Η ΦΙΛΙΩ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΜΠΟΒΙΣΙ
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
- Feb 23
- 9 min read

« Η Φιλιώ απ’ το Λιμποβίσι »
Η φωνή της Φιλιώς ακουγόταν όχι μόνο στο γραφείο, αλλά και σ’ όλο τον Σταθμό Χωροφυλακής.
«Η μεγαλύτερη επιθυμία μου είναι να λάμψει η αλήθεια! Δεν έχω καμία σχέση, καμία συμμετοχή σ’ αυτό που συνέβη! Το τελευταίο πράγμα που θα ‘κανα, θα ήταν να σκοτώσω το ίδιο μου το αίμα, για να κερδίσω τι; Δε ντρέπεστε μωρέ; Ποια μάνα θα σκότωνε το παιδί της; Δεν έχετε τσίπα; Τι ανάγκη είχα να το κάνω εγώ στη ζωή του γιου μου; Φιλότιμο δεν έχετε; Αφήστε με να θρηνήσω το σπλάχνο μου! Με κρατάτε εδώ, να πω τι! Τερατουργήματα, πού θ’ απολογηθείτε μετά εσείς, μωρέ; Εσύ χωροφύλακα, σπούδασες εγκληματολόγος; Γιατί απ’ ότι θυμάμαι, δυο τενεκέδες λάδι πήγε ο πατέρας σου, ο κυρ-Στράτος, του βουλευτή στο χωριό και του προέδρου και δύο λίρες δώρο. Ένοχη εγώ, η μάνα του, μωρέ ρεμάλια; Φτου σας, να μου χαθείτε! Τον γιο μου δεν τον σκότωσα εγώ, σας το λέω για τελευταία φορά! Άμα βρείτε την άκρη, να μου το πείτε κι εμένα. Αναμεράτε να περάσω! Εγώ δεν χρειάζομαι δικηγόρους για να πω στους δικαστές την αλήθεια μου. Έχετε μεγάλη φαντασία. Στην άκρη είπα! Και μην πλησιάσετε στο σπίτι μου πριν να ‘χετε λύσει το φονικό!».
Η Φιλιώ έσπρωξε τον χωροφύλακα μ’ απέχθεια, κοιτώντας τον με θάρρος στα μάτια.
«Κοιτάξτε όλοι να τον βρείτε γιατί θα κάψω όλο το χωριό! Νομίζετε ότι θα κάνω χάζι τον μακελάρη να γυρίζει ελεύθερος; Αλλιώς, θα πάρω εγώ τον νόμο στα χέρια μου! Τότε, έλα με το δίκιο σου Σταύρο, να με συλλάβεις. Κάνε πέρα τώρα, ειδικά εσύ, που κοιτάς κορδωμένος για τα γαλόνια που δεν θ’ αποκτήσεις ποτέ, ουού να μου χαθείς!»
Η κυρά Γιώργαινα με τ’ όνομα, στα μαύρα ντυμένη, αλλά με το κεφάλι περήφανα ψηλά, κρατούσε τα δάκρυα για το παλικάρι της, προσπαθώντας να πνίξει τους λυγμούς της. Πάνε δύο μέρες τώρα που έθαψε δυο μέτρα λεβέντη. Ούτε έχει καταλάβει, ούτε θα μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Δεν είχε ξεπεράσει ακόμα τις τραγικές στιγμές, με την άψυχη φιγούρα του γιου της στο χαλίκι, έξω στον δρόμο μετά το λιοστάσι.
Ήταν η εποχή της παραγωγής του λαδιού κι η δουλειά κρατούσε μέχρι αργά. Δεν ανησύχησε όταν σουρούπωσε και δε γύρισε νωρίς. Έκλεισε τα βλέφαρά της, στην άκρη απ’ τη χασιά στο τζάκι κι η ζέστη τη γαλήνεψε, ώσπου απόκαμε από την κούραση.
Ο Γιαννακός δε γύρισε μήτε το πρωί, μα σαν άνοιξε τα μάτια της και τ’ αντιλήφθηκε, χτύπησε κι η πόρτα από την Αντριάνα τη μουγκή, που με νοήματα την τραβούσε στον δρόμο. Η Φιλιώ σπάραξε σαν είδε το παιδί της στα χαλίκια, στην άκρη του χωματόδρομου, μέσα στα αίματα σαν πληγωμένο ζώο.
«Ποιος σ’ έφαγε παιδί μου!», έφτασε το ουρλιαχτό της μέχρι την άκρη του χωριού.
Οι ημέρες ήταν εφιάλτης για την άμοιρη γυναίκα. Από τότε που άφησε χρόνους ο διαολεμένος άντρας της, είχε αναλάβει αυτή τα πάντα με τον λεβέντη της.
Ο Γιώργης ήταν σκληρός, ο πιο σκληρός στο Λιμποβίσι, στην ορεινή Αρκαδία. Οι ελιές ήταν ο βιοπορισμός τους. Τα δέντρα καρποφορούσαν και το λιοτρίβι τους ήταν το μοναδικό στο χωριό, μα ο κακός χαρακτήρας του Γιώργη δεν άφηνε ευχαριστημένους τους χωρικούς. Έτσι δεν λείπανε οι καυγάδες κάθε που ερχόταν η εποχή του λαδιού.
Όλο τον υπόλοιπο χρόνο είχανε τους κήπους με τα λαχανικά κι η Φιλιώ τα κατέβαζε με τον συγχωρεμένο γιο της στην Τρίπολη, για να βγάλουν το μεροκάματο. Ο άντρας της, όλο αυτό το διάστημα ήταν μοναχά καφενέ, τσιγάρο, πρέφα και καυγάδες.
Στην πλατεία του χωριού δέσποζε ο ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κι η Φιλιώ κάθε εβδομάδα έτρεχε με καμάρι και τιμή να το καθαρίσει και να το γυαλίσει. Περήφανη για την καταγωγή της και την ιστορία του τόπου της, την σεβόταν όλο το χωριό.
Ο μόνος που δεν άντεχε την παρουσία της ήταν ο προκομμένος ο άντρας της. Οι καυγάδες δεν είχαν τελειωμό κι ο γιος τους, άντρας πια, δεν άντεχε πολλά πολλά, ώσπου ο Γιώργης απ’ τις καταχρήσεις τους άφησε χρόνους νωρίς. Ντροπή της που το σκεφτόταν, μα είχε ανακουφιστεί.
Περνούσαν τα χρόνια και μόνο αυτή με το παιδί της είχανε πάρει τη δουλειά στα χέρια τους. Πορεύονταν με αγάπη. Η Φιλιώ στα πενήντα της πια, ήταν κουρασμένη, μα η λεβεντιά κι η αρχοντιά της δεν περνούσε απαρατήρητη απ’ τα μάτια των συγχωριανών. Με τον γιο της μάζευαν τα χρήματα για τις ανάγκες των άλλων εποχών. Δεν τους έλειπε τίποτα και το σπίτι τους είχε τα πάντα, δόξα τω Θεώ. Έλαμπε από πάστρα και καθαριότητα και το κελάρι της είχε τροφές για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Τώρα πια όμως τίποτα δεν είχε σημασία. Έμεινε μόνη ν’ αναρωτιέται και να κλαίει με θρήνο κι αναφιλητά, γιατί της πήρε ο χάρος το μοναχοπαίδι της.
Είχε παλέψει να τ’ αναστήσει, να τον κάνει δυο μέτρα λεβέντη κι από προξενιά άλλο τίποτα ˙ ούλο το χωριό, μα του Γιαννακού η μία του βρωμούσε, η άλλη του ξίνιζε, η μία ήτανε κοντή, η άλλη ήταν ζαβή. Άκρη δεν έβγαζες. Ας γινόταν στη ζωή του ότι θέλει ο Θεός, μα ο Θεός της τον πήρε νωρίς.
Το χωριό σπάραξε στο τελευταίο αντίο του καλύτερου παιδιού.
Οι μέρες περνούσαν και κανένα νεότερο δεν υπήρχε για τον χαμένο γιο της. Κανείς δεν είχε δει τίποτα περίεργο, κανείς δεν είχε πάει στη Χωροφυλακή να πει κάτι. Η Φιλιώ ήξερε ότι έπρεπε να βρεθεί ο δολοφόνος του, να γαληνέψει η ψυχούλα του. Δεν θα ‘βρισκε απάγκιο αλλιώς.
Μπήκε στο δωμάτιό του με πρόσωπο χλωμό κι άνοιξε τα συρτάρια στο κομό του, έτοιμη να καταρρεύσει. Τα τσιγάρα του, ο αναπτήρας του, ένα μικρό βιβλίο που είχε από παιδί και η Καινή Διαθήκη ήταν εκεί. Μαζί και το κομπολόι του παππού, του πατέρα της. Αυτός είχε αφήσει προίκα το λιοστάσι στη Φιλιώ, έτσι έβγαλε το όνομά του σ’ ένδειξη σεβασμού. Στη συρταριέρα με τα ρούχα του όλα ήτανε διπλωμένα και καθαρά. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
«Παιδάκι μου, πώς θα βρω τον εχθρό σου, τον δολοφόνο σου; Παιδάκι μου, με άφησες ολομόναχη».
Ξαφνικά άνοιξε πάλι το συρτάρι. Γιατί τα τσιγάρα κι ο αναπτήρας του ήταν εδώ; Γιατί δεν τα είχε πάνω του; Αφού δεν είχε γυρίσει σπίτι, πώς βρέθηκαν εδώ; Δεν είχε ποτέ δεύτερο καπνό. Του άρεσε πρώτα να τελειώνει τον ένα και μετά να παίρνει άλλον, μα ποτέ δεν άλλαζε τον αναπτήρα ˙ ήτανε του πατέρα του. Μπορεί να μην είχαν και την καλύτερη σχέση, αλλά είχε κάτι απ’ τον καθένα που αγαπούσε. Άραγε ο γιος της είχε γυρίσει και δεν τον πήρε χαμπάρι; Το κρεβάτι όμως ήταν στρωμένο... Τι είχε συμβεί εκείνο το καταραμένο βράδυ;
Η Φιλιώ δεν είχε νου για να τα πάρει με τη σειρά. Στα τυφλά άρχισε να ψάχνει παντού, τα παντελόνια, τα σακάκια και το κατζέλο[*] με τις οικονομίες του. Του έλειπαν χρήματα. Μέσα στο μαντήλι του έπρεπε να είχε τουλάχιστον τρακόσιες χιλιάδες φυλαγμένες, αλλά έλειπε ακόμα και το μαντήλι. Η ίδια του το έκαμε με τα χεράκια της και τ’ όνομά του σε μία άκρη, όταν έκλεισε τα είκοσι του, με την ευχή να ‘χει υγεία, να μην το χρειαστεί ποτέ, αλλά να είναι πάντα γεμάτο. Άραγε που το πήγε με τα χρήματα, σε ποιον το έδωσε, τι το έκαμε; "Θα τρελαθώ", μονολογούσε, "Θεέ μου, θα τρελαθώ".
Έπρεπε να πάει στους χωροφυλάκους, να πει τις υποψίες της, μα ποιον να εμπιστευτεί... Εδώ πήγαν να της φορτώσουν αυτά που δεν ήξερε! Ειδικά ο νέος χωροφύλακας, ο γιός του Στρατή, συμμαθητής του γιου της, απ’ τα μικράτα τους μαζί. Η Φιλιώ όμως ποτέ δεν τον συμπάθησε και δεν της άρεσε η φάτσα του. Απ' όταν είχε φορέσει τη στολή, ανέβηκε η μύτη του πιο ψηλά. Έπρεπε όμως να μιλήσει σε κάποιον.
[* κατζέλο : συρτάρι ]
Το χτύπημα στην πόρτα έκοψε τις ζοφερές της σκέψεις. Έκανε λίγη ώρα ν’ ανοίξει. Προς μεγάλη της έκπληξη, είδε μπροστά της
τον Στρατή. .
«Τι θες στην πόρτα μου;», ρώτησε με φωνή σιγανή και πονεμένη.
«Ήθελα να σε συλλυπηθώ για το θάνατο του Γιαννακού».«Πέρασε μέσα Στρατή. Παιδιά είμαστε; Περάσανε τα χρόνια, κακία δεν κρατώ».
«Φιλιώ, εγώ δεν…»
«Στρατή, δεν είναι καιρός για κουβέντες, στο ‘πα ξανά ˙ ήμασταν πολύ νέοι ˙ άλλα ήθελε η μοίρα μας. Ο καθένας πήρε τον δικό του δρόμο. Εσύ έκανες οικογένεια, παιδί, όπως κι εγώ. Από ένα μας έδωσε ο Θεός, αλλά εγώ το έχασα και δε ξέρω ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα».
«Πες μου, τι σε τυραννάει Φιλιώ; Έχεις νέα; Τι έχεις μάθει απ’ τη Χωροφυλακή;»
«Εμένα ρωτάς, ωρέ Στρατή; Ο γιος σου εκεί δουλεύει. Να ‘βλεπες τις προάλλες πως μου φέρθηκε, μα δεν πειράζει. Ας έχει χάρη που ‘ναι γιος σου, αλλιώς θα του ‘δινα μια στην κεφάλα... Με το ζόρι κρατήθηκα. Μου έλεγε διάφορα, "μήπως μαλώσατε;", "μήπως είχατε κόντρα;" . Δε ξέρω, από ‘δω το πήγαινε, από ‘κει το πήγαινε, αλλά έφυγα για τα ησυχότερα».
Ο Στρατής την κοιτούσε λυπημένος.
«Έχω μέρες να τον δω. Προχθές μου ‘πε ότι θα πάρει μετάθεση στην Αθήνα κι έφυγε να κάνει τα χαρτιά του. Θα ξανάρθει σε μια δυο μέρες. Το χωριό, λέει, είναι μικρό γι’ αυτόν...»
«Δε μου ‘δωσε τέτοια εντύπωση όταν τον είδα. Πάντα πίστευα ότι ήθελε να ‘ναι στο χωριό», αναρωτήθηκε ξαφνιασμένη η Φιλιώ.
«Κι εγώ έτσι πίστευα, Φιλιώ. Δε βαριέσαι, ας είναι καλά κι ας ζήσει όπου θέλει», αποκρίθηκε ο Στράτος με θλίψη.
Οι μέρες περνούσαν και στα σαράντα του λεβέντη της δεν έλειπε κανένας. "Πόσοι σ’ αγάπησαν, λεβέντη μου…", ψιθύριζε η έρημη μάνα. Η φωτογραφία του μπροστά στα λουλούδια την έκανε να τρέμει από πόνο. "Κουράγιο", απ’ όλους άκουγε "κουράγιο", μα γυναίκα ήτανε, μάνα πονεμένη στα βάθη της ψυχής της, ματωμένη η καρδιά της. Δεν ήθελε άλλο τη ζωή της. Η αποφράδα μέρα δε θα μπορούσε να ξεχαστεί απ’ τη μνήμη της.
Μετά τα σαράντα, ο Στρατής πέρασε να της αφήσει τον δίσκο απ’ την εκκλησία και κάτι τζάντζαλα.
«Κάτσε να σε φιλέψω δυο φέτες ψωμί, Στρατή, για τον κόπο σου. Μόλις το ‘ψησα στο τζάκι, καρτέρα να σου φέρω ένα πανί».
«Μην κάνεις τον κόπο και σηκώνεσαι, Γιώργαινα. Να, βάλ’ το εδώ...»
Το μαντήλι από την τσέπη του Στρατή ήταν απλωμένο για το ψωμί. Η Φιλιώ, σαν λεμόνι χλωμή.
«Που το βρήκες, ρε άτιμε; Που το βρήκες, καταραμένε; Ξέρεις τίνος είναι;»
Τ’ άρπαξε στα χέρια της με οργή. Το μύρισε και τ' ακούμπησε πάνω της.
«Εσύ σκότωσες το γιο μου!»
«Φιλιώ τι λες, βουρλίστηκες; Του γιου μου είναι, το βρήκα στην ντουλάπα του. Το πήρα, έτσι, για να νιώθω πιο κοντά του».
Βραχνή η Φιλιώ, έπεσε στο σκαμνί καθιστή, με πόνο κι ουρλιαχτό.
«Το μαντήλι που κρατάς είναι του γιου μου, του συγχωρεμένου... Αυτό το μαντήλι είχε μέσα τις οικονομίες του. Σ’ αυτήν εδώ τη γωνία, να, κοίτα… Έχει το μονόγραμμά του κεντημένο».
Τώρα η σειρά του γέρο Στρατή να παγώσει και να τρέμει ολόκληρος.
«Μου λες ότι ο γιος μου…, ο γιος μου σκότωσε τον Γιαννακό για να τον ληστέψει;»
«Σου λέω, αυτό το μαντήλι ανήκει στον γιο μου! Μάρτυς μου ο Θεός!»
«Αν σκότωσε αυτός τον γιο σου, Φιλιώ, εγώ ο ίδιος θα τον κρεμάσω στην πλατεία του χωριού! Σου τ’ ορκίζομαι Φιλιώ!».
Έσκυψε και κοτζάμ άντρας άρχισε να κλαίει σα μωρό παιδί. Ποιον να πρωτολυπηθείς, τη μάνα, τον πατέρα, ποιον;
«Μαζί στο σχολείο, μαζί παντού. Πώς το έκαμε αυτό, με τι ψυχή...», μονολογούσε ο γέρο Στρατής, φεύγοντας με βήμα αργό, βαρύ.
Δύο μέρες μετά, στο χωριό επέστρεψε ο γιος του, ο Σταύρος.
Ο Στρατής τον κοίταξε διαπεραστικά στα μάτια.
«Πάμε απ’ τη Γιώργαινα, να την αποχαιρετήσεις, μια που ήρθες να πάρεις και τα τελευταία υπάρχοντά σου. Μάνα του φίλου σου ήτανε, δεν είναι σωστό».
Ο Σταύρος τα ‘χασε. Τρεμόπαιξε το βλέμμα του.
«Ναι, ας πάμε, γιατί φεύγω χάραμα», είπε αδιάφορα.
Η Φιλιώ πάλευε στο μεταξύ να σταθεί στα πόδια της. Δεν είχε το κουράγιο να πάει μέχρι τη Χωροφυλακή. Όχι ακόμα... Αλλά στην πόρτα της εμφανίστηκε ο Σταύρος, πριν προλάβει να τον καταδικάσει.
«Τι σας φέρνει εδώ; Στρατή να ταραχτώ κι άλλο;», ρώτησε η Γιώργαινα δίχως να κρύψει την οργή της.
«Τι συμβαίνει εδώ κι είστε έτσι; Μου είπε ο πατέρας μου να έρθω να σ’ αποχαιρετήσω ˙ αύριο φεύγω».
Ο Στρατής μπήκε στη μέση, βγάζοντας ένα περίστροφο από το ζωνάρι του.
«Εσύ σκότωσες τον γιο της Γιώργαινας;» κοιτώντας τον με μάτια παγερά. «Μην τ’ αρνηθείς! Το ξέρω πως εσύ τον σκότωσες! Ωρέ, τον φίλο σου για τα λεφτά; Πώς άντεξες;»
«Δεν σκότωσα κανέναν!» αμύνθηκε ο Σταύρος.
Η Φιλιώ έβγαλε το μαντήλι απ’ την τσέπη της.
«Εσύ τον σκότωσες, μην το αρνείσαι! Εδώ μέσα είχε λεφτά! Αν τον σκότωσες γι’ αυτό, πες μου, άξιζε τον κόπο;»
«Δεν ξέρω τι λέτε! Εγώ φεύγω!» κι έκανε να φύγει προς την εξώπορτα.
«Δε θα πας πουθενά! Θα σε σκοτώσω, κι ας είσαι γιος μου! Αν δεν πας να παραδοθείς, θα στην μπουμπουνίσω!», φώναξε έξαλλος ο Στρατής.
