εντολές, με ένα μικροσκοπικό καπέλο και καθισμένος σε μια πλατιά καρέκλα, απαιτούσε όλοι να ακούν και να ακολουθούν ακόμα και τα ίδια του τα χέρια,τον τόνο της φωνής του!

Πραγματικά έλιωνα από μια μοναδικότητα πρωτόβγαλτης ευτυχίας!

Σαν το γοργό ποτάμι του κορμιού μου, που έσπαγε κάθε μυστική αγωνία του φανερώνοντας,τον κρύο ιδρώτα που το διαπερνούσε ένιωθα την ώρα και τον χρόνο να περνάει φευγαλέα!

Άκουγα μόνο τους χτύπους από την ένταση της ξέφρενης καρδιάς μου. Αργότερα ένιωθα πως το όνειρο από ταινία, μεταμορφώθηκε σε παραμυθένια εξιστόρηση.

Ήμουν η πριγκίπισσα και αυτός ο ιππότης, που περίμενα να με συνεπάρει μακριά!

Σαν μεγάλο βιβλίο να ανοίγει και να μας εικονογραφεί συνεχώς.

Τις δύο μοναχικές μας φιγούρες, έβλεπα μόνο να παίζουν οι εικόνες του.

Ξαφνικά βγήκαμε έξω, κάτω από τον γαλανό ουρανό.

Εκεί μας περίμενε ένα ασημένιο ντυμένο άλογο, με ξανθιά χτενισμένη χαίτη που έλαμπε!!

Μας περίμενε εκεί στημένο και ακίνητο.

Μόνο το χλιμίντρισμα άκουγες της μανίας που απόπνεε η κρύα μηχανή του.

Καθώς τα πεταλοειδή γρανάζια του, ήταν έτοιμα να μας εκτοξεύσουν ρίχνοντας μας μέσα στην θαμπάδα της αστραπιαίας ταχύτητας του. Διασχίζοντας ακριβώς στα πλαινά του, κάναμε σπαθάτα τα νερά κλέβοντας λίγη από την περίσσεια δόξα του.

Νόμιζα πως ήμουνα και εγώ ,σαν εκείνα τα φουστάνια τα άψυχα, που απλώς έπαιζα έναν άφωνο ρόλο που μόνο οι κινήσεις μας φανέρωναν την ζωντανή μας ύπαρξη!

Σαν παλιές ξεθωριασμένες εικόνες του βουβού κινηματογράφου.

Και η θάλασσα ήταν το λιμάνι μας το κρυφό.

Η υπέρογκη σκιά του Τιτανικού, νόμιζες πως όσο την έβλεπες πλησίαζε, ολοένα να μας πλακώσει! Αφουγκράζοντας και τον παφλασμό, των λευκοχυμένων αφρών. Γευόμουν στα χείλη μου τα στεγνά την αλμύρα τους.

Έπειτα είδα το σούρουπο να διαγράφει το φώς της ημέρας, και να καλωσορίζει την μαυρομαλλούσα νύχτα, με το κεντημένο της φουστάνι, προσπαθώντας να φωτίσει τα θολά του μάτια.

Να ζεστάνει τα άκρα του, που το κρυστάλλινο ρίγος οδηγούσε ορθά την πορεία του, προς το παγωμένο τέρας που κυοφορούσε στα σπλάχνα του το βάθος.

Οι λόγχες ακτινοβολούσαν σπίθες, σαν τρελές τρεμόπαιζαν εδώ και εκεί.

Οι στήλες άλατος πρόσμεναν, το αμυδρό του είδωλο να ξεπροβάλλει για να αιχμαλωτίσουν το μέλλον του, κοιτώντας το κατάματα.

Και εγώ λαχταρούσα να το κοιτώ, και να αναπολώ κάθε του σπιθαμή.

Τότε ο κόμπος του στομαχιού μας, διακρινόταν ακόμα και στην αζωήρευτη άχνα μας.

Αναζητούσε την θεραπεία των γεύσεων.

Μέσα στην γυάλινη του σάλα.

Γεμάτο κεριά που αναδεικνύαν και την παραμικρή, γραμμή των σημαδιών που κρατούσε ο χρόνος, μέσα στο κοίλωμα του.

Όπως σκεφτόμουν ότι κρατούσαν εκείνη την στιγμή οι δροσολουσμένες παλάμες της ιστορίας του, τα δικά μας βήματα μέσα στο διπλοτσακισμένο του σώμα. Καθώς ξυπνούσαν όλα τα λουλούδια, που ανθισμένα μας έδειχναν, τα αναπαυτικά του καθίσματα.

Θυμίζοντας σου τα κεφάλια των φουγάρων, που το ανάστημα τους σε καλωσόριζε θερμά, πάνω στην πλώρη του θρόνου του. Απολαμβάνοντας μαζί και την απαλή μουσική των ασταμάτητων βιολιών, άκουγες τον απόηχο σκοπό από τα τρεμάμενα χείλη του άμοιρου και άγνωστου ήρωα, που κάποια μέρα θα υποβάλλαμε με αυστηρό χαιρετισμό, απέναντι στο ύψος του βάθρου του, το απόκομμα της σελίδας μιας πολυξεπλυμένης ιστορίας.

Καθώς το βάρος του εξώφυλλου, θα γέρνει προς εμάς αβάσταχτο κομμάτι στην ψυχή μας, τέρας που μεγαλώνει στην μνήμη μας, βαρυστάλακτος ίσκιος των δακρύων μας.

