Μια φορά κι ένα καιρό βγήκε στο σεργιάνι η Λύπη.
Περιδιάβαινε στους δρόμους της πόλης ψάχνοντας συντροφιά για να νικήσει την αντίπαλο της, τη Χαρά. Καθώς προχωρούσε με τα σίγουρα βήματα της συνάντησε τη Φτώχεια.
«Έλα μαζί μου, θα γίνουμε καλές φίλες» της είπε πιάνοντας την από το χέρι.
«Δεν μπορώ, με περιμένουν στο σπίτι οι κόρες μου.
Η Πείνα και η Ανασφάλεια» αρνήθηκε εκείνη.
«Ελάτε όλες τότε» της πρότεινε έχω σημαντικό σκοπό.
Η Φτώχεια συμφώνησε κι αφού έκαναν μια στάση στο σπίτι της συνέχισαν όλες μαζί. Στρίβοντας στην άκρη του δρόμου η Λύπη πρόσεξε μισοκρυμμένο τον Πόλεμο.
«Γιατί κρύβεσαι;» τον ρώτησε.
«Ετοιμάζομαι να κάψω ετούτη την πόλη» της αποκρίθηκε εκείνος.
«Έλα μαζί μας! Αν μας βοηθήσεις, θα σε βοηθήσουμε κι εμείς!»
«Θα σε ακολουθήσω, όμως δεν είμαι μόνος. Όπου πάω κουβαλώ μαζί μου τον Πόνο, τον Φόβο και την Καταστροφή» είπε ο Πόλεμος αποφασιστικά.
Η Λύπη κούνησε το κεφάλι της με ικανοποίηση. «Όσοι περισσότεροι είμαστε τόσο το καλύτερο» σκέφτηκε.
Περνώντας μπροστά από το νοσοκομείο της πόλης, σε κάτι ξερόχορτα καθόταν η Ασθένεια. Τους ακολούθησε κι εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη. Στο διάβα τους βρήκαν ακόμη τη Μοναξιά, την Αδικία, την Πίκρα, τη Δυστυχία, τον Θάνατο… Με αρχηγό τους τη Λύπη όλοι μαζί βάλθηκαν να νικήσουν τη Χαρά.
Ξαφνικά, καθώς συνέχιζαν το δρόμο τους, είδαν να τους πλησιάζει μια νεαρή κοπέλα με ένα φόρεμα αστραφτερό, στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Συντροφιά της είχε μια γυναίκα εγκυμονούσα που κρατούσε στην αγκαλιά της ακόμη ένα παιδί.
Η Λύπη στάθηκε απέναντί της και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που γέλασε.
«Μα καλά, πώς θα μας νικήσεις με μόνο ετούτη για σύμμαχό σου;» είπε η Λύπη δείχνοντας με περιφρόνηση τη γυναίκα δίπλα της, «δεν βλέπεις που είμαστε ολόκληρος στρατός;»
Η Χαρά όμως δεν νοιάστηκε για το φαρμάκι που έσταζε η Λύπη. Στάθηκε περήφανα μπροστά της και της απάντησε
«Όσους και να φέρεις μόνο την Αγάπη χρειάζομαι για να σε νικήσω» της είπε δυνατά.
Τότε η Αγάπη έκανε ένα βήμα μπροστά και η λάμψη της τους τύφλωσε όλους. Σχεδόν όλοι οι σύμμαχοι της Λύπης χάθηκαν από τα μάτια τους! Μόνο η Ασθένεια κι ο Θάνατος άντεξαν μπροστά στην Αγάπη. Η Λύπη ταράχτηκε όμως ήταν βέβαιη πως αυτούς δεν μπορούσε να τους κερδίσει κανείς.
«Δεν μπορείς να μας νικήσεις, είμαστε πιο δυνατοί» ύψωσε τον τόνο της φωνής της η Λύπη. Εκείνη τη στιγμή το μωρό έστρεψε τα καταγάλανα σαν τον ουρανό μάτια του πάνω τους και το βλέμμα του διαπέρασε τις σάρκες τους. Η Ασθένεια κι ο Θάνατος λύγισαν… έπεσαν στα γόνατά τους μη μπορώντας να ξανασηκωθούν.
«Είναι η Υγεία» είπε η Χαρά δείχνοντας το παιδί «κι αν κάποτε, δεν μπορέσει να νικήσει γιατί είναι μικρό ακόμα, η Αγάπη κυοφορεί την Ελπίδα».
Τότε η Ασθένεια και ο Θάνατος εξαφανίστηκαν σε μια στιγμή.
«Φύγε κι εσύ τώρα γιατί μπροστά στην Αγάπη, την Υγεία και την Ελπίδα, μόνο η Χαρά μπορεί να ανθίσει» της είπε και η Λύπη ντροπιασμένη έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω..
υπέροχο - τι να πω...