Η Φιλιώ έβλεπε τον εφιάλτη να ‘ρχεται.
«Μην του ρίξεις Στρατή! Ήταν αδέρφια!»
Η φωνή της έφτασε στ’ αυτιά των ανδρών, που μεμιάς μαρμάρωσαν. Ο Σταύρος γύρισε πίσω αργοπατώντας.
«Τι ήμασταν;» ρώτησε ξέπνοος ο νέος.
«Σαν ήμασταν νέοι, εγώ και ο πατέρας σου είχαμε δεσμό. Ήμασταν ζευγάρι κρυφά, για δυο χρόνια. Οι δικοί μου δεν με έδιναν, πως ήταν φτωχός, κουρελής... Ήμουνα όμως έγκυος στον Γιαννακό. Το κράτησα και το είπα στον πατέρα μου και στη μάνα μου, μα δε θέλησαν ν’ αλλάξουν γνώμη. Στο μεταξύ ο δικός σου πατέρας είχε λογοδοθεί με τη μάνα σου, την συγχωρεμένη τη Νικολέτα, γιατί έτσι θέλησαν και αυτών οι πατεράδες, να τους παντρέψουν. Δεν το είπα ποτέ στον πατέρα σου. Σε κανέναν! Λίγο μετά, βρέθηκε στον δρόμο μου ο Γιώργης και με παντρέψανε άρον άρον. Ούτε κι αυτός όμως το έμαθε ποτέ. Ο πατέρας σου... τώρα το ακούει πρώτη φορά, όπως κι εσύ. Την δική μου αμαρτία, την πλήρωσε το παιδί μου».
Ο Σταύρος κοιτούσε χαμένος.
«Σκότωσα τον αδερφό μου!», φώναζε. «Σκότωσα τον αδερφό μου!»
Ένιωθε ότι έχανε το μυαλό του. Μια τραγωδία χωρίς τελειωμό. Το όπλο του Στρατή βρέθηκε στα χέρια του Σταύρου, προσπαθώντας να δώσει τέλος στη ζωή του.
«Παιδί μου, όχι!», του φώναξε ο πατέρας.
Το περίστροφο εκπυρσοκρότησε. Στη μέση μπήκε η Γιώργαινα… Η σφαίρα λάβωσε τον Σταύρο.
«Μην πεθάνεις…», του φώναξε η γυναίκα με δάκρυα. «Είσαι αδερφός του!»
«Ήμουν αδερφός του. Σκότωσα τον αδερφό μου, μα ήμουν φτωχός και άπληστος. Συγχώρα με, κυρά Φιλιώ», ψέλλισε προτού χάσει τις αισθήσεις του. Έπειτα… σκοτάδι.
Η Φιλιώ και ο Στρατής κάθε μέρα πήγαιναν στο νοσοκομείο της Τρίπολης να δουν τον Σταύρο. Θα γινόταν καλά, μα η σφαίρα είχε σφηνωθεί στην μέση του και δεν θα ήταν σε θέση να περπατήσει ξανά. Στον ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής είπαν ότι τραυματίστηκε από λάθος. Σκόνταψε, δήθεν, στο κιλίμι. Ετούτος με τη σειρά του, τώρα ειδικά που θα ‘παιρνε μετάθεση —μιας και το χωριό, είχε αποφασιστεί από την κεντρική κυβέρνηση, να εγκαταλειφθεί σε λίγο καιρό, για λόγους… διοικητικούς—, δεν το πολυσκάλισε, μπας και χάσει την προαγωγή του. Έτσι μπάλωσαν την τραγωδία της ζωής τους.
«Στράτο… Ο Γιαννακός δεν θα ‘θελε να πεθάνει ο γιος σου, ο αδελφός του. Άσε τις τύψεις και ζήσε για το παιδί σου. Για μένα, είναι ο αδερφός του γιου μου και το αίμα, νερό δεν γίνεται. Πάμε, πριν σουρουπώσει και δε βλέπουμε».
Ευαγγελία Αλιβιζάτου

Comments