Λοιπόν μας συντρόφευε και ένα μπουκάλι κρασί, εκλεκτό και φινετσάτο!

Μαζί με ένα άσπρο και ψυχρό πιάτο, μα τόσο καυτό από τις εκρήξεις των αρωμάτων τους και γεύσεων τους.

Τα μάτια του έβλεπα να λαμπυρίζουν υπό το κέρινο φώς.

Όπως τα φινιστρίνια του άτυχου καραβιού, από το φεγγαρόφωτο πριν σβήσουν μια για πάντα. Όπως η στιγμή που ζούσα μαζί του.

Μέσα στην ονειροφτιαχμένη παρουσία του, που αντανακλούσε πάνω στην όψη του κοκκινοπνιγμένου μπουκαλιού, που βυθιζόταν όπως και το αξέχαστο ιστορικό πλοίο.

Σηκωθήκαμε μετά από λίγο, αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον χορεύαμε τον τελευταίο χορό, της αγωνίας που η ώρα και το σκότος κόντευε να χωρίσει. όπως έκανε και εκείνος ο μικρός θαλάσσιος λοφίσκος, που έσκισε το έρημο σκαρί του.

Αγριεύοντας την γαλήνη μιας ήδη προκαθορισμένης νεκρής νύχτας, που τα μελανιασμένα από το ψύχος χείλη της μοίρας, διηγιόταν.

Η ώρα της κρίσης έφτασε.

Άρχισα να νιώθω μια μικρή νοσταλγία.

Κάτι τρυπούσε την καρδιά μου, νιώθοντας πανικό στο μυαλό μου. Όπως έκαναν οι φτωχοί εκείνοι επιβάτες, που αποτέλεσαν ένα μικρό κομμάτι του! Ένα μικρό του δάχτυλο που χειριζόταν την οντότητα του. Ένα μικρό σημείο στίξεως του ποδιού του, που ιχνηλατεύει το μυστήριο της ασύγκριτης πλεύσης του.

Μια αμυδρή πατημασιά τους που αποτυπώνει, την περίπλοκη και άδοξη ιστορικότητα των βαρύτιμων γραμμάτων της, που την πλαισιώνουν.

Καθώς η καρδιά της θάλασσας, κρατά όλα τα μελλοντικά τους όνειρα όπως και όλες, τις παλιές τους αναμνήσεις. Μαζί με τα σκουρόχρωμα ουράνια μαντίλια, που απλώνονται κρεμασμένα από τους αστέρινους γάτζους, του νυχτερινού θόλου.

Που ακόμα στραγγίζουν τους λυγμούς τους, από την σκληρή μάχη ζωής και θανάτου!

Δέχοντας αγνά και αγέραστα πνεύματα, μιας πρόωρης γέννας σε έναν άλλο κόσμο. Κοιτάζοντας το ψηλό ορθοστημένο άγαλμα με το βλέμμα απλανές, μέσα στον κόσμο του ανέγγιχτου και του γνήσιου. Χαμένο μέσα στην άγνοια της μακράζουσας ζωής, όπως επίσης και μέσα στην αποκάλυψη του παρελθόντος!

Αρχίζουν και νιώθουν πια την δική τους, πραγματικά αδέσμευτη ελευθερία.

Μακριά από τα πυρά, που διοχέτευαν βάσανα του προηγούμενου κόσμου που ζούσαν.

Μακριά από την θλίψη, και τον πόνο που τους καταδίωκε.


Όπως και την δική μου ζωή, στοίχειωνε με τα δικά της ανερχόμενα μα στην πραγματικότητα, σκιερόχρονα φαντάσματα του χθες.

Εκεί που κοιμόμουν μέσα σε φαντασμαγορικές, δοξασίες της ιστορίας ένιωσα και εγώ να αποτελώ, ένα μικρό κομματάκι της. Έστω και μια ανεπαίσθητη τελεία, που κλείνει μια φράση της και συνεχίζει ακάθεκτη.

Ένιωσα αμέτρητα αφιερώματα, του μικρού μου ονείρου!

Ένιωσα να με αγκαλιάζει, και να με κάνει μια μικρή ηρωίδα μαζί της.

Να γεμίζει την ψυχή μου, και οι οφθαλμοί του μυαλού μου αντίκρισαν έναν σπουδαίο λαμπερό κόσμο! Όπου η αντανάκλαση του χαρίζει ανθισμένες φιλοδοξίες, στολίζοντας το κενό της ζωής μου. Σκορπίζοντας το σθένος και το πάθος, που αναδεικνύαν τα ζωηρά τους μπουκέτα, που χαιδεύουν οι αιώνιες αποχρώσεις του βυθού, την κοιμισμένη σορό του άμοιρου καραβιού!

Σε ένα όνομα που πάντα θα υπενθυμίζει ,τα μεγαλεία των ανθρώπων μα το σημαντικότερο, θα δείχνει το επίτευγμα της φύσης! Μιας φύσης που χτίζει εδώ και δεκαετίες, το αλάνθαστο το ανεμπόδιστο και το ανυπέρβλητο πλοίο της ζωής!

Όπου η μοναδική αφή της κατακτήσεως του, που η νίκη μπορεί να πρωτοστατήσει είναι μόνο απέναντι στην παντοδυναμία της.



Commentaires


bottom of page