top of page

Η των κυττάρων θλίψη


Σήμερον κρεμάται επί ξύλου

Κάθε λέξη, σαν αγάπη

που δεν φόρεσε τον μανδύα του έρωτα,

σαν χείλη που άγγιξαν δάχτυλα και σίγησαν.


Ό,τι συμβαίνει, ζητά ένα θραύσμα απ' την ήττα μας.

Κι όσο βαδίζουμε στον κόσμο των νεκρών,

τόσο αγαπάμε, τόσο νικάμε.

Μα όσα ποθήσαμε, έγιναν σφαγή άμοιρου αμνού.


Όλα ετούτα είναι λέξεις!

Κάποιες κρατούν μιαν αλήθεια,

κάποιες σχηματίζουν σκληρές εικόνες.

Μα πού είναι τα θαυμαστά;


Δεν έχω χρόνο να γεράσω.

Στέκομαι στα σκαλοπάτια του Θεού

και ένα μόνο μένει:

να σου κρατώ το χέρι,

έτσι και τόσο, που να μην χάνω την έξοδο.

Δεν είχα χρόνο ποτέ.


Σαν μεγάλωνα,

έβρισκα γράμματα σε σκονισμένα τζάμια,

ίχνη των χνώτων σου.

Και μια καρδιά, παιδική διαπερασμένη από βέλος.

Έτσι πίστεψα στο αόρατο.

Σε ανέμενα.


Μα δεν ήξερα πως τα φτερά σου ήταν αληθινά.


Τώρα σε φορώ στα μάτια σαν πράσινο χορτάρι.

Η πρωινή καταχνιά βαραίνει τα βλεφαρά μου.

Ο φόβος μη σβήσει ο ήλιος, βάσανο.

Μα ανέτειλες,

ανάμεσα σε μιαν της σελήνης αυτοκτονία.

Η αυτοκτονούσα σελήνη είναι ντροπαλή σκέψη...


Μα εγώ δεν τη φοβάμαι.

Την πλάθω με στιβαρά χέρια,

την κάνω λύχνο να πορεύομαι.

Και καρτερώ, σπορά μου,

το χορταράκι που εφύσησε ο Θεός


ανάμεσα στα σπλάχνα σου.


Βασίλης Πασιπουλαρίδης ✨

コメント


bottom